Τα σωληνάκια στην μύτη μου με ενοχλούσαν απερίγραπτα μετά από δύο μήνες. Και δυστυχώς ο χρόνος δεν έλεγε να περάσει. Ήταν σαν να βρισκόμουν παγιδευμένος να ζω την ίδια μέρα για χρόνια. Και ένα παιδί στα επτά του διψάει για περιπέτεια, να γνωρίσει τον κόσμο. Και εγώ βρισκόμουν κλεισμένος σε άσπρους τοίχους, με κολλημένο πάνω στον έναν το μέτρο σε σχέδιο καμηλοπάρδαλης, για να τους στολίζει. Μια άσκοπη προσπάθεια του νοσοκομείου να φαίνεται πιο φιλικό.
Ήταν μία από της χρονιές που η ασθένεια μου βρισκόταν σε έξαρση. Ποτέ δεν είχα αυταπάτες. Γνωρίζω πως θα πεθάνω νέος από αυτό. Απλά κάθε μέρα ελπίζω να μην είναι εκείνη που θα σταματήσω να αναπνέω. Τότε όμως νόμιζα πως έχω μια απλή και ιάσιμη αρρώστια. Κάτι σαν γρίπη.
Η μητέρα μου καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα μου και έπλεκε καλτσάκια για τον μικρό μου αδερφό που θα ερχόταν σε λίγο κοντά μας. Την παρατηρούσα να περνάει την κλωστή από την μύτη του τσιγκελιού χωρίς να καταλάβαινα τι ακριβώς έκανε.
Ασυναίσθητα πέρασα τα δάχτυλά μου σε μια τούφα μου. Την συγκεκριμένη την είχα αφήσει επίτηδες μακριά, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μαλλιά μου. Ήταν μια κίνηση που μου είχε μείνει από τότε που ήμουν μωρό, όταν ακόμα πιπιλούσα το δάχτυλο μου. Με ηρεμούσε από κάθε άγχος και φοβία.
Δίπλα μου υπήρχε ανέγγιχτο το φαγητό από το μεσημέρι. Ήταν μία από τις μέρες που αρνιόμουν να φάω οτιδήποτε παρείχε το νοσοκομείο. Αν και η κοιλιά μου γουργούριζε σαν γάτα που αναζητάει χάδια, ήμουν ανένδοτος. Ήμουν πεπεισμένος πως θα κέρδιζα την μάχη με το άνοστο κοτόπουλο.
Όσο κοίταζα το φαγητό με μίσος, η γαλάζια πόρτα χτύπησε με έναν ελαφρύ ήχο. Αυτόματα γυρίσαμε και οι δύο να δούμε ποιος ήταν. Όταν την είδα αμέσως η ανάσα μου κόπηκε.
Ένα κορίτσι μπήκε μέσα μαζί με την μητέρα της. Τα μαλλιά της ήταν μακριά και κόκκινα σαν τα χρώματα που παίρνει ο ουρανός όταν ο ήλιος δύει. Τα μάτια της μεγάλα και σμαραγδένια. Το πρόσωπό της γεμάτο φακίδες. Με κοίταξε ρίχνοντας απαλά το κεφάλι της προς τα δεξιά και μου χαμογέλασε δείχνοντας τα στραβά μπροστινά δόντια της. Ήταν ότι πιο όμορφο είχα δει στην ζωή μου.
“Καλησπέρα.” είπε η μητέρα της και άφησε ένα ροζ σακίδιο πάνω στο
κομοδίνο τους. “Είδες Χριστίνα; Θα έχεις παρέα.” της είπε την στιγμή που το κορίτσι ανέβηκε με ένα πήδο στο κρεβάτι της.
Η μητέρα της δεν έμοιαζε καθόλου με την δικιά μου. Ήταν γεματούλα με ξανθά κοντά μαλλιά και είχε τα ίδια μάτια με την κόρη της. Ενώ η δικιά μου ήταν πολύ λεπτή, σχεδόν κοκαλιάρα, ακόμα και έγκυος. Με μαύρα μακριά μαλλιά και καστανά μάτια.
“Μαίρη.” συστήθηκε η μητέρα μου δίνοντας το χέρι της στην γυναίκα. Εκείνη χαμογελαστή της ανταπέδωσε.
“Λένα χάρηκα. Και ο μικρός;”
“Δεν είμαι μικρός. Επτά χρονών είμαι.” απάντησα σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος μου. Εκείνη γέλασε, ενώ η Χριστίνα συνέχισε να με κοιτάζει χωρίς να μιλάει.
“Νικόλα!” με μάλωσε η μητέρα μου γουρλώνοντας τα μάτια της.
