“Μαμά, δες!” της Άννας Φλογερά

Ημέρα 1η

 

«Τι ωραία που φαίνεται η θάλασσα από εδώ; Θαρρώ ότι αν ο Θεός μου έδινε την επιλογή να υποδείξω τον τρόπο που θα ήθελα να πετάξει η ψυχή μου στην αγκαλιά του, θα ήταν εδώ ακριβώς: στην πλώρη αυτού του καραβιού με εμάς τυλιγμένες στην γαλαζοπορφυρή μπάλα που έπλασε ο ίδιος χιλιάδες χρόνια πριν… Το σούρουπο έχει μετατρέψει τον ουρανό και την θάλασσα σε έναν καμβά με τα ωραιότερα χρώματα και εγώ σαν κριτικός τέχνης μαγεμένη δυσκολεύομαι να ντύσω την χαρά μου με λέξεις και τα συναισθήματα μου με λογική. Αδυνατώ να ξεχωρίσω που τελειώνει το νερό και που αρχίζει το πέπλο του…Τα λόγια μοιάζουν φτερά σε μαγεμένα πουλιά που αρμενίζουν στον θεϊκό καθρέπτη…Μαμά δες! Ένα δελφίνι! Δες Μαμά πως γυαλίζει και πώς κάνει βουτ…»

 

Εκκωφαντικός ήχος και ένα άσχημο φως να μου τρυπά κατευθείαν τα μάτια. Πάλι χάλασε το παράθυρο και ο αέρας το κάνει να χτυπά λες και κάποιος αποφάσισε να καρφώσει με το πιο δυνατό σφυρί όλα τα καρφιά του κόσμου.

Advertising

Advertisements
Ad 14

 

Κουκουλώνομαι με την κουβέρτα και προσπαθώ απεγνωσμένα να επανέλθω στον ονειρικό μου παράδεισο. Κι άλλος ήχος. Πιο ήσυχος. Με διακοπές και ενοχλητικός. Λες και πολλά μικρά σφυράκια χτυπούν. Τρίζουν τα δόντια μου. Το αεράκι εδώ δεν είναι ζεστό όπως το όνειρο και η κουβέρτα χιλιοτρυπημένη και λιωμένη από την χρήση, θαρρεί κανείς πως θα θρυμματιστεί αν την μετακινήσω απότομα..

 

«Ρενάτα, αγάπη μου, σήκω θα αργήσεις για το σχολείο. πρέπει να πάω στην δουλειά… Σήμερα μάλλον δεν θα σε δω όταν γυρίσεις, περιμένει κόσμο η κυρία Συρμενίδου και θέλει να καθαρίσουμε όλο το οροφοδιαμέρισμα… Σ’ αγαπώ πολύ γλυκιά μου! Να προσέχεις ! Καλό μάθημα!»

 

Ακόμα χωμένη σε μαξιλάρια και κουρέλια με τα μαλλιά στο πρόσωπο μπλεγμένα, την ακούω και χαμογελάω. Πάντα με παραξένευε αυτή η συνήθεια της μαμάς μου. Όταν ήταν να φύγει, πάντα μιλούσε γρήγορα και χαμηλόφωνα αραδιάζοντας όλους τους λόγους που θα λείπει, όπως όταν μας φωνάζει η διευθύντρια για να απολογηθούμε για την ζημία στην τάξη και η φωνή μας τρέμει από λύπη και μετάνοια.

Διαβάστε επίσης  "Το Μηχανάκι" της Γεωργίας Μαμά

 

Στο τραπέζι ήταν ήδη έτοιμο το άλλοτε καθιερωμένο, απλώς μειωμένο. Θυμάμαι κάποτε έτρωγα πρωινό μαζί της και γκρίνιαζα πως δεν θέλω άλλο γάλα και τοστ και μαρμελάδα και κρουασάν και χυμό , γιατί θα σκάσω και εκείνη έλεγε πως δεν θα μεγαλώσω, αν δεν τα φάω όλα. Φαίνεται, πλέον, πως ίσως μεγάλωσα αρκετά, γιατί στο τραπεζάκι υπάρχει μόνο μισό φλιτζάνι γάλα και μια φρυγανισμένη φέτα του τοστ.

Advertising

 

Πάλι χασομέρησα κοιτώντας ηλιαχτίδες από τις σπασμένες γρίλιες. Θα χάσω την πρώτη ώρα Αρχαία και ποιος την ακούει την φιλόλογο μετά. Τρέχω !

