Πατρινό καρναβάλι 1987.
Δίπλα από τα καρναβαλικά άρματα που παρελαύνουν, ένα νεαρό ζευγάρι τρέχει χορεύοντας και γελώντας ντυμένο ομοιόμορφα με τη στολή ενός από τα πολυάριθμα, πολύχρωμα καρναβαλικά γκρουπ. Η βροχή που δεν έχει σταματήσει να πέφτει από το πρωί δεν δείχνει ικανή να τους σταματήσει.
Με μεγάλα βήματα περνούν μπροστά από το πλήθος που παρακολουθεί κρατώντας σφιχτά το χέρι ο ένας του άλλου. Που και που σταματούν για να ανταλλάξουν ένα φευγαλέο φιλί και συνεχίζουν μετά την πορεία τους στους δρόμους της Πάτρας μαζί με τους άλλους καρναβαλιστές.
Mετά από ώρα φτάνουν στο τέλος της καρναβαλικής διαδρομής, στην οδό Καρόλου, κοντά στο Πυροσβεστείο. Ψάχνοντας να προστατευθούν από την βροχή μπαίνουν κάτω από ένα υπόστεγο και ο άντρας πλησιάζει προστατευτικά την κοπέλα κρύβοντάς την κυριολεκτικά στην αγκαλιά του.
‘Άραγε θα με φροντίζεις έτσι και όταν γεράσουμε;’ τον ρώτησε η νεαρή κοπέλα.
‘Φυσικά Μυρτώ μου’ απάντησε εκείνος. ΄Θα σ’ αγαπώ για ΠΑΝΤΑ’
‘Περίμενε εδώ όμως για λίγο να φέρω το αυτοκίνητο, να φύγουμε’ της είπε βιαστικά και χωρίς να κοιτάξει στον δρόμο επιχείρησε να διασχίσει κάθετα την οδό Καρόλου.
Δεν αντιλήφθηκε τον μεθυσμένο οδηγό ενός παλιού αυτοκινήτου ο οποίος, αφού τον χτύπησε με το μπροστινό μέρος του σαράβαλού του, τον παρέσυρε αρκετά μέτρα στον βρεγμένο δρόμο.
Η κοπέλα, παρακολουθώντας την σκηνή να εξελίσσεται μπροστά από τα μάτια της, κατέρρευσε, έχοντας υποστεί ένα σόκ το οποίο θα την ακολουθούσε σε όλη την υπόλοιπη ζωή της….
Πατρινό καρναβάλι 2017.
Η Μυρτώ, ανοίγοντας την κουρτίνα του παραθύρου της, παρατηρεί με ύφος μελαγχολικό τους περαστικούς. Θυμάται με νοσταλγία τα παλιά χρόνια στη Πάτρα, τη δεκαετία του ογδόντα, όπου συμμετείχε κι αυτή στο καρναβάλι.
Ήταν πολύ όμορφη στα νιάτα της. Το καλλίγραμμο κορμί της, τα μακριά, μαύρα, μεταξένια μαλλιά της, το λαμπερό της δέρμα, της χάριζαν μια μοναδική αίσθηση αυτοπεποίθησης! Ήταν πάντα το επίκεντρο της προσοχής τόσο στις αντρικές παρέες όσο και σε αυτές των γυναικών. Όλοι τη θαύμαζαν και όλοι ήθελαν να τη πλησιάσουν, να τη φλερτάρουν, να γευτούν λίγη από την αιθέρια αύρα της…
Όλα αυτά όμως ανήκουν πια στο παρελθόν. Τώρα πλησιάζει τα πενήντα, το κορμί της μετά από τρεις γέννες δεν είναι το ίδιο ελκυστικό, η επιδερμίδα της εδώ και καιρό έχει αρχίσει να χάνει την λάμψη της και οι αντοχές της έχουν αρχίσει πια να περιορίζονται..
Ξαφνικά, κλείνει την κουρτίνα, πηγαίνει στην ντουλάπα, βρίσκει και φορά μια καρναβαλική στολή, βάφει το πρόσωπό της με έντονο μακιγιάζ, ανοίγει την εξώπορτα του σπιτιού της και ξεχύνεται στους δρόμους. Σήμερα θα διασκέδαζε όπως και παλιά! Στον ξέφρενο ρυθμό του καρναβαλιού….
Στην πλατεία Γεωργίου, στο κέντρο της πόλης, η ρυθμική λάτιν μουσική, η πανδαισία χρωμάτων και τα μεθυστικά αρώματα κατέκλυσαν τις αισθήσεις της.
Δεν ήταν όμως αρκετά για να νικήσουν την θλίψη που εδώ και χρόνια αισθάνονταν στην ψυχή της η Μυρτώ. Αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά και κοιτάζοντας τον εαυτό της σε ένα καθρέπτη που υπήρχε στην πρόσοψη ενός μαγαζιού έβαλε τα κλάματα.
