Την ιστορία που θα σας διηγηθώ σας παρακαλώ να την πιστέψετε για αληθινή. Όχι επειδή αφηγείται κάτι εξωπραγματικό ή απίστευτο, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί μόνο στα παραμύθια, όχι καθόλου. Το αντίθετο ακριβώς άλλωστε συμβαίνει, είναι γλυκιά και θλιβερή, γλυκόπικρη σαν τη ζωή. Σας παρακαλώ όμως να την πιστέψετε, γιατί είναι η ιστορία μιας αληθινής αγάπης. Τελειώνει με ένα Λαμπατέρ. Εγώ βρισκόμουνα εκεί όταν οι δυο τους προσπαθούσαν για ολόκληρα λεπτά να διαλέξουν τη σωστή του θέση στη σκηνή, σκυμμένοι από πάνω του, μιλώντας και χαμογελώντας, διαφωνώντας για να συμφωνήσουν τελικά. Αλλά προτρέχω όπως συνήθως και καλύτερα να πάρω τα πράγματα από την αρχή.
Ήταν η μουσική βραδιά πέντε καλλιτεχνών. Θα μοιράζονταν την ίδια σκηνή, αλλά θα παίζανε μόνοι τους, καθένας με τη σειρά του. Αυτό μου φάνηκε κάπως παράξενο στην αρχή που είδα την αφίσα κρεμασμένη σε μια γωνιά του δρόμου όπως γυρνούσα σπίτι απ’ τη δουλειά τυλιγμένος στο παλτό με τον αέρα να φυσάει στα μαλλιά μου. Σκέφτηκα ότι η ζωή είναι αρκετά μοναχική για να είσαι μόνος και στη μουσική. Αλλά πολλές φορές είναι αναπόφευκτο, φαντάζομαι θα συμφωνείτε.
Το απόγευμα έφτασε, είχα προγραμματίσει να πάω στο μπαρ κατά τις 8, να βρω κάποια καλή θέση γιατί η είσοδος ήταν δωρεάν και θα μάζευε αρκετό κόσμο. Ωστόσο ήταν νωρίς ακόμα για να ξεκινήσω και αργά για να κάνω κάτι άλλο και έτσι άρχισα να ψάχνω πληροφορίες στον υπολογιστή μου για τους πέντε μουσικούς. Οι τέσσερις ήταν άντρες, κιθαρίστες όλοι τους με καλές ή λιγότερο καλές φωνές, ο πέμπτος όμως ήταν γυναίκα, μια νεαρή πιανίστρια με γλυκιά αιθέρια φωνή που μελοποιούσε παιδικά παραμυθάκια που έγραφε η ίδια. Έβαλα να ακούσω μερικά και τα βρήκα αξιαγάπητα, δεν ήταν τόσο χαρούμενα όπως θα περίμενε κανείς, μάλλον μελαγχολικά θα τα έλεγα, νοσταλγικά με κάτι απροσδιόριστα δροσερό στο άκουσμά τους.
Ψάχνοντας το βιογραφικό της, είδα ότι είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με έναν από τους άντρες-μουσικούς εκείνης της βραδιάς, έψαξα για αυτόν και τον βρήκα, ήταν ένα παλικάρι με όμορφο καθαρό πρόσωπο, γαλάζια ευγενικά μάτια και ανοιχτά καστανά μαλλιά που είχε κυκλοφορήσει ένα δίσκο πριν από κάποια χρόνια και είχε πάρει καλές κριτικές από τα έντυπα της πόλης. Στο δίσκο αυτόν, τραγουδούσε μαζί του η κοπέλα με τα παραμύθια. Διάλεξα ένα τραγούδι, το έβαλα δυνατά και γέμισα ένα ποτήρι με κρασί. Ήταν όμορφο και πολύ μελωδικό, οι δυο φωνές τους μπλέκονταν μαζί στο ρεφραίν αρμονικά, η κιθάρα χτυπούσε γλυκά και ρυθμικά, τα πάντα έδεναν υπέροχα και γέμισαν την καρδιά μου με μια γλυκιά αίσθηση που είχα καιρό να αισθανθώ. Το τραγούδι εξιστορούσε την ιστορία μιας αγάπης: Πορσελάνινα πουλιά, γυάλινα χείλη, λευκά ψέματα, μάτια από αγάπη, οι λέξεις συνέθεταν έναν κόσμο ονειρικό.
