Κάποιος με παρακολουθούσε. Ένιωθα από ώρα αυτή τη γνώριμη ανατριχίλα στην πλάτη μου, σαν να με διαπερνούσε ένα κρύο ρεύμα. Ύψωσα το βλέμμα μου από το μισογεμάτο πιάτο μου και κοίταξα γύρω μου. Ήμουν μόνος με τη σερβιτόρα, η οποία χάζευε στο κινητό της, περιμένοντας πότε θα σηκωνόμουν για να καθαρίσει το τελευταίο βρώμικο τραπέζι της βάρδιας της.
Έβηξα δυνατά. Η μόνη απάντηση που πήρα ήταν η ηχώ της ίδιας της φωνής μου, που αντιλάλησε παραμορφωμένη στο άδειο εστιατόριο. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο ρολόι τοίχου στα δεξιά μου. Έντεκα και πενήντα πέντε. Το εστιατόριο έκλεινε σε λιγότερο από πέντε λεπτά, και εγώ δεν είχα τελειώσει καν το κυρίως. Χαμήλωσα ξανά το βλέμμα μου στο πιάτο μου. Το κρέας ήταν άγευστο, αδιάφορο, σαν αυτή την πόλη.
Να το πάλι. Αυτό το μούδιασμα στην πλάτη. Τινάχτηκα. Ήμουν σίγουρος ότι κάποιος με παρακολουθούσε, και είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου. Η σερβιτόρα είχε στρέψει την πλάτη της προς το μέρος μου.
Ωραία, σκέφτηκα, και να ήθελα να ζητήσω κάτι, τώρα δε μπορεί να με δει καν. Ξενοδοχείο 5 αστέρων σου λέει. Δε μου έκανε καθόλου εντύπωση που το εστιατόριο ήταν άδειο, αν και Παρασκευή βράδυ. Παρόλο που ήταν μικρή πόλη, μάλλον είχε να προσφέρει καλύτερες επιλογές. Αύριο θα δειπνούσα κάπου αλλού.
Άφησα το πιρούνι μου κάτω. Δεν ήξερα αν ήταν η δυσαρέσκεια, ή αυτό το επίμονο συναίσθημα ότι δεν ήμουν μόνος, αλλά μου είχε κοπεί η όρεξη. Έσπρωξα το πιάτο μακριά, και ήπια μια γουλιά κρασί για να καθαρίσω τον ουρανίσκο μου.
«Καληνύχτα,» χαιρέτησα τη σερβιτόρα, περνώντας από μπροστά της. Μου απάντησε με ένα νεύμα, και μόλις απομακρύνθηκα, έτρεξε να καθαρίσει το τραπέζι. Της έριξα μια ματιά, σκεφτόμενος ότι ίσως να είχε μεγαλύτερη επιτυχία στη δουλειά της αν έδειχνε την ίδια προθυμία να εξυπηρετήσει τους πελάτες της.
Καθώς την κοίταζα, κάτι μου τράβηξε την προσοχή. Μια λεπτομέρεια που δεν είχα προσέξει όταν μπήκα στο εστιατόριο. Στον τοίχο πίσω από το κάθισμα μου ήταν κρεμασμένη μια μάσκα, παρόμοια με αυτές του αρχαίου θεάτρου. Το στόμα της ήταν παραμορφωμένο και τα μάτια της δύο άδειες τρύπες που απεικόνιζαν το κενό. Μια ανατριχίλα με διαπέρασε, σαν να αντίκριζα κάτι το απόκοσμο.
Απομακρύνθηκα γρήγορα, λες και ήθελα να της ξεφύγω. Μόλις έφτασα στο lobby, εξέπνευσα δυνατά ανακουφισμένος.
«Δύσκολη μέρα;» άκουσα μια φωνή δίπλα μου. Πετάχτηκα ξαφνιασμένος. Ήταν ένας άντρας, με παλιομοδίτικο κουστούμι και καπέλο, σαν να είχε βγει από τη δεκαετία του ΄50.
