Η ουρά αναμονής στο Γραφείο Μεταθανάτιας Εργασίας ήταν ατελείωτη. Έστριβε σαν φίδι γύρω από τα αποστειρωμένα κολωνάκια, πέρναγε έξω από την δίφυλλη γυάλινη πόρτα, συνέχιζε στον μακρύ διάδρομο, κατέβαινε τα σκαλοπατάκια της κεντρικής εισόδου και κατέληγε στο ασφαλτωμένο προαύλιο. Αραιά και πού, όλο και κάποιος ξεφυσούσε ελπίζοντας πως ο άνθρωπος πίσω του θα συμφωνούσε σιωπηλά και θα μοιράζονταν το πολυπόθητο συνηθισμένο βλέμμα συμπόνιας. Τα βλέπεις; Τα βλέπω…
Ο Ανδρέας, όποτε κάποιος ξεσπούσε σε μονόλογο παραπόνων βρίζοντας το «σύστημα» χαμογελούσε λέγοντας στον εαυτό του ότι ίσως πρόκειται για πατριωτάκι. Η αλήθεια βέβαια ήταν ότι στον «Άλλο Κόσμο» δεν ξεχώριζες τις γλώσσες, όλοι φαίνονταν να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον. Ήταν σίγουρος, γιατί δεν είχε πάρει ούτε το πρώτο πτυχίο Αγγλικών όσες παντοφλιές κι αν είχε φάει από την κυρα-Αλέκα, όταν ήταν πιτσιρίκος. Και είχε προ πολλού ξεχάσει ό,τι του είχε μάθει ένα καλοκαίρι στην Κρήτη μια Γερμανίδα τουρίστρια από τα διπλανά δωμάτια. Τουλάχιστον ό,τι του είχε μάθει σε λέξεις… Αλλά εδώ συνεννοούταν με όλους.
Επίσης δεν είχε χρώμα η μεταθανάτια ζωή. Όλα του φαίνονταν ασπρόμαυρα ή με διάφορες εκφάνσεις του γκρίζου. Αναρωτιόταν συνέχεια, εάν ήταν αλήθεια ότι έτσι αντιλαμβάνονταν τον κόσμο οι σκύλοι και εάν ο Ηρακλής , ο ημίαιμος μπαγάσας που τον είχε ακολουθήσει σπίτι και τελικά έμεινε μαζί του τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του, τον έβλεπε πάντα γκριζωπό. Πρέπει να τον τρόμαζε συνέχεια τη χρονιά που είχε χωρίσει και έκανε να ξυριστεί επτά μήνες… «Α, ρε Γιώτα, δε φτάνει που μου ξερίζωσες την καρδιά, μου μπουρδούκλωσες και τον Ηρακλή…»
«Επόμενος,» είπε η κυρία πίσω από το γκισέ, με τα κοκάλινα γυαλιά και τον αυστηρό κότσο.
Ο Ανδρέας πλησίασε τον πάγκο διστακτικά. Η διπλανή της δεν εξυπηρετούσε προσωρινά, καθώς είχε γύρει πίσω στην καρέκλα της και καθάριζε φασολάκια σε μια λεκάνη στα πόδια της. «Δηλαδή… μάλλον φασολάκια,» σκέφτηκε ο Ανδρέας αφού σκούρα γκρι τα έβλεπε έτσι κι αλλιώς. Δεν έβγαλε κάποιο γρήγορο συμπέρασμα εδώ ο Ανδρέας περί εθνικότητας, αφού ένα από τα πράγματα που είχε πρωτομάθει αφού τον πάτησε η νταλίκα στην Εθνική Οδό, ήταν ότι, ενώ όλοι αυτοί οι άνθρωποι γύρω του από όλες τις γωνιές του πλανήτη, είχαν διαφορετικές απόψεις και κουλτούρα, είχαν ένα πράγμα κοινό: τις Δημόσιες Υπηρεσίες. Μπορεί να μην είχαν το ίδιο όνομα για αυτόν που έκανε κουμάντο εδώ πέρα αλλά την πολύωρη αναμονή στην ουρά την είχαν σίγουρη.
Η υπάλληλος μπροστά του διέκοψε τις σκέψεις του σφραγίζοντας με δύναμη το χαρτί και σπρώχνοντάς το προς το μέρος του. Μετά πάτησε το μεγάλο κουμπί στον πάγκο και άλλαξε το νούμερο στην ηλεκτρονική πινακίδα από πάνω της.
«Με συγχωρείτε, δεν πρόσεχα… Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Ανδρέας καθώς πλησίαζε ο επόμενος από πίσω του. Η στρογγυλή σφραγίδα έλεγε «Πρακτική: Χάρος – Περιοχή: Α.Γ. 20170601».
