Ίσως καταφέρω να σε ξεχάσω
Πήγε 5:45 το πρωί και ακόμη να κοιμηθώ. Περνώ και ξαναπερνώ φωτογραφίες ακούγοντας Elliot Smith
. Οι αναμνήσεις ξέρουν να χτυπούν τον άνθρωπο. Πιο συχνά οι καλές είναι αυτές που κάνουν την ζημιά. Ακόμη πιο συχνά εμείς είμαστε που τις καταστρέφουμε. Μας τρώνε από μέσα. Εφτά χρόνια τώρα τρέφονται από μένα. Αναπολώ, θυμώνω με τον εαυτό μου, τον αθώο, τον άπειρο, τον άμαθο. Όσο το σκέφτομαι, τόσο πιο πολύ δεν καταλαβαίνω το γιατί δεν έκανα ένα βήμα παραπάνω. Τα παιγνίδια, ο σαρκασμός, τα κρυφά βλέμματα, το φλέρτ, τα φιλιά στο σκοτάδι, η πρώτη αγάπη.
Τον θυμάμαι σα να ήταν σήμερα. Μερικές φορές ξυπνάω και κοιμάμαι με αυτόν στο μυαλό μου. Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν…. Το τραγούδι τελείωσε. Το ξαναβάζω από την αρχή. Η μελωδία του με ηρεμεί, χαλιναγωγεί τους δαίμονές μου, με λυτρώνει κατά κάποιον τρόπο ο πόνος του τραγουδιστή. Δεν υποφέρω μόνο εγώ. Σιγοτραγουδώ τους στίχους που έχω μάθει πλέον απέξω και συνεχίζω την επανάληψη. Μία ακόμα φορά. Ακόμα μία και άλλη μία, μέχρι να ξεχάσω. Συνεχίζω τις φωτογραφίες. Πόσο άλλαξε η όψη σου. Μεγάλωσες, ωρίμασες. Το χαμόγελό σου, όμως, έμεινε ίδιο. Εκείνο το λοξό γελάκι, το αυθόρμητο για το οποίο σε κορόιδευα συνέχεια και το οποίο καρφωνόταν στο πρόσωπό σου κάθε φορά που με έβλεπες. Το γελάκι που αν έβλεπαν τα τωρινά μου μάτια θα ούρλιαζαν στη νεανική μου αφέλεια να φύγει μακριά, να τρέξει και να μη κοιτάξει πίσω την καταστροφή μου. Επικοινωνούσαμε μέσω αυτού και των ματιών μας. Τι ξέραμε τότε; Ήμασταν παιδιά. Τα ρομαντικά μας αρέσανε. Με ένα βλέμμα ήξερα τι με ρωτούσες, με ένα δικό μου σου έδινα μια απάντηση. Ήσουν ο πρώτος που σκέφτηκα διαφορετικά, που όντως αγάπησα. Ο πρώτος που με συμπλήρωσε και εκείνος που ήθελα πάντα δίπλα μου, ανεξαρτήτως τα 137,3 χιλιόμετρα που μας χώριζαν. Εγώ εδώ, εσύ εκεί. Τα καλοκαίρια βρισκόμασταν στο ίδιο χωριό, το φθινόπωρο σε διαφορετικές πόλεις. Τηλέφωνα που κάναμε και μηνύματα που στέλναμε τα βράδια, κρυφά, κάτω από τα παπλώματα, ακολουθούσαν το ένα το άλλο. Οι συνομιλίες μέχρι κάποιος από τους δύο να αποκοιμηθεί, με τον άλλο να πειράζει τον κοιμισμένο το επόμενο πρωί. Τα γέλια, τα πειράγματα, τα όνειρα, οι φιλοδοξίες, ο έρωτας που κάθε καλοκαίρι φούντωνε. Αυτά δεν ξεχνιούνται.
