Τώρα, ζήσε στο τώρα σαν να μην ζούσες στο μετά ποτέ ή να σαν να ζούσες στο τώρα για πάντα. Εδώ, τώρα σκέψου πως είσαι εδώ μαζί του, ή μάλλον πως ήσουν πάντα εδώ μαζί του, δεν το είχες σκεφτεί όταν σκεφτόσουν ενίοτε πως είσαι μόνη σου, πάντα κάποια άλλη και κάπου αλλού. Εδώ και τώρα, μπορείς να πεις, μπορείς, ότι ζεις και ότι υπάρχεις μονάχα σαν ένα σώμα γυμνό, δυο σώματα γυμνά το ένα μέσα στο άλλο που είναι πολλά σώματα ίδια που πολλαπλασιάζονται γύρω σου και μπαίνουν μέσα σου κι εσύ γίνεσαι ένα και ζεις. Εδώ και τώρα ζεις εσύ κι αυτός, αυτός κύμα που σου χαϊδεύει τα πόδια, άμμος που σου γρατζουνάει την πλάτη, αχτίδες του ήλιου που σου δαγκώνουν τα στήθη, αέρας που σου φυλάει τα σκέλια, μακροβούτι κάτω από σκέλια που σε σφίγγουν και σε πνίγουν απαλά, σώμα χωρίς νου που γνωρίζει τα πάντα. Πριν, σκέψου, δεν υπήρξες ή τέλος πάντων υπήρξες επειδή έπρεπε να υπάρχεις, έπρεπε να λες πως ήσουν εσύ που είσαι αυτό που δεν είσαι, αλλά όχι, όχι άστο, τίποτα τώρα, μη σκέφτεσαι τίποτα εδώ και τώρα, όχι άλλες σκέψεις. Οι σκέψεις σε βαραίνουν, δεν μπορείς να συγκεντρωθείς όταν σκέφτεσαι, φαίνεσαι μπερδεμένη επειδή σκέφτεσαι, το να σκέφτεσαι σημαίνει να λες όχι, η πολύ σκέψη τέλος πάντων τρώει τον αφέντη, σκέφτεσαι άρα δεν υπάρχεις. Εδώ φοράς τα ρούχα ανάποδα, γελάς όλη την ώρα και αναρωτιέσαι γιατί οι άλλοι γύρω σε κοιτούν περίεργα, χορεύεις στη μέση του δρόμου, φιλιέσαι μαζί του στις ράγες λίγο πριν περάσει το τρένο, ώριμα παιδιά παίζουν σοβαρές φάρσες. Τώρα μόνο ελαφρότητα πια, ακίνητο καράβι στο βάθος, ορίζοντας που αλλοιώνεται, ήλιος που βουτά και ξαναβγαίνει απ’ τη δύση του, χρόνος που σιγά σιγά διαλύεται, αφομοιώνεσαι απ’ το τοπίο, δυο ξεχασμένοι θαμμένοι αγκαλιά στην άμμο, μετά από μέρες μπορεί να σηκώσουν τα καπέλα και να μην βρουν κανέναν, μετά κανείς δεν ξέρει.