 

Ημέρα 2η

 

Σήμερα δεν περιγράφεται η χαρά μου! Τα έκανα όλα σωστά και όλα πήγαν τέλεια σε αυτό το διαγώνισμα. Ούτε που ξέρω πως έφτασα στο σπίτι, λες και πέταξα. Πάλι δεν βρίσκω τα κλειδιά μου και δυσανασχετώ απελπισμένη. Τι αφηρημένη που είμαι! Πετάω την τσάντα και τρέχω να φτιάξω το τραπέζι με τα «επίσημα μας», όπως λέει κοροϊδευτικά η μαμά. Θα βάλω το λευκό το τραπεζομάντιλο με εκείνα τα κόκκινα λουλούδια, που είχε δώσει η γιαγιά στην μαμά λίγο πριν φύγει από την Αλβανία και εκείνη το πρόσεχε σαν τα μάτια της, λες και αυτά τα λουλούδια δεν ήταν κεντημένα με κλωστές αλλά με χιλιάδες αναμνήσεις. Έψαξα και έβαλα και τα καλά μας τα ποτήρια. Πότε μου δεν κατάλαβα τι διαφορετικό είχαν αυτά τα δύο συγκεκριμένα ποτήρια από τα άλλα τρία που είχαμε. Πάντως η μαμά τα πρόσεχε πολύ και μικρή νόμιζα ότι θα την έπιανε καρδιακή προσβολή όταν πήγαιναν να μου γλιστρήσουν. Και τα δύο λευκά πιάτα και….έτοιμο!

 

Λες και κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα με ένα χαμόγελο ίσως και πίσω από τα αυτιά περιμένω καρτερικά χτυπώντας νευρικά το πόδι μου στο τσιμέντο για να ζεσταθώ και να μην τρέμω. Η πόρτα ανοίγει! «Μαμά! Μαμά! Δεν θα πιστέψεις τι έγινε σήμερα!!». Περίεργο… η μαμά με αγκαλιάζει σφιχτά και δεν μιλάει. Μόνο όταν είναι στεναχωρημένη το κάνει αυτό.

Διαβάστε επίσης  "Τελευταία έξοδος" της Γεωργίας Μαμά
Advertising

«Μαμά, είσαι καλά;» Με κοιτάει σχεδόν δακρυσμένη και σκύβει το κεφάλι.. « Από ό,τι φαίνεται της κυρίας Συρμενίδου δεν της φαίνεται καλό το καθάρισμα των χεριών Αλβάνεζας, όπως είπε, αρκετά μας έθρεψαν και τους φάγαμε τις δουλειές και το ψωμί τους. Να γυρίσουμε πίσω, λέει, εδώ θα είμαστε πάντα ξένοι»

 

Έμεινα σιωπηλή. Νομίζω ότι άκουσα ξανά έναν εκκωφαντικό ήχο, μα αυτή την φορά ήταν η χαρά μου που έσπαγε σαν γυαλί. «Θα είμαστε πάντα ξένοι…» Μα εγώ εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, την Ελλάδα λογίζω μάνα μου πατρίδα.. Στις 25 Μαρτίου στην γιορτή του σχολείου με ποιήματα Ελλήνων την ύμνησα. Στο ίδιο μέρος που σήμερα η φιλόλογος μου είπε πως έγραψα την καλύτερη έκθεση και πως είμαι το καμάρι της… Εγώ ξέρω να καταλαβαίνω τα Αρχαία.  Ξέρω ποιοι και πως έφτασαν αυτήν την χώρα εδώ. Έμαθα για τον Πλάτωνα, ξέρω ποιος είναι ο Ξένιος Δίας, πλημμύρισε δέος η ψυχή μου μπροστά στον Παρθενώνα. Σε αυτά τα χώματα μεγάλωσα, έπαιξα, γέλασα, έκλαψα. Σε αυτή την γη έχω το σπίτι μου. Αυτή την γλώσσα ξέρω, αυτούς τους ανθρώπους φωνάζω φίλους μου. Αυτόν τον ήλιο αντικρίζω και αυτή η βροχή με χτυπά με τις βαριές της ψιχάλες της πριν συρθεί στα πάτρια εδάφη εκείνων που μας ονομάζουν ξένους. Έτσι είναι οι ξένοι, μαμά; Έτσι νιώθουν οι ξένοι, μαμά; Γιατί εμένα είναι το σπίτι μου εδώ και νιώθω πιο Ελληνίδα από την κυρία Συρμενιδου, μαμά! Τιμώ τους προγόνους της περισσότερο από εκείνη μαμά! Τιμώ την Ελλάδα μου περισσότερο από όλους, μαμά! Δεν την πουλώ ,όπως η κυβερνηση μας, για να είσαι εσύ χωρίς δουλειά και να σε κατηγορούν ότι τρως το ψωμί τους , ενώ εσύ παλεύεις γι αυτό , μαμά! Αν είναι έτσι ο κόσμος, θέλω να είμαι μια ξένη, μαμά !