Όπως δεν θα ξεχάσω και εκείνο το βράδυ. Ήταν μία από τις σπάνιες φορές. Βρεθήκαμε εντελώς τυχαία και τόσο απρόσμενα. Και απλά μείναμε να κοιταζόμαστε. Οι καρδιές χαιρετηθήκανε, χωρίς δισταγμούς και τα μάτια έμειναν να ταξιδεύουν. Έμπλεξες κρυφά και παιχνιδιάρικα τα δάχτυλά σου με τα δικά μου. Η σιωπή είναι μια από τις γοητείες σου. Δεν έπαυες να με εκπλήσσεις ποτέ. Και συνέχιζες να παίζεις με τα δάχτυλά μου, μέχρι να γυρίσω να σε κοιτάξω. Όχι στα μάτια, αλλά στην ψυχή. Μήπως και φοβόμασταν να ξανοιχτούμε; Όλα τότε ήταν αυθόρμητα. Αυτό που νιώσαμε, δεν το νιώθουν ξανά. Και αν το νιώσουν από την αρχή, θα το νιώσουν μισό. Έτσι μου είπες το ίδιο βράδυ που μείναμε μόνοι μας. Γύρω γύρω σκοτάδι στο δωμάτιο και εμείς στο κέντρο. Ακόμη και έτσι, δεν χανόμασταν. Ξέραμε που είναι ο καθένας, ξέραμε ποια ήταν τα όρια και ποια τα ρίσκα. Και τότε τα σπάσαμε όλα. Δεν ήθελε πολύ το φαγωμένο σκοινί να τραβηχτεί και να διαλύσει. Το καλοκαίρι το ξέραινε και μαραινόταν. Την άνοιξη το ακουμπήσαμε και λύθηκε.
Γελούσαμε στη σκιά μας αντικριστά. Νιώθαμε ο ένας τη θέρμη του άλλου. Τα χέρια σου ακούμπησαν τα δικά μου, σα να τους έδιναν δύναμη. Δύναμη που δεν χρειάζονταν, γιατί ήξεραν. Διψούσαν, για ανακάλυψη, για περιπέτεια, για ταξίδια σε άλλες αβύσσους, κρυφές, απόκρημνες και χαώδεις. Απομνημόνευσαν την κάθε καμπύλη και το κάθε σημείο του κορμιού, τα χείλη, την μύτη, τα μάτια και το κεφάλι που αγκάλιασαν. Με μια τους κίνηση έδιωχναν κάθε τι περιττό που βρισκόταν ανάμεσά τους και το έριχναν ελαφρά στο πλάι. Αναπνοές σιγανές και αναστεναγμοί που απλώθηκαν στον αέρα και χάθηκαν κάτω από τα σεντόνια. Διπλωνόμασταν και κυλιόμασταν στη ζέστη μας. Κινήσεις αργές, ρυθμικές……αργότερα πιο γρήγορες που κλιμακώνονταν με κοφτά μουρμουρητά και τα ακολουθούσαν ρίγη. Τα φιλιά έγιναν χάδια, ανέμελα και τρυφερά εξερευνούσαν τη σάρκα. Δεν φοβόσουν να αγγίξεις κάθε έννοια του εαυτού μου, κάθε μέρος που νόμιζα αόρατο, ίσως και ανύπαρκτο. Στεκόσουν για να σιγουρευτείς ότι είμαι μαζί σου, υψώνοντας το βλέμμα, μέχρι να κατεβάσω το δικό μου. Γυάλιζαν τα μάτια σου στο σκοτάδι. Πιο άγρια, αλλά εξίσου ήμερα. Με έπιασαν απροετοίμαστη, μα τα χείλη σου ζωγράφιζαν ήδη στον αέρα μου. Νόμιζα με κορόιδευες, πως έπαιζες μαζί μου, πως, πως, πως…. Μπορούσα να βρω χίλιες και μία δικαιολογίες, αλλά καμιά δεν θα με κάλυπτε. Γιατί δεν χωρούσαν με εμάς. Και συνέχισα. Χώθηκα πιο βαθιά στα σκοτάδια, με εσένα οδηγό στο άγνωστο. Ήταν παιχνίδι πάνω στους κόμπους του στρώματος και στα σκισμένα μαξιλάρια. Κάθε φιλί στην γραμμή της σπονδυλικής στήλης, έφερνε ρίγη και σε κάθε χάδι απαντούσε η κομμένη αναπνοή. Πονάει ο έρωτας στην αρχή. Είναι σα να μπαίνεις σε άλλο κόσμο, απογυμνώνεσαι και στέκεις αδύναμα σε μια άγνωστη πορεία, μέχρι να έρθει το χάος. Το σώμα έχει καλύτερη μνήμη από το μυαλό, γιατί νιώθει τα πάντα διπλά ως το τέλος. Το άγγιγμα, τον πόνο που σε μεθάει, την ευχαρίστηση, την ένωση και την αποκορύφωση της κοφτής ανάσας.