Κάνοντας μεταβολή για να γυρίσει πάλι πίσω προς το σπίτι της ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν γέρο τσιγγάνο.
Στην αρχή τρόμαξε.
‘Δεν έχω τίποτα να σου δώσω παππού’ είπε η Μυρτώ σχεδόν αντανακλαστικά.
‘Έχω όμως ΕΓΩ να σου δώσω κάτι…’ είπε ο γέρος και της πρόταξε μια καρναβαλική μάσκα.
‘Και επειδή σε συμπάθησα δεν θέλω να μου δώσεις χρήματα. Να, πάρτην…’
Η Μυρτώ κοίταξε την μάσκα. Φαινόνταν μια απλή μάσκα που αναπαρίσταινε ένα όμορφο γυναικείο πρόσωπο.
‘ΠΡΟΣΕΧΕ πολύ όμως. Η μάσκα αυτή δεν είναι σαν τις άλλες! Φορώντας τη, θα βλέπεις αυτό που θέλεις να δεις, θα νοιώθεις αυτό που θέλεις να νοιώσεις, ΟΧΙ όμως την πραγματικότητα!’ είπε ο γέρος.
Ο γέρος χαμογέλασε με νόημα και παραδίδοντας την μάσκα στη Μυρτώ της γύρισε την πλάτη και με αργά βήματα χάθηκε μέσα στο πλήθος….
Η Μυρτώ αφού περιεργάστηκε την μάσκα για λίγο στα χέρια της αποφάσισε να τη δοκιμάσει στο πρόσωπό της. Προσεκτικά τοποθέτησε τις δύο μικρές τρύπες της μάσκας μπροστά από τα μάτια της και κατόπιν ανασηκώνοντας τα μακριά μαλλιά της την ασφάλισε στο κεφάλι της τεντώνοντας το λεπτό λαστιχάκι στο πίσω μέρος της.
Η μάσκα εφήρμοσε τέλεια στο πρόσωπο της Μυρτούς και της φάνηκε σαν να ήταν φτιαγμένη αποκλειστικά και μόνο για αυτήν. Παρόλο το κρύο πού έκανε την νύχτα, η μάσκα χάριζε μια ανεξήγητη θέρμη στο πρόσωπο της.
Ο σφυγμός της έγινε πιο έντονος, ένιωσε το σώμα της πιο ανάλαφρο και ένα κύμα αισθησιασμού διαπέρασε το κορμί της. Σχεδόν αυτόματα συντόνισε τις κινήσεις του κορμιού της με τον ρυθμό της μουσικής στη Πλατεία και ξεκίνησε να χορεύει… Ήταν λες και είχε γυρίσει ο χρόνος πίσω στην εποχή που ήταν έφηβη, ανέμελη και γεμάτη ερωτισμό και αστείρευτη ενέργεια.
Η παρουσία της δεν πέρασε απαρατήρητη και σύντομα ένας νεαρός άνδρας, ντυμένος καρναβαλικά, φορώντας κι αυτός μάσκα, την πλησίασε.
‘Με λένε Χρήστο, εσένα;’ είπε ο νεαρός άνδρας.
Ο άγνωστος άνδρας πρότεινε στην Μυρτώ να τη συνοδεύσει στο νυχτερινό club λίγο πιο πάνω από την Πλατεία Γεωργίου. Η Μυρτώ δέχτηκε χωρίς να φέρει καμιά αντίρρηση.
Μέσα στο club, η πολυκοσμία, τα φωτορυθμικά, ο καπνός, τα βαριά αρώματα και η δυνατή μουσική συνέθεταν μια αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Η Μυρτώ άρπαξε τον συνοδό της από το χέρι και προσπερνώντας διαδοχικά το ένα σώμα μετά το άλλο κατάφεραν να εγκλωβιστούν σε μια γωνιά του club όπου και άρχισαν να χορεύουν φέρνοντας τα κορμιά τους σε απόσταση αναπνοής.
Ξαφνικά ο Χρήστος άπλωσε το δεξί του χέρι για να αποκαλύψει το πρόσωπό της.
‘ΜΗ’ του είπε αυτή. ‘ΟΧΙ ακόμα’. ‘Χόρεψε μαζί μου’
Ο άνδρας δεν επέμεινε και ακολούθησε την προσταγή, χορεύοντας πρόθυμα μαζί της.
‘Θέλεις να βγούμε έξω να πάρουμε λίγο αέρα;’ ρώτησε ο Χρήστος.
‘Ναι’ απάντησε αυτή και πήρε την απόφαση να ρισκάρει.
Το ζευγάρι βγήκε με δυσκολία από το κατάμεστο club. Έξω είχε αρχίσει ήδη να βρέχει. Έτρεξαν γρήγορα προς τη γέφυρα της οδού Ηφαίστου για να προφυλαχθούν από τη νεροποντή.