 

Εκείνη η φλέβα στο μέτωπο μου άρχισε να χτυπάει. Γνωστό εφαλτήριο του θυμού μου αυτά τα καρδιοχτύπια. Η μαμά μου συνέχισε με την φωνή κομματιασμένη και πνιγμένη σε λυγμούς « δεν μου έδωσε καν μισθό και μας έκοψαν το ρεύμα… φάε εσύ το κολατσιό μου, αγάπη μου…». Γυρνάω απορημένη και την κοιτάω: «Εσύ μαμά;». Με φιλάει: «μην σε νοιάζει για μένα…»

Διαβάστε επίσης  "Η ζωγραφιά" του Γιάννη Αδελιανάκη

 

Ημέρα 3η

Advertising

 

Το κρύο είναι τσουχτερό. Η γειτόνισσα είπε στην μαμά μου πως ίσως χιονίσει το βράδυ. Στριμωγμένες γύρω από ένα κερί πασχίζουμε να ζεσταθούμε και να διαβάσω, μα το τρέμουλο στα χέρια μου δεν με αφήνει ούτε την σελίδα να κρατήσω. Φεύγει από τα χέρια μου, μαμά.

 

Η μόνη λύση είναι να φέρουμε το μαγκάλι και να κάψουμε τα τελευταία ξύλα. « Μια νύχτα είναι, θα περάσει», μου λέει και ανάβει την φωτιά. Το μαγκάλι είναι τοποθετημένο μεγαλοπρεπώς στο σαλόνι μας και εμείς στον καναπέ ζεσταίνουμε τα απλωμένα χέρια μας. « Η κυρία Συρμενίδου θα το ζήλευε το τζάκι μας, Ρενάτα!» είπε και γελάσαμε και οι δύο.

 

Ένα χνουδάκι περιφερόταν στον χώρο. Έμεινα να το κοιτώ μαγεμένη. Θα μου πεις, τι μαγευτικό μπορεί να έχει ένα περιπλανώμενο χνουδάκι. Θα σου πω πόσο ζηλεύω την ανεμελιά του και το πως πετάει στο δωμάτιο σε ανεξήγητες κατευθύνσεις. Φαντάζομαι πως έτσι θα είναι και η ψυχή του ανθρώπου, όταν αποχωρίζεται από το σώμα και πάει προς τον ουρανό. Ελαφριά, ανέμελη, σχεδόν μαγική και κυρίως ευτυχισμένη.

 

Δεν μιλήσαμε πολύ αυτό το βράδυ με την μαμά, απλώς κοιτούσαμε την φωτιά και τα σχήματα της φλόγας της. Το πρωί μας βρήκε αγκαλιασμένες δίπλα στην φωτιά.

Advertising

 

Ημέρα τελευταία

 

Πρωτοσέλιδο Εφημερίδας:

« ΤΡΑΓΩΔΊΑ στην Πάτρα : Νεκρές μητέρα και κόρη από αναθυμιάσεις μαγκαλιού σε εγκαταλελειμμένη πολυκατοικία»

 

Η μαμά μου γελάει και μοιάζει τόσο όμορφη με τον ήλιο να της χαϊδεύει τα πράσινα της μάτια. « Μην πας τόσο άκρη στην πλώρη Ρενάτα, θα πέσεις!» . Τρέχω στην αγκαλιά της « Μαμά, κοίτα πως γυαλίζουν τα δελφίνια και κάνουν βουτιές, λες να μπορέσω και εγώ κάποτε να μάθω να κολυμπάω τόσο καλά;». Χαμογελά και φιλά στο μέτωπο: « Όλα τα μπορείς εσύ , αγάπη μου».

Advertising

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Κρουαζιέρες με καζίνο στη Μεσόγειο: Τι προσφέρουν στους Έλληνες τουρίστες

Μια εναλλακτική μορφή τουρισμού που κερδίζει το ενδιαφέρον όλο και

ΔΕΠΥ και επιδράσεις φαρμάκων

ΔΕΠΥ και επιδράσεις φαρμάκων Το παρόν άρθρο με τίτλο ΔΕΠΥ