«Όχι,» του απάντησα κοφτά, «όχι ακριβώς.»
«Μοιάζεις σαν να χρειάζεσαι ένα ποτό,» πρότεινε, χαμογελώντας, σαν ηθοποιός του Hollywood.
«Ύπνο χρειάζομαι,» του είπα, και ξαφνικά μου πέρασε η ιδέα ότι μπορεί να ονειρευόμουν. Ίσως να με είχε πάρει ο ύπνος στο τρένο προς την κωμόπολη. Για μια στιγμή, ήθελα να τσιμπήσω το μπράτσο μου για να ξυπνήσω, αλλά μετά απόδιωξα την ιδέα. Οι μεγάλοι άντρες δεν τα κάνουν αυτά.
«Όπως νομίζεις. Πάντως,» χαμήλωσε συνωμοτικά τη φωνή του, «ξέρω ένα μπαρ που το γνωρίζουν λίγοι. Σου ορκίζομαι ότι σερβίρει το πιο δυνατό ουίσκι που έχεις δοκιμάσει ποτέ. Τοπική παραγωγή, δεν το βρίσκεις πουθενά αλλού.»
Ίσως να μην ήταν τόσο κακή ιδέα. Το κρασί του ξενοδοχείου ήταν νερωμένο, και είχα καιρό να απολαύσω ένα δυνατό ποτό. Εξάλλου, δεν έπιανα δουλειά παρά αργά το επόμενο πρωί. Δικαιούμουν ένα διάλειμμα.
Ο ξένος με κοίταξε, και σαν να διάβασε το μυαλό μου, διέσχισε το lobby προς την έξοδο. Όταν με χτύπησε ο κρύος φθινοπωρινός αέρας, ένιωσα λίγο καλύτερα. Αυτό το ξενοδοχείο είχε κάτι το απόκοσμο, σαν να μην ανέπνεες φρέσκο αέρα, αλλά υπολείμματα οξυγόνου μιας άλλης δεκαετίας.
«Είσαι καινούριος εδώ,» μου είπε, χωρίς τόνο ερώτησης στη φωνή του.
«Ναι, πρώτη φορά,» και τελευταία, σκέφτηκα σιγανά, «Εσύ φαντάζομαι όχι.»
Χαμογέλασε αινιγματικά, αλλά δεν απάντησε τίποτα, οδηγώντας με μέσα από στενά σκοτεινά σοκάκια, όπου οι ψηλές λάμπες ίσα που φώτιζαν το έδαφος γύρω τους. Έμοιαζε να ξέρει καλά το δρόμο. Μετά από μερικά λεπτά, φτάσαμε σε ένα καταγώγι χωρίς ταμπέλα.
«Τέτοια μέρη συχνά είναι εξαίσια, ή απλά άθλια,» του είπα, προσπαθώντας να ανοίξω συζήτηση.
«Ελπίζω να σε πείσω για το πρώτο,» μου απάντησε, σπρώχνοντας τη βαριά ξύλινη πόρτα η οποία ανήκε στον προηγούμενο αιώνα.
Η ατμόσφαιρα μέσα στο μπαρ ήταν αποπνικτική. Ίσως ήταν ένα από τα τελευταία μέρη στη χώρα όπου μπορούσε κανείς να καπνίσει ελεύθερα. Κρατήθηκα να μην βήξω.
«Δύο,» είπε στον μπάρμαν. Εκείνος ένευσε και γέμισε δύο ποτήρια με ένα βαθύ καφέ υγρό, σαν βρεγμένο χώμα. Το μπουκάλι δεν είχε καν ετικέτα.
Ο ξένος έφερε το ποτήρι στο στόμα του, και κατέβασε μια μικρή γουλιά.
«Τι περιμένεις;» με ρώτησε, βλέποντας το δισταγμό μου.
