Η Άννα είναι εθισμένη με το κινητό της, την συσκευή που δημιουργήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί από μακρινή απόσταση ανά πάσα ώρα και στιγμή κρατώντας το απλά στα χέρια του. Κάτι τέτοιο τέλος πάντων πρέπει να είχε στο μυαλό του ο Μάρτιν Κούπερ, όταν πραγματοποίσε την πρώτη κλήση στους δρόμους της Νέας Υόρκης το 1973. Πλεόν, σαράντα χρόνια μετά, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτές οι συσκευές θα αποκαλούνται «έξυπνες», θα συνδέονται στο ίντερνετ και θα μπορούν να φέρουν κοντά δύο άτομα που βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά αλλά και να απομακρύνουν τόσο πολύ δύο άτομα που κάθονται δίπλα- δίπλα.
Μία τέτοια συσκευή, λοιπόν, κρατάει συνεχώς στο χερί της και η Άννα. Από την στιγμή που ανοίγει τα μάτια της κάθε πρωί, όταν ακούει τον ήχο που κάνει το ξυπνητήρι του κινητού της. Στην συνέχεια το παίρνει μαζί της στο μπάνιο όπου πλένει το πρόσωπο της, βουρτσίζει τα δόντια της, βάφεται και φτιάχνει τα μαλλιά της. Επόμενος προορισμός είναι η κουζίνα για να προετοιμάσει το σημαντικότερο γεύμα της ημέρας όπως λένε, το πρωινό που αποτελείται από δημητριακά βρώμης και γάλα. Φυσικά τα δημητριακά περιέχουν σοκολάτα, το μόνο πράγμα που μπορεί να την κάνει τόσο άπληστη όπως παραδέχεται. Αφού ολοκληρώσει το πρωινό της, κοιτάει την ώρα στο κινητό που έχει αντικαταστήσει και το ρολόι της, τσεκάρει την εικόνα της στον καθρέφτη και φεύγει από το διαμέρισμα της για να πάει στην δουλειά.
Μόλις βγει στον δρόμο συνδέει τα ακουστικά στα αυτιά της για να ακούσει μουσική όσο περπατάει μέχρι να φτάσει στο σταθμό του μετρό, όπου κατεβαίνει τις σκάλες, μπαίνει στο βαγόνι και κάθεται στο κάθισμα που ελπίζει ότι θα βρει ελεύθερο. Σήμερα δίπλα της έχει ένα ηλικιωμένο άντρα, είναι Παρασκευή πρωί και μετακινείται με προορισμό το Κολωνάκι.
Η ημέρα κύλησε πολύ γρήγορα και το βράδυ έφτασε νωρίτερα από ότι περίμενε. Μετά από πολλές ώρες εργασίας η Άννα έχει επιστρέψει στο σπίτι, νιώθοντας εξουθενωμένη. Ο ερχομός όμως του σαββατοκύριακου με την προσμονή ότι θα τον συναντήσει, της δίνει ένα τόνο χαράς στην διάθεση της. Αφού έφαγε το βραδινό της και έκανε μπάνιο, τώρα είναι ξαπλωμένη στον καναπέ, έχει ανοίξει την τηλεοράση και στα χέρια της κρατάει την αγαπημένη της συσκευή, το κινητό της φυσικά.
Έχει συνδεθεί με το ίντερνετ και αποφασίζει να «χαζέψει» σε διάφορες σελίδες για να χαλαρώσει.
Θέλει με αυτό τον τρόπο να ξεγελάσει τον εαυτό της, ότι δεν ανυπομονούσε όλη μέρα να της στείλει μήνυμα ο Ορέστης. Όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν αλήθεια. Την καλησπέριζε κάθε μέρα, από την στιγμή που αποδέχτηκε το αίτημα φιλίας που της είχε στείλει στο facebook, πριν δύο εβδομάδες.
Αρχικά, τις πρώτες μέρες είχε κάποιους ενδιασμούς, όμως τελικά επικράτησε η περιέργεια της να μάθει ποιος είναι αυτός ο άγνωστος άντρας και πάτησε το κουμπί της αποδοχής. Άλλωστε δεν θυμόταν να έχει γνωρίσει κανένα Ορέστη. «Είναι απλά ένα αίτημα φιλίας στο facebook, δεν θα τον βάλω και στο σπίτι μου, δεν σημαίνει οτι θα γίνει και φίλος μου» είπε και πλεόν επικοινωνούν καθημερινά με μηνύματα. Έτσι και αλλιώς δεν είναι η πρώτη φορά που της μιλούν οι άγνωστοι «φίλοι» της στο facebook. Στον Ορέστη όμως ήταν η επιμόνη του να της στέλνει κάθε μέρα μηνύματα που την κέρδισε, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στο μυαλό της η εντύπωση ότι νοιάζεται και ενδιαφέρεται πραγματικά για εκείνη.
Στην αρχή ξεκίνησαν διστακτικά θέλοντας να γνωρίσει ο ένας τον άλλον. «Γειά σου, τι κάνεις», «θα κάνεις τίποτα σήμερα;», «πώς ήταν η μέρα σου στην δουλειά;» και άλλα τέτοια με σκοπό την δημιουργία οικειότητας. Το ιντερνετικό ραντεβού τους λάμβανε χώρα συνήθως τα βράδια.