“Μην τον μαλώνετε, όλα τα παιδιά βιάζονται να μεγαλώσουν.” χαχάνισε η κυρία Λένα. Εκείνη την ημέρα δεν το γνώριζε καμία από τις δύο. Ούτε η μητέρα μου, ούτε η μητέρα της Χριστίνας, πως ήταν η αρχή μιας μακροχρόνιας και δυνατής φιλίας.
Δέκα χρόνια αργότερα…
“Νικόλα ξύπνα.” άκουσα μια μελωδική φωνή να με ξυπνάει από τον εφιάλτη μου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου το πρόσωπο της Χριστίνας ήταν σχεδόν κολλημένο στο δικό μου. Τα ξαναέκλεισα ξεφυσώντας.
“Πες μου πως δεν κάναμε σεξ.” την πείραξα και εκείνη πήρε με βία το μαξιλάρι μου και με χτύπησε. Της άρπαξα το μαξιλάρι και το πέταξα μακριά. Έπειτα την σήκωσα από πάνω μου και εκείνη τσίριξε χαμηλόφωνα για να μην ξυπνήσει τους γονείς μου. “Γιατί με ξυπνάς;”
Το να ερχόταν μέσα στην νύχτα η Χριστίνα είχε γίνει δεύτερη φύση της. Οι μητέρες μας είχαν ανταλλάξει αντικλείδια των σπιτιών μας. Οπότε οι νυχτερινές επισκέψεις ήταν μία από της συνήθειες μας πλέον, που οι γονείς μας της είχαν αποδεχτεί χωρίς να πουν κουβέντα.
“Χρόνια πολλά.” μου είπε βγάζοντας από την τσέπη της γκρι ζακέτα της ένα μικρό κουτάκι. Την είχα ακόμα στην αγκαλιά μου. Ήταν πολύ αδύνατη. Τον τελευταίο χρόνο μπαινοέβγαινε στα νοσοκομεία λόγω της κυστικής ίνωσης και είχε φτάσει σε σημείο να φαίνονται τα κόκκαλα της. Την άφησα απαλά στο κρεβάτι και πήρα το κουτί κοιτάζοντάς την πονηρά.
“Άλλη μια στροφή γύρω από τον ήλιο. Γιούπι.” της είπα σε μια προσπάθεια να δείξω πως είμαι άντρας και ότι δεν με νοιάζουν τέτοιες κινήσεις. Όμως ήξερε. Πως να μην ήξερε;
Έβγαλα το χρωματιστό περιτύλιγμα και το πέταξα στο πάτωμα, μουρμουρίζοντας κάποιο τραγούδι για να σπάσω την αμηχανία μου. Άνοιξα το κουτάκι και μέσα βρήκα ένα μπρελόκ. Στην άκρη του υπήρχε μια φωτογραφία με εμάς τους δύο. Ήταν η πρώτη που είχαμε βγάλει εκείνες της μέρες όταν είχαμε γνωριστεί στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Σ’αυτήν, εγώ είχα το κλασικό ύφος μου που έμοιαζε να μισώ τους πάντες ενώ εκείνης το πρόσωπό ήταν φωτεινό και χαμογελαστό με τα στραβά δοντάκια της, που πλέον τα είχε φτιάξει με σιδεράκια.
“Πού την βρήκες;” την ρώτησα χωρίς να καταλάβω πόση ώρα κοίταζα την φωτογραφία.
“Στο δωμάτιο μου, κάπου θαμμένη.” μου απάντησε και έφερε πίσω από τα αυτιά τα μαλλιά της. Έσκυψε να πάρει το μαξιλάρι μου για να αποφύγει το βλέμμα μου. Το τοποθέτησε στο κρεβάτι και έκανε την κίνηση να ξαπλώσει.
“Άντε έλα να κοιμηθούμε εορταζόμενε.”
Δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω. Άφησα το μπρελόκ στο κομοδίνο μου και ξάπλωσα δίπλα της. Πλέον είχαμε μεγαλώσει και το κρεβάτι δεν μας χωρούσε. Έπρεπε να την έχω αγκαλιά για να μην πέσει κανένας από τους δύο κάτω. Μύριζε φράουλα και βανίλια. Δύο μυρωδιές που τις έχω συνδέσει μαζί της.
“Πότε θα ξαναμπείς μέσα;” την ρώτησα και δημιουργήθηκε ένας κόμπος στον λαιμό μου. Γύρισε να με κοιτάξει. Τα πράσινα μάτια της λάμπανε μέσα στο σκοτάδι. Ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον που οι μύτες μας ενώνονταν.