Όταν τελείωσε το τραγούδι, στα προτεινόμενα ήταν ένα άλλο βιντεάκι με αυτούς τους δύο και ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Χριστούγεννα του 2009. Πριν από πολλά χρόνια, ίδια όμως εποχή, τότε που είχε κυκλοφορήσει το μουσικό διαμάντι τους. Το βίντεο τους έδειχνε να στέκονται δεξιά-αριστερά από ένα αστόλιστο ελατάκι περίπου στο ύψος των ώμων τους. Κοιτούσαν την κάμερα όσο πιο σοβαρά μπορούσαν στην αρχή και έπειτα το καρέ άλλαζε, τώρα έφερνε πότε ο ένας πότε ο άλλος τα στολίδια, που τα έπαιρναν από καλαθάκια που ήταν δίπλα τους, όταν ο ένας τοποθετούσε στο ελατάκι κάποιο απ’ αυτά, ερχόταν ο άλλος να το επιθεωρήσει, ίσως του άλλαζε ελάχιστα τη θέση, χαμογελούσε ευχαριστημένος και έφερνε το επόμενο, έπειτα σταδιακά η κάμερα γύριζε σε φαστ-φόργουαρντ και τα στολίδια σκέπαζαν το δέντρο, ενώ αυτοί κινούνταν σαν εργάτριες-μέλισσες στην κυψέλη. Στο τέλος το έλατο μεταμορφώθηκε σε ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δεντράκι και αυτοί στάθηκαν δεξιά-αριστερά ξανά όπως στην αρχή, χαμογελώντας. Το βίντεο τελείωνε και έπεφταν γράμματα που καλούσαν σε μια συναυλία τους, παραμονή Χριστουγέννων εκείνης της χρονιάς, σ’ ένα μπαράκι στα Πατήσια.
Έκλεισα τον υπολογιστή. Αυτοί οι δύο ήταν ζευγάρι τότε. Μη με ρωτήσετε πώς το ξέρω, γιατί δε θα μπορέσω να το εξηγήσω σωστά. Αν βλέπατε το βίντεο θα το καταλαβαίνατε και εσείς. Ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Και εκείνο το τραγούδι… υπήρχε τόση αγάπη εκεί μέσα! Τόση αγάπη, που διαπερνούσε τα ηχεία, διαπερνούσε την οθόνη του υπολογιστή. Και γι’ αυτό και η καρδιά μου είχε γεμίσει με αυτήν τη σπάνια γλυκιά αίσθηση ακούγοντάς το.
Φόρεσα το παλτό και έφυγα για τη συναυλία. Έφτασα πράγματι νωρίς, έπιασα μια καλή θέση στο μπαρ, είχα τη σκηνή λίγο στα αριστερά μου αλλά θα έβλεπα τα πάντα από εκεί. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται. Πρώτα είδα την κοπέλα, το πιάνο της ήταν ήδη στημένο στη σκηνή και εκείνη καθόταν σε ένα τραπεζάκι και μιλούσε με έναν ψηλό άντρα. Σε κάποια στιγμή αυτός έσκυψε και την φίλησε στο μάγουλο. Εκείνη είχε πιάσει τα μαλλιά της πίσω με έναν τρόπο πολύ όμορφο, έδειχνε ελαφρώς αναψοκοκκινισμένη, ίσως από το τρακ, τα μάγουλά της ήταν ροδοκόκκινα. Σκέφτηκα ότι δεν είχε αλλάξει πολύ από το 2009, όμως τώρα πια έπαιζε μόνη της και ήταν με άλλον άντρα.
Εναγωνίως αναζήτησα τον άντρα-μουσικό, αλλά δεν είχε έρθει ακόμα. Παρήγγειλα μια μπύρα και κάθισα να περιμένω με υπομονή. Όταν η πόρτα άνοιξε και αυτός μπήκε κουβαλώντας την κιθάρα στην πλάτη, σκέφτηκα πόσο διαφορετικός έδειχνε σε σχέση με το παρελθόν. Το αγόρι είχε γίνει άντρας, τα μάγουλα του τα χάρασσαν βαθιές σκοτεινές γραμμές, είχε αδυνατίσει και έδειχνε κάπως πιο αγριωπός. Όμως δεν είχε χάσει το ευγενικό του βλέμμα. Μπήκε, χαιρέτισε δύο γνωστούς και έπειτα έγνεψε από μακριά σε εκείνη. Του έγνεψε και αυτή.