Η γυναίκα έδειξε με το χέρι της τη φιγούρα που τον περίμενε μερικά μέτρα πιο πέρα και απευθύνθηκε στον επόμενο μακαρίτη που ξεκίνησε να της λέει ότι είχε εμπειρία σε μαγειρείο, όταν είχε πάει φαντάρος. Ο Ανδρέας κοίταζε με γουρλωμένα μάτια μια την σφραγίδα στην αίτηση εργασίας του, μια την ψηλή μαυροφορεμένη φιγούρα με το δρεπάνι που στεκόταν μπροστά από ένα τραπέζι σιωπηλά και τον περίμενε. Πλησίασε και ξεκίνησε να συστήνεται με τρεμάμενη φωνή. Ο Χάρος, πριν προλάβει να τελειώσει, γύρισε στο τραπέζι και άρχισε να κοιτάζει τις ετικέτες στους γιακάδες του σωρού με τις διπλωμένες μαύρες κελεμπίες. Τράβηξε μία μεσαίου μεγέθους και προτάσσοντάς την προς τον Ανδρέα τον ρώτησε με τη βαριά απόκοσμη φωνή του τι μέγεθος παπούτσια φορούσε. Ο Ανδρέας, παγωμένος από την εξέλιξη αυτή, ψέλλισε το νούμερο του και σύντομα βρέθηκε να ακολουθεί τον Χάρο στο προαύλιο, με τη διπλωμένη κελεμπία, ένα ζευγάρι δερμάτινες αρβύλες και ένα μικρό δρεπάνι χειρός στην αγκαλιά. Ένα σούσουρο απλώθηκε στην ατελείωτη ουρά που περίμενε απ’ έξω. Γιαγιάδες τον κοιτούσαν αποδοκιμαστικά. Σχόλια για το ότι πρέπει να είχε κάποιον γνωστό στην ηγεσία έφτασαν μέχρι τα αυτιά του και δαγκώθηκε να μην γυρίσει να τους φωνάξει ότι ήταν όλοι τρελοί. Ήταν τώρα αυτό δουλειά; Να κάνει πρακτική με τον Χάρο;
«Με-με-με συγχωρείτε, κύριε Χάρε,» ξεκίνησε να λέει διστακτικά ο Ανδρέας καθώς ακολουθούσε τη σιωπηλή μαυροφορεμένη φιγούρα σε ένα ομιχλώδες ερημικό μονοπάτι.
«Λέγε με Τάκη.»
Ο Ανδρέας έπνιξε τα γέλια του, κάνοντας πως βήχει, καθαρίζοντας απανωτά το λαιμό του και σχολιάζοντας ότι του είχε κάτσει στο λαιμό κοκαλάκι από το μεσημεριανό.
Εκείνη τη στιγμή όμως συνάντησαν ένα παρόμοιο ζευγάρι σε ένα σταυροδρόμι, έναν αντίστοιχο «Χάρο» και δίπλα του μια νεαρή γυναίκα που κράταγε τη στολή και εκείνη στην αγκαλιά της και του έκανε ερωτήσεις.
«Είστε δύο Χάροι;» αναφώνησε έκπληκτη η κοπέλα καθώς απομακρύνονταν.
Ο Ανδρέας είχε την ίδια απορία αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει τον σιωπηλό συνοδοιπόρο του. Διέσχισαν ένα σκοτεινό δασάκι και έφτασαν μπροστά σε ένα γεφύρι δίχως να ανταλλάξουν κουβέντα. Στο δρόμο ο Ανδρέας είδε και άλλες μαυροφορεμένες φιγούρες με δρεπάνια και κατάλαβε ότι δεν ήταν τελικά κλειστό επάγγελμα. Ο Χάρος σταμάτησε, ξεδίπλωσε ένα πρόχειρο σημείωμα και κοίταξε γύρω του στην ερημιά σαν να έψαχνε κάποια διεύθυνση.
«Εδώ είμαστε. Λοιπόν, βάλε τη στολή και άκουσε με προσεκτικά,» είπε με τη βαριά άχρωμη φωνή του.
Ο Ανδρέας φόρεσε βιαστικά τα ρούχα καθώς ο Τάκης χτύπησε τρεις φορές το δρεπάνι του στη μέση του γεφυριού και μια πόρτα εμφανίστηκε μπροστά τους, μέσα από την πυκνή ομίχλη.
«Η αποθανούσα ονομάζεται Αναστασία. Μόλις έπεσε το σεσουάρ των μαλλιών στη μπανιέρα της και η καρδιά της σταμάτησε από την ηλεκτροπληξία. Είναι η πρώτη σου αποστολή. Βοήθησε την να περάσει στον Κάτω Κόσμο.»
«Αχά! Ώστε είμαστε στον Κάτω Κόσμο! Δεν μου το διευκρίνισε κανείς!» ξαφνιάστηκε ο Ανδρέας.
«Πάνω Κόσμο. Κάτω Κόσμο. Πες το όπως θες,» του έκοψε τον ενθουσιασμό ο Χάρος. «Στον Άλλο Κόσμο τέλος πάντων.»