Φέτος οι βροχές ξεκίνησαν νωρίτερα από κάθε άλλοτε και σήμερα, γυρίζοντας από τη δουλειά, καθώς κοιτούσα τους ελαφρά ντυμένους ανθρώπους γύρω μου να τρέχουν να προστατευθούν από την ξαφνική μπόρα, σκέφτηκα πως όλοι αυτοί, ανυποψίαστοι τόσο καιρό στη θερινή τους ραθυμία, ταράχθηκαν όπως τα ψάρια στη γυάλα όταν τους αδειάζουν το νερό και την ίδια στιγμή μου πέρασε απ’ το νου πως ίσως κάποιοι από αυτούς να μου έριξαν ένα φευγαλέο βλέμμα απορίας καθώς με έβλεπαν να βαδίζω αργά χωρίς να με πειράζει η βροχή που έπεφτε συνέχεια πάνω μου. Κοιτώντας στον καθρέφτη καθώς έβαζα αντιρυτιδική κρέμα είδα το χλωμό μου πρόσωπο και τότε σκέφτηκα τους συναδέλφους μου στο γραφείο που με κοιτούσαν απορημένοι ρωτώντας με πως είναι δυνατόν να μην πήρα καθόλου χρώμα μετά τις διακοπές, όπως έκανα πάντα, και φαινόταν ότι μάλλον δεν πίστευαν πως πήγα στ’ αλήθεια στο νησί φέτος παρότι ήξεραν ότι μας άρεσε να πηγαίνουμε κάθε χρόνο εκεί, από εκείνο το καλοκαίρι που γνωριστήκαμε, και για αυτό φταίει το ότι δεν είχα καθόλου φωτογραφίες να τους δείξω καθώς πλέον δεν μας αρέσει να βγάζουμε. Προχθές που ήρθε να με επισκεφτεί η κουνιάδα μου, μου έδωσε κάποιες παλιές φωτογραφίες μας από διακοπές στο νησί που είχαμε πάει μαζί, εμείς κι εκείνη με τον άντρα της, και μου είπε ότι για μια στιγμή δεν μας αναγνώρισε- νόμιζε ότι μάλλον της είχαν δώσει μαζί κατά λάθος φωτογραφίες κάποιων άλλων ώσπου είδε τις φωτογραφίες όπου ήμασταν και οι τέσσερις και φώναξε γελώντας πως είναι χαζή που δεν μας αναγνώρισε- ενώ εγώ χαμογέλασα αμήχανα κοιτώντας μια φωτογραφία με δυο όμορφα, σχεδόν εφηβικά, μαυρισμένα πρόσωπα να κάνουν γκριμάτσες και σκέφτηκα πως όντως, αν κοιτούσα φευγαλέα, δύσκολα θα αναγνώριζα αυτή την κοπέλα και ακόμα πιο δύσκολα αυτόν τον νεαρό που όποτε γελούσε ένα λακάκι εμφανιζόταν στο δεξί του μάγουλο και τώρα η μόνιμη συστολή των χειλιών του προς τα κάτω το είχε πια εξαφανίσει.
Σήμερα ο ουρανός είναι και πάλι γκρίζος και όταν τον κοιτάζεις σκέφτεσαι ότι θα σκοτεινιάσει πρόωρα. Όμως, αν παρατηρήσεις καλύτερα, θα δεις ένα σημάδι αχνού φωτός που αγωνίζεται να ξετρυπώσει μέσα απ’ τα σύννεφα. Έξω στο δρόμο το χιόνι είναι ακόμα στρωμένο κάτω και σου φαίνεται πως θ’ αντέξει και για αυτή τη νύχτα ο χιονάνθρωπος που στέκεται στην είσοδο της απέναντι αυλής. Αυτός κάθεται, όπως πάντα χλομός και ασάλευτος, στη διπλανή πολυθρόνα και παρακολουθεί τις ειδήσεις. Ξαφνικά, καθώς τον κοιτάζεις σου φαίνεται και πάλι σαν αντανάκλαση αυτού του χιονάνθρωπου που δεν πρόλαβαν να του φτιάξουν το στόμα. Και μόλις κοιτάζεις πάλι έξω βλέπεις ότι ο χιονάνθρωπος λείπει και αυτός έχει πάρει τη θέση του. Τότε παραμένεις πίσω στη σκιά χωρίς να στρέψεις το βλέμμα σου προς τα έξω γιατί ξέρεις πως αν κοιτάξεις καλύτερα θα αναγνωρίσεις έναν δεύτερο χιονάνθρωπο να στέκεται πίσω από τον άλλον. Όμως φαίνεται πως ο ήλιος ετοιμάζεται να εξορμήσει και πάλι και να ρίξει για λίγο ένα δυνατό φως στην αυλή. Τώρα ξέρεις πως αν ανοίξεις την κουρτίνα θα δεις τους δυο χιονάνθρωπους να αρχίζουν να λιώνουν. Τότε, το φως θα πέσει πάνω στο πρόσωπο του, θα κοιτάξει για λίγο έξω και το βλέμμα του θα διασταυρωθεί με το δικό σου καθώς θα διαπιστώσει κι εκείνος πως οι χιονάνθρωποι αρχίζουν να λιώνουν. Όπως θα σε κοιτάζει, καθώς για λίγο ο ήλιος θα τον φωτίσει έντονα, θα θυμηθείς το πρόσωπο του εκείνο το καλοκαίρι που το νερό ήταν συνέχεια έτοιμο να εξατμιστεί. Αν τον αγγίξεις τώρα θα είναι ζεστός αλλά ξέρεις πως δεν θα μπορούσες να καταλάβεις πως τώρα είναι ζεστός αν πριν από λίγο δεν ήταν κρύος. Μετά από λίγο ο ήλιος κλείστηκε και πάλι πίσω από τα γκρίζα σύννεφα και σιγά σιγά άρχισε να σκοτεινιάζει. Αύριο ίσως επισκευάσουν και πάλι τους χιονάνθρωπους, όπως συνηθίζουν να κάνουν, μέχρι να περάσουν αυτές οι κρύες ημέρες.