Το βρήκα απολύτως λογικό που απέφευγαν ο ένας τον άλλο. Γιατί μπορεί εσείς να το αμφισβητήσετε, να πείτε ότι αυτά τα γιατρεύει με τον καιρό ο χρόνος, ότι οι νεανικές αγάπες είναι για να ξεπερνιούνται, αλλά εγώ θα σας πω το αντίθετο ακριβώς. Ότι η αληθινή αγάπη είναι παντοτινή. Και ότι αποτυπώνεται ανεξίτηλα μέσα στις ψυχές ανθρώπων που είχαν την τύχη να την αισθανθούν. Και εξάλλου στα θέματα αυτά είμαι σοφός και θα μου επιτρέψετε να ξέρω κάτι παραπάνω. Άλλωστε όλα αυτά αποδείχτηκαν με τη βοήθεια του Λαμπατέρ.
Γιατί μετά την πρώτη αμήχανη σιωπή και το νωθρό χαιρετισμό τους, έγινε κάτι που τους έφερε κοντά. Η κοπέλα-μουσικός πλησίασε στο μπαρ, ζήτησε κάτι και ο σερβιτόρος εξαφανίστηκε πίσω από την κουρτίνα και επέστρεψε με ένα λαμπατέρ, ένα μικρό κοινό επιτραπέζιο λαμπατέρ από αυτά που έχουν σχήμα κόλουρου κώνου και υφασμάτινη υφή. Αυτή το πήρε, πλησίασε στη σκηνή και το τοποθέτησε σ’ ένα τραπεζάκι εκεί κοντά, το άναψε και εξέτασε το αποτέλεσμα στο φωτισμό. Η σκηνή ήταν πράγματι υποφωτισμένη και το λαμπατέρ προσέθετε μια γλυκιά φωτεινή νότα στο αριστερό άκρο.
Και τότε την πλησίασε το αγόρι-μουσικός. Έσκυψε και της είπε κάτι, και αυτή του απάντησε κάτι άλλο χαμογελώντας, πήρε το λαμπατέρ και το έβαλε στο πάτωμα πιο κεντρικά, αλλά εκεί χανόταν το φως και τότε εκείνος πήγε και κουβάλησε ένα σκαμπό από το μπαρ και το τοποθέτησε δίπλα στο πιάνο, έσβησε το λαμπατέρ, το έβγαλε από την πρίζα, μετακίνησε το καλώδιο ώστε να φτάνει μέχρι το σκαμπό, έβαλε πάνω του το λαμπατέρ, εκείνη απομακρύνθηκε λίγο και του πρότεινε να το βάλει λίγο πιο δεξιά, ήρθε ξανά κοντά του και του έδειξε που ακριβώς, έπειτα εκείνος το κεντράρισε στο σκαμπό και έλεγξε ότι δεν κινδύνευε να πέσει, στο τέλος το άναψαν ξανά και έδειξαν να μένουν ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα.
Και έπειτα κάτι της μουρμούρισε αυτός, κάτι του αποκρίθηκε αυτή και καθώς το λαμπατέρ γινόταν το νέο χριστουγεννιάτικο δέντρο τους, το νέο παιχνίδι που τους έφερνε κοντά, τα συναισθήματα που είχαν ο ένας για τον άλλο ανάβλυσαν ξανά. Και έλιωσαν τα χιόνια που τα σκέπαζαν για όλα αυτά τα χρόνια και σκέφτηκαν ότι η ζωή είναι αρκετά μοναχική για να είσαι μόνος και στη μουσική, και ότι η αληθινή αγάπη υπερβολικά σπάνια για να της δραπετεύεις. Στάθηκαν για λίγο δίπλα-δίπλα κοιτάζοντας το αναμμένο λαμπατέρ, και εγώ ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν, γιατί αισθάνθηκα αυτό που αισθάνθηκαν και αυτοί.
Η συναυλία άργησε λίγο να αρχίσει εκείνη τη βραδιά. Έπαιξαν και οι πέντε μουσικοί. Μόνος του ο καθένας, με τη σειρά. Γιατί δυστυχώς, η ιστορία μου είναι πέρα για πέρα αληθινή, όπως σας το υποσχέθηκα. Γλυκόπικρη σαν την καταραμένη τη ζωή.