Ο Ανδρέας, ακόμα αναστατωμένος που μάλλον ήταν στην Κόλαση τελικά, έσπρωξε διστακτικά την πόρτα και κοίταξε μέσα. Η ομίχλη και οι ατμοί του μπάνιου έγιναν ένα. Η κοπέλα με την πετσέτα τυλιγμένη στο κεφάλι ήταν ξαπλωμένη μέσα στη μπανιέρα κάτω από ένα παχύ στρώμα αφρού και άψογα βαμμένη έβγαζε φωτογραφίες με το κινητό της κάνοντας μορφασμούς και στέλνοντας φιλάκια στο φακό. Ανδρέας πλησίασε δειλά προσπαθώντας να μην την τρομάξει. Όμως λίγο πριν φτάσει δίπλα της σκόνταψε σε μια αναποδογυρισμένη γόβα και έβρισε. Η κοπέλα ανακάθισε τρομαγμένη και τον κοίταξε με το στόμα ανοικτό για μερικά δευτερόλεπτα πριν αρχίσει να στριγκλίζει. Ο Τάκης από την πόρτα ξεφύσησε και σταύρωσε τα χέρια.
«Ο-εμ-τζι! Ποιος είσαι εσύ;! Από πού μπήκες!»
«Ηρέμησε,» καθάρισε το λαιμό του ο Ανδρέας και προσπάθησε να μιμηθεί τη φωνή του Χάρου, «ήρθα… να σε πάρω, Αναστασία …»
«Κατ’ αρχάς, Στέισι! Κατά δεύτερον, σε βγάζω βίντεο ανώμαλε! Θα σε ανεβάσω τώρα παντού! Ρόμπα θα σε κάνω!» τον διέκοψε η κοπέλα με προτεταμένο το κινητό της τηλέφωνο.
«Ωχ όχι, μη!» φώναξε ο Ανδρέας κρύβοντας το πρόσωπο του με τα μακριά μανίκια της κελεμπίας και έτρεξε πανικόβλητος στον Τάκη, στο κατώφλι της πόρτας.
«Με έβγαλε βίντεο!»
«Τι λες βρε βλάκα! Πήγαινε πίσω και κάνε τη δουλειά σου. Τίποτα δεν έβγαλε.»
«Που το ξέρεις;!»
«Είναι νεκρή,» ξεφύσησε ο Χάρος.
«Α, ναι,» πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναγύρισε ντροπιασμένος προς την κοπέλα που καλούσε το εκατό, «κοίταξε, Αναστασία, ε Στέισι εννοώ… δεν με βγάζεις βίντεο και δεν θα απαντήσει κανείς στην κλήση σου…»
«Δεν το πιστεύω ότι δεν έχω σήμα! Άχρηστο! Άντε να βγει η επιδότηση! Μη με πλησιάζεις, κάνω power pilates!» τον απείλησε η Αναστασία από τη μπανιέρα πετώντας του ένα σφουγγάρι λούφα.
Ο Ανδρέας έσκυψε να αποφύγει το σφουγγάρι, καθώς και το νεσεσέρ που ακολούθησε, και παίρνοντας το πιο σοβαρό του ύφος έδειξε το σεσουάρ που επέπλεε στα πόδια της. Η Αναστασία πάγωσε, κοιτάζοντας μια εκείνον και μια το πιστολάκι. Έμεινε σιωπηλή για μερικά λεπτά και γύρισε προς τον Ανδρέα δακρυσμένη. Εκείνος κρατούσε την πετσέτα ανοικτή για να την τυλίξει προσπαθώντας να είναι διακριτικός.
«Προλαβαίνω ένα τελευταίο tweet; Hash tag Death;»
Εκείνη την στιγμή ο Ανδρέας έχασε την υπομονή του και βρίζοντας, την κάλυψε γρήγορα με την πετσέτα και την πέταξε πάνω στον ώμο του σαν τυλιγμένο χαλί. Η Στέισι φώναζε και κλωτσούσε καθώς περνούσαν το κατώφλι του Άλλου Κόσμου. Ο Τάκης, ακουμπισμένος νωχελικά στο γεφυράκι, έβγαλε το σημείωμα του και έσβησε με το μολυβάκι του το όνομα της.
«Πως τα πήγα;» μουρμούρισε ο Ανδρέας όταν ξαναβρέθηκαν στο μονοπάτι με το Χάρο και τη Στέισι να βγάζει selfie ξωπίσω τους.
«Ψέματα δεν θα σου πω,» απάντησε με σοβαρό ύφος ο Τάκης, «ίσως να θέλει λίγη δουλειά το φινάλε σου…»
Ο Ανδρέας χαμογέλασε στύβοντας την άκρη της βρεγμένης κελεμπίας του. Ίσως να είχε προοπτικές για καριέρα στη μεταθανάτια ζωή τελικά.
«Θα μου πεις αν είμαστε στον Πάνω ή στον Κάτω Κόσμο;» τόλμησε.
«Όχι.»
Έτσι το αταίριαστο μακάβριο δίδυμο συνέχισε το δρομολόγιο της ημέρας του με τη Στέισι να προσπαθεί να βρει σήμα στο κινητό σε κάθε γεφυράκι.