Σήκωσα το βαρύ ποτήρι. Η μυρωδιά του αλκοόλ έφερε δάκρυα στα μάτια μου. Ήπια λίγο, και αμέσως ένιωσα ένα κάψιμο στο λαιμό μου. Μόλις όμως πέρασε, ένα ευχάριστο μούδιασμα απλώθηκε σε όλο μου το σώμα.
«Ωραίο, έτσι;»
Ένευσα.
Γρήγορα άδειασα το πρώτο μου ποτήρι, το οποίο γέμισε ο μπάρμαν με ένα μόνο νεύμα του ξένου.
«Έρχεσαι συχνά εδώ;» τον ρώτησα.
«Έχω χρόνια να έρθω.»
«Πώς και έτσι;»
Χαμογέλασε. Μου έκανε νόημα να πιω. Σύντομα άρχισα να ζαλίζομαι. Οι μυρωδιές έγιναν πιο έντονες, οι φωνές πιο δυνατές, και το μούδιασμα άρχισε να θυμίζει τα πρόθυρα του ύπνου.
«Ο θρύλος λέει,» ψιθύρισε ο ξένος όταν είχα πια κατεβάσει το τρίτο μου ποτήρι, «ότι όποιος πίνει από αυτό το ουίσκι αποκτάει απόκοσμες ικανότητες.»
Γέλασα δυνατά και άτσαλα. Μεθυσμένα ίσως.
«Θα αρχίσω να πετάω;»
«Όχι,» απάντησε χαμογελώντας, «θα αρχίσεις να βλέπεις οράματα.»
«Όπως;»
«Να, δες εκεί,» μου έδειξε τον μπάρμαν. Τα μαύρα, μέχρι πρότινος, μαλλιά του ήταν τώρα κατάλευκα. Τα χέρια του έτρεμαν, καθώς έπλενε τα ποτήρια, και η πλάτη του σχημάτιζε μια καμπούρα.
Έτριψα τα μάτια μου.
«Δεν το φαντάζεσαι.»
«Τι σόι όραμα είναι αυτό;»
«Δεν βλέπεις πια το σώμα του. Βλέπεις την ψυχή του.»
Χασκογέλασα.
«Έλα τώρα. Έχω μεθύσει αλλά όχι και τόσο για να πιστέψω τέτοιες ανοησίες,» του απάντησα, αναζητώντας τον νεαρό μπάρμαν με το βλέμμα μου, «Τι σου χρωστάω;» τον ρώτησα, τρεκλίζοντας καθώς έκανα να σηκωθώ από το σκαμπό. Κάτι με έσπρωχνε να φύγω από εκεί μέσα, και μάλιστα γρήγορα. Σχεδόν παραπάτησα, αλλά αρπάχτηκα τελευταία στιγμή από την ατσάλινη διακοσμητική μπάρα.
«Δε γίνεται να φύγεις τόσο νωρίς.»
Έπιασα το πορτοφόλι μου και έβγαλα από μέσα μερικά χαρτονομίσματα, τα οποία πέταξα πάνω στο μπαρ.
«Δε φεύγεις, σου είπα,» με άρπαξε, πριν προλάβω να απομακρυνθώ. Το χέρι του ήταν παγωμένο, σαν να το είχε βυθίσει σε μια παγωμένη λίμνη. Προσπάθησα να ξεφύγω αλλά ένιωθα τόσο ζαλισμένος που με δυσκολία κρατούσα την ισορροπία μου.
«Δεν σου τέλειωσα την ιστορία,» με έσπρωξε ξανά στο κάθισμα μου, δίνοντας μου ένα ακόμα ποτήρι ουίσκι. Η λογική μου μού έλεγε να μην το πιω, αλλά η καρδιά μου με προειδοποιούσε ότι το αντίθετο θα ήταν ίσως πιο επικίνδυνο.