Την επομένη ξύπνησε ο καθένας στον κόσμο του. Με το κρεβάτι άδειο και το κορμί γεμάτο μνήμες. Όσο και να προσπαθώ να το αγκαλιάσω, δεν επανέρχονται το ίδιο ζωντανές. Είναι πράγματα που συμβαίνουν μια φορά και κρατάνε για πάντα.
Δεν μου είπες ποτέ με λόγια τι ήθελες από εμένα. Δε ζήτησες ποτέ κάτι που δεν μπορούσα να σου δώσω και τίποτε που δεν ήθελα να σου προσφέρω. Καθώς οι μέρες περνούσαν, τα χρόνια έφευγαν. Μερικά καλοκαίρια δεν σε έβλεπα καν. Ένα απόγευμα του χειμώνα έτυχε να σε συναντήσω. Η αντίδρασή μου μόλις σε αντίκρισα ήταν η ίδια όπως κάθε χρόνο στο μυστικό μας κώδικα. Και το κατάλαβες. Αλλά αρκέστηκες στο να γελάσεις και να με χαιρέτησες με ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο. Τα παλιά δεν ήθελες να τα ξεθάψεις. Ανήκαν τα κομμάτια τους σε διαφορετικούς ερωτευμένους χτύπους.
Δεν ξαναμιλήσαμε μετά από αυτό. Βρεθήκαμε το επόμενο καλοκαίρι. Ξαφνιάστηκα όταν χαμογέλασες στραβά και σε ακολούθησα, ενώ γύριζα το χρόνο πίσω. Γνώριζα ότι αυτό δεν θα κρατούσε πολύ, αλλά δεν με ένοιαζε. Ήθελα να είμαι εκεί ακριβώς, εκείνη την ώρα και στιγμή, όπως παλιά. Ψιθυρίζαμε ο ένας στον άλλο και ο καθένας άκουγε ό,τι ήθελε, σα χαλασμένο τηλέφωνο. Δεν μας πήρε πολύ ώρα να καταλάβουμε ότι ζητούσαμε διαφορετικά πράγματα. Κάπου εκεί γυρίσαμε την πλάτη στον εαυτό μας. Κάπου εκεί ξεχαστήκαμε.
Και εγώ κάπου εκεί, πέρα, μακριά σου στέκομαι και σκέφτομαι ότι εγώ είμαι εκείνη που έφυγε μέσα από τα χέρια σου. Από δικιά σου επιλογή και δικιά μου απόφαση. Τα ήθελα όλα ή τίποτα. Και τώρα που έχω το τίποτα ίσως προτιμούσα το “έστω και λίγο”. Έστω για λίγο. Να ξέρω ότι κατοικούσα στην καρδιά σου κάποτε και τώρα στις παλιές σου αναμνήσεις που αναπολείς και χαμογελάς στραβά. Όπως τότε.
Θα σε θυμάμαι για πάντα. Εσένα και την ζεστή σου φωνή, την καλοκαιριάτικα χρωματισμένη. Τα ξανθά σου μαλλιά και τα λεπτά σου δάχτυλα. Τον τρόπο με τον οποίο στήριζες την πλάτη σου στον τοίχο και τον τρόπο που περπατούσες. Σίγουρος, περήφανος. Τα καφετιά σου μάτια, που είχαν το καυτό χρώμα της καραμέλας και το πως εκείνα με μαγνήτιζαν κάθε φορά που μου απηύθυνες το λόγο.
Παραμένεις μια ιστορία που θα διηγούμαι. Ανήκεις στο παρελθόν πια. Αν θα μου λείψεις; Όχι, ίσως, μπορεί. Δε ξέρω.
Πάντως δε θα μου λείψεις ποτέ ξανά τόσο όσο παλιά. Ποτέ…ακούγεται τόσο αιώνιο.
Χαμογέλα λίγο. Κάποια στιγμή θα μας τελείωνε αυτό και θα έφευγα. Δεν το περίμενες; Βάζω μια τελεία εδώ.
Ευχήσου μου καλή τύχη.
Ίσως καταφέρω να σε ξεχάσω
Πηγή εικόνας:
Portrait d’Artiste: Alex Stoddard ou les secrets de Tirésias