“Θυμάσαι τότε που είχαμε πάει στο λούνα παρκ; Που οι γονείς μας μας είχαν πάρει μπαλόνια και μου ξέφυγε το δικό μου και επειδή έκλαιγα μου έδωσες το δικό σου;” μου είπε.
Ήξερα γιατί δεν μου είχε απαντήσει. Δεν ήθελε να το συζητήσει. Ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο μπορούσε να είναι ο εαυτός της ήμουν εγώ. Όλοι οι άλλοι την βλέπανε και την συμπεριφερόντουσαν σαν άρρωστη. Όπως και σε εμένα. Έτσι την άφησα να αλλάξει θέμα.
“Ναι, το θυμάμαι. Και μετά έχασες και το δικό μου.” της απάντησα και της χάιδεψα τα μαλλιά. Ήταν τόσο απαλά.
“Θα με πας ξανά στο Λούνα παρκ; Να μου πάρεις άλλο;” ήρθε λίγο ακόμα πιο κοντά μου.
“Φυσικά. Τι χρώμα θες;” ψιθύρισα. Ένιωθα πως ο κάθε ήχος θα χάλαγε τα πάντα. Όμως δεν μου απάντησε. Το μόνο που άκουγα ήταν η γρήγορη αναπνοή της. Ένδειξη πως την είχε πάρει ο ύπνος.
Λίγες μέρες αργότερα τα ξημερώματα χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού. Άνοιξα τα μάτια μου να δω τι ώρα ήταν. Τέσσερις το πρωί. Άκουγα την μητέρα μου να μιλάει στο χολ και κάποιος άνοιξε την πόρτα του δωματίου μου. Ήταν ο μικρός μου αδερφός. Έτρεξε κατευθείαν προς το μέρος μου και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Τον ρώτησα τι έγινε και εκείνος μου απάντησε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Η μητέρα μου έκλεισε το τηλέφωνο και μπήκε στο δωμάτιο κοιτάζοντας με. Μονάχα κοιτάζοντας με.
“Ποιος ήταν τέτοια ώρα;” την ρώτησα νυσταγμένος.
“Η Χριστίνα.” μου είπε απλά. Όμως δεν θυμάμαι να είδα τα χείλη της να κουνήθηκαν.
“Της έχω πει ότι θέλει να με παίρνει στο κινητό μου. Τι σου είπε;” της είπα
ξύνοντας το κεφάλι μου παραξενεμένος από την συμπεριφορά της Χριστίνας. Η απάντηση μου ήρθε όταν άρχισε η μητέρα μου να κλαίει με αναφιλητά.
“ Όχι.” είπα μόνο. Σηκώθηκα απότομα και άρχισα να ντύνομαι. Δεν ήξερα τι έβαζα πάνω μου. Έκλεψα τα κλειδιά του αυτοκινήτου του πατέρα μου και από πίσω μου άκουγα την μητέρα μου να ουρλιάζει το όνομα μου.
Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Σαν να θρηνούσαν και αυτοί μαζί μου. Δεν κατάλαβα πότε έφτασα στο σπίτι της. Δεν κατάλαβα πότε μπήκα μέσα και πως. Υπήρχε κόσμος. Γιατροί, νοσοκόμοι.
“Νικόλα.” ήρθε η μητέρα της και με αγκάλιασε κλαίγοντας. “Το κοριτσάκι μου έφυγε Νικόλα.” τραβούσε τα μαλλιά της και το βλέμμα της ήταν χαμένο, σαν ενός τρελού.
Μπήκα στο δωμάτιο της. Εκείνη την πόρτα την είχα περάσει πάρα πολλές φορές στην ζωή μου.
Ήταν εκεί, ξάπλωνε. Έμοιαζε σαν να κοιμόταν. Το μόνο που την μαρτυρούσε ήταν το λευκό δέρμα και τα μοβ χείλια της.
Για λίγο ανακουφίστηκα. Ήθελα να ουρλιάξω σε όλους να κάνουν ησυχία να μην την ξυπνήσουν. Γιατί απλά κοιμόταν. Απλά κοιμόταν.
Με τρεμάμενα χέρια την πλησίασα και ακούμπησα το κρύο της σώμα. Και απλά άρχισα να κλαίω.
Εκείνη την μέρα έχασα την καλύτερη μου φίλη.
Αν είχα το θάρρος τόσα χρόνια, θα της έλεγα το τι αισθανόμουν για εκείνη. Το πόσο πολύ την αγάπησα.
Λίγες μέρες αργότερα πήγα και άφησα δύο μπαλόνια στον τάφο της. Ένα κόκκινο σαν τα μαλλιά της και ένα πράσινο σαν τα μάτια της. Ένα για εκείνην και ένα για μένα.
“Και τώρα τι;” Ψιθύρισα…