Μέρα με την μέρα και έχοντας ανταλλάξει «βιογραφικά» και πληροφορίες που μαθαίνει συνήθως κανείς στην αρχή μιας νέας γνωριμίας, εμφανίστηκαν οι πρώτες ενδείξεις του φλερτ από την πλευρά του. Εκείνη απλά το δέχτηκε χωρίς κάποια ιδιαίτερη ανταπόκριση. Το κρατούσε σε κάποια όρια, που την έκαναν κυρίαρχο στο παιχνίδι τους. «Αν είσαι τόσο ωραία στις φωτογραφίες που βλέπω στο προφίλ σου, φαντάζομαι πόσο υπέροχη θα είσαι από κοντά» της έγραφε και πρόσθεσε «θέλω να σε δω από κοντά, να έρθεις σπίτι μου ή να πιούμε ένα ποτό έξω να μιλήσουμε, να σε γνωρίσω επιτέλους» κάτι που έδειχνε ότι τα πράγματα τείνουν να γίνουν πιο σοβαρά. Η τελευταία του πρόταση την βρήκε απροετοίμαστη αλλά την είχε βάλει σε σκέψεις. Δεν ήταν όμως σίγουρη αν μπορούσε να τον συναντήσει από κοντά. Δεν είναι ότι θέλει να αποκτήσει νέο σύντροφο απλά της άρεσε αυτό το «παιχνίδι» μεταξύ τους . Μέχρι εκεί το είχε σκεφτεί.
Καθώς περνούσαν οι μέρες και το διαδικτυακό φλερτ συνεχιζόταν, ο Ορέστης δεν φαινόταν να πτοείται από την επιφυλακτικότητα της.Μάλιστα με την συγκεκριμένη συμπεριφορά της, τον είχε κάνει να πεισμώσει και εκλάμβανε ότι πρέπει να συνεχίσει με ακόμη περισσότερο θάρρος και θράσος. Ήταν αποφασισμένος να την κυνηγήσει και να την φέρει κοντά του με οποιοδήποτε τρόπο μπορεί.
Από το ενδιαφέρον και την χαλαρή κουβέντα είχε καταλήξει στην ξεκάθαρη έκφραση της ερωτικής επιθυμίας του για εκείνη. «Φαντάζομαι τα χείλη μου στο σώμα σου» της έγραφε τα βράδια. Εκείνη, επειδή της αρέσει να παίζει τους άντρες, «άναβε» περισσότερο την κουβέντα τους.
Ήταν η πρώτη φορά εδώ και καιρό που παρατήρησε κάποια ερωτική έξαψη από άλλο άντρα, αναλογιζόταν η Άννα. Την έξαψη την νέας γνωριμίας χωρίς να χρειάζεται να εξηγεί ή να προσδιορίσει οτιδήποτε άλλο μέσα της. Αισθανόταν ιδιαίτερη, μοναδική. Ναι μοναδική. Αυτό ήταν. Αυτή την κατακόρυφη ένεση αυτοεκτίμησης που την νιώθεις να τρέχει στις φλέβες σου σαν ναρκωτικό έτοιμος να αφεθείς στην επήρεια του. Ακόμα και ο πιο ναρκισσιστής το έχει ανάγκη.
Το ασφυκτικό πρέσινγκ του Ορέστη είχε ρίξει και τις τελευταίες άμυνες της Άννας, με αποκορύφωμα την στιγμή που του έστειλε ότι θέλει να τον συναντήσει άμεσα. Το ραντεβού είχε κανονιστεί για τις εννιά το βράδυ στο σπίτι του. Την υποδέχτηκε θερμά και της πρόσφερε κρασί. Μετά από λίγα ποτήρια κρασί και αρκετή κουβέντα είχαν καταλήξει στο κρεβάτι του.Έκαναν σεξ κατά την διάρκεια της νύχτας μέχρι που την πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά του. Εκείνη την στιγμή το μυαλό της ήταν άδειο από σκέψεις, παραδομένη στην ηδονή που της πρόσφερε ο Ορέστης, απολαμβάνοντας το κάθε ερέθισμα πάνω στο κορμί της. Δεν της περνούσε από το μυαλό οτιδήποτε άλλο εκείνη την στιγμή.
Το επόμενο πρωί η Άννα άνοιξε απότομα τα μάτια της. Ήταν ξαπλωμένη. Κοίταξε διερευνητικά τον χώρο με τα συναισθήματα της να διαδέχεται το ένα το άλλο. Η απόλαυση και η ευχαρίστηση της ωραίας βραδιάς που είχε περάσει μαζί με την ενοχή και τον πανικό ότι ενδώσει στο κάλεσμα ενός άλλου άντρα που την είχε οδηγήσει στην προδοσία. Της πήρε λίγα δευτερόλεπτα να συνηδειτοποιήσει ότι ήταν στο σαλόνι του σπιτιού της. Πρέπει να την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ, όπως ασχολούταν με το κινητό της. Είχε δει σε όνειρο ότι απατούσε τον Νίκο με τον τύπο που της είχε στείλει μήνυμα πριν από μέρες. Την είχαν προσεγγίσει αρκετοί άντρες τον τελευταίο καιρό αλλά ποτέ δεν είχε απατήσει τον Νίκο στα τρία χρόνια της σχέση τους και δεν θα το έκανε ούτε τώρα. Όμως εκείνη την χρονική στιγμή κάτι είχε αλλάξει μέσα της. Έδειχνε σκεπτική.
Από την τηλεόραση ακουγόταν η γυναικεία φωνή της παρουσιάστριας μιας εκπομπής να λέει ότι η διαρκής σύγκρουση μέσα μας, της ζωής και του θανάτου, εξηγεί την δυσκολία του σημερινού ανθρώπου να νιώσει ικανοποίηση και πληρότητα. Πήρε το κινητό της,έκλεισε την τηλεόραση και πήγε στην κρεβατοκάμαρα της.