“Λοιπόν, πως τα πάτε τώρα;”, την ρώτησε η κουνιάδα της. “Καλά, προτεραιότητα τώρα έχει το παιδί”, της απάντησε εκείνη. “Σίγουρα, όλα αλλάζουν με το παιδί”, της έκανε η κουνιάδα της κοιτώντας την κάπως διερευνητικά. Εκείνη της έγνεψε καταφατικά χωρίς να την κοιτάξει και ρούφηξε λίγο καφέ. Έπειτα συζήτησαν για τη νέα δίαιτα που ακολουθεί η κουνιάδα της και για το πως θέλει να αλλάξει τη διακόσμηση του σπιτιού της. Μετά από λίγο την αποχαιρέτισε και άρχισε να κάνει φασίνα. Καθώς σφουγγάριζε το σαλόνι, κοίταξε τριγύρω και σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα να επιχειρήσει κι εκείνη κάποιες αλλαγές στη διακόσμηση. Τότε τον είδε να μπαίνει. Σκέφτηκε να του το πει αλλά φαινόταν πολύ κουρασμένος. Μετά από λίγο ξάπλωσαν και καθώς εκείνη άρχισε να αποκοιμιέται ένιωσε το χέρι του να σφίγγει το στήθος της και τα δόντια του να δαγκώνουν το λαιμό της. “Τι σε έπιασε τώρα…;”, του είπε χαμογελώντας σαν να προσπαθούσε να κρύψει μια ενόχληση. “Δε ξέρω, έχουμε καιρό…”, της απάντησε συνεχίζοντας να τη σφίγγει πάνω του, “νυστάζεις;”. “Μμμ…”, του έκανε εκείνη. “Καλά, δε πειράζει…”, είπε αυτός κι αποτραβήχτηκε απότομα. Τότε εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα αναστενάζοντας, γύρισε στην πλευρά του αγκαλιάζοντας τον κι άρχισαν να φιλιούνται. Μόλις άρχισαν να γδύνονται, το κλάμα του μωρού απ’ το διπλανό δωμάτιο έφτασε στ’ αυτιά τους. “Πάω εγώ”, είπε εκείνη καθώς σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι με ένα αίσθημα ελαφράς ανακούφισης. Καθώς νανούριζε το μωρό πρόσεξε και πάλι πόσο πολύ μοιάζει σε εκείνον καθώς της χαμογελούσε και εκείνο το μικρό λακάκι σχηματίζοταν στο δεξί του μάγουλο. Το άφησε να αποκοιμηθεί και επέστρεψε στο δωμάτιο βγάζοντας βιαστικά τη ρόμπα της και ξαπλώνοντας στην αγκαλιά του. “Κοιμήθηκες;”, του είπε σιγανά ακούγοντας τον να αρχίζει να ροχαλίζει. Ήξερε πως πλέον ήταν αδύνατον να ξυπνήσει και έκλεισε τα μάτια της χαμογελώντας. Κάποτε θα της φαινόταν αδύνατον πως θα μπορούσε να συνηθίσει αυτό το βαρύ ροχαλητό σαν να ήταν νανούρισμα.