«Λένε ότι αυτό το ουίσκι το φτιάχνει ο ίδιος ο Χάρος από τις τελευταίες ανάσες των μελλοθάνατων και τους καρπούς των δέντρων που φυτρώνουν στα νεκροταφεία. Όποιος το πίνει, δεν βλέπει πια πρόσωπα αλλά ψυχές, και δεν μπορεί να περπατήσει στο φως του ήλιου χωρίς να τυφλωθεί.»
Τον κοίταξα τρομοκρατημένος, νιώθοντας την καρδιά μου να χοροπηδάει.
«Ανόητοι θρύλοι,» του απάντησα, προσπαθώντας να αποδιώξω τον τρόμο που είχε κουλουριαστεί στα σωθικά μου σαν φίδι.
Δεν απάντησε. Μόλις τότε πρόσεξα ότι το ποτήρι του ήταν γεμάτο.
«Πόσο ήπιες;» τον ρώτησα.
Δε με κοίταξε.
«Πόσο ήπιες;» επέμεινα.
«Κάποιος πρέπει να το κάνει, ξέρεις. Είναι η ώρα να φύγω από αυτή τη θέση.»
«Ποια θέση; Τι λες;» ίσως είχα μεθύσει τόσο που οι λέξεις δεν έβγαζαν πια νόημα.
Έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος μου. Τα μάτια του δεν ήταν πια ανθρώπινα, αλλά δύο απύθμενες μαύρες τρύπες. Το στόμα του έχασκε, στραβό, μισάνοιχτο, σαν μια κραυγή παγωμένη στο χρόνο.
Έκανα πίσω, τρομαγμένος. Το σκαμπό αναποδογύρισε, ρίχνοντας με κάτω. Με ασταθή βήματα, άρχισα να τρεκλίζω προς την πόρτα. Ο ξένος δεν προσπάθησε να με σταματήσει. Λίγο πριν βγω έξω, άκουσα μια φωνή να αντηχεί μέσα στο μυαλό μου.
«Υπάρχει μονάχα ένα μέρος πια στη γη για εσένα.»
Ούρλιαξα και πετάχτηκα έξω στο νυχτερινό αέρα. Αν είχα αυτοκίνητο, θα έμπαινα μέσα και θα οδηγούσα μακριά από αυτή την καταραμένη πόλη. Τα βήματα μου όμως, με οδήγησαν πίσω στο ξενοδοχείο, σαν να τα καθοδηγούσε κάποιος άλλος. Πριν καν το καταλάβω, βρέθηκα στο σκληρό κρεβάτι του δωματίου μου. Βυθίστηκα σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα, ελπίζοντας να ξυπνήσω από αυτόν τον εφιάλτη.
Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, βρισκόμουν στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Κοίταξα γύρω μου. Ήμουν πάλι μόνος, εγώ και η σερβιτόρα, η οποία έπαιζε με το κινητό της, μασώντας βαριεστημένα τσίχλα. Ξεφύσηξα ανακουφισμένος. Ήταν όλα μια παραίσθηση.
Έκανα να σηκωθώ, αλλά το σώμα μου δεν ακολουθούσε. Δεν ένιωθα τα χέρια μου. Ούτε τα πόδια μου. Δεν ένιωθα καν την ανάσα μου. Άνοιξα το στόμα μου για να μιλήσω, να ζητήσω βοήθεια, αλλά τίποτα πάνω μου δεν υπάκουε.
Η σερβιτόρα κοίταξε επιτέλους γύρω της. Το εστιατόριο ήταν άδειο, αλλά το βλέμμα της με προσπέρασε, σαν να μην ήμουν καν εκεί.
Βοήθεια, ήθελα να της φωνάξω. Βοήθησε με. Η φωνή όμως δεν έβγαινε, σαν να μου έσφιγγε κάποιος τον λαιμό.
Γύρισε την πλάτη της και έφυγε, σβήνοντας πίσω της τα φώτα, σαν να μην ήμουν τίποτα περισσότερο από μια μάσκα στον τοίχο.
Πηγή εικόνας:
Emotion And Reason Walk Into A Bar