Φτάνοντας εκεί έμειναν ακίνητοι ο ένας μπροστά στον άλλο και αφού διασταύρωσαν τα βλέμματά τους η Μυρτώ άπλωσε το χέρι της να βγάλει τη μάσκα του Χρήστου.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά ολοένα και πιο γρήγορα καθώς το χέρι της πλησίαζε το πρόσωπο του Χρήστου. Καθε φραγμός, κάθε αναστολή που είχε μέχρι τώρα άρχισε να απομακρύνεται. Θα έφτανε μέχρι το τέλος….
Η έκπληξη που ένιωσε όταν αφαίρεσε την μάσκα του Χρήστου την έκανε να παραλύσει…
‘Δεν είναι δυνατόν……. Εσύ είσαι…νεκρός. Σε είδα με τα ίδια μου τα μάτια τότε…..’ Η Μυρτώ αναγνώρισε στο πρόσωπο του Χρήστου τον πρώτο της έρωτα, τον άνθρωπο που έχασε τη ζωή του μπροστά στα μάτια της στο τροχαίο το 1987!!!
Ο Χρήστος την έπιασε από το χέρι και χωρίς να μιλά πλησίασε προς το μέρος της και έσκυψε να την φιλήσει. Η Μυρτώ σήκωσε και τα δυο της χέρια, έπιασε τη μάσκα της και με μια βιαστική κίνηση την έβγαλε από το πρόσωπό της για να μπορέσει να δεχτεί το φιλί του Χρήστου. Τότε όμως την περίμενε κάτι απροσδόκητο! Ο Χρήστος σαν σκιά, ως δια μαγείας, εξαφανίστηκε…
Τότε ήταν που Θυμήθηκε τα λόγια του γέρο-τσιγγάνου:
‘Φορώντας τη μάσκα βλέπεις αυτό που θέλεις να δεις, νιώθεις αυτό που θέλεις να νιώσεις αλλά ΟΧΙ την πραγματικότητα.’
Ακούμπησε το πρόσωπό της. Ήταν λείο, νεανικό και αρυτίδωτο. Όμως τώρα ΔΕΝ φορούσε τη μάσκα!!!
Η Μυρτώ άρχισε να τρέχει, να τρέχει μες τη βροχή.. Δεν ήξερε γιατί, δεν ήξερε προς τα πού, απλά ήθελε να τρέξει. Η βροχή είχε μουσκέψει τα ρούχα της και ένοιωθε πλέον την υγρασία να διαπερνά όλο το κορμί της. Αδιαφορούσε. Αυτή συνέχισε να τρέχει.
Όταν συνήλθε από το παραλήρημα σταμάτησε και στάθηκε κάτω από ένα υπόστεγο. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, να καταλάβει τι της είχε συμβεί…
Εκείνη τη στιγμή, από το πουθενά εμφανίστηκε μπροστά της ο τσιγγάνος που της είχε χαρίσει τη μάσκα. Αυτή τη φορά ο γέροντας ήταν πιο απόμακρος και ακόμα πιο αινιγματικός.
‘Τι μου συμβαίνει γέροντα;’ ρώτησε η Μυρτώ
‘Ήταν τόσο μεγάλη η επιθυμία σου να γυρίσεις πίσω στο χρόνο που ανοίχθηκε αυτό το παράθυρο, αυτή η ρωγμή στο χρόνο, για σένα. Για να σου δωθεί για μια ακόμα, τελευταία φορά, η δυνατότητα να ζήσεις αυτό που στερήθηκες τόσα χρόνια.’ είπε ο γέρος στη Μυρτώ.
Ό Χρήστος; Ο Χρήστος που είναι γέροντα;’
‘Έζησε μονάχα στη φαντασία σου όπως εγώ και οτιδήποτε έβλεπες και ένοιωθες γύρω σου ΜΕ ή ΧΩΡΙΣ τη μάσκα’
‘Και τώρα;’
‘Τώρα ξεκινά για σένα η αιωνιότητα…..’
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Στην μικρή οθόνη της τηλεόρασης στο μέσο του δωματίου μεταδίδεται ζωντανά η παρέλαση του Πατρινού καρναβαλιού. Στο κρεβάτι μπροστά από αυτήν βρίσκεται ξαπλωμένη μια γυναίκα. Το βλέμμα της δεν είναι στραμμένο προς την τηλεόραση αλλά προς κάποιο αδιόρατο σημείο στο ταβάνι.
Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα. Στο δωμάτιο μπαίνουν τώρα δύο νεαρές γυναίκες.
‘Ελάτε κυρία Μυρτώ. Ήρθε η ώρα για τα χάπια σας’ είπε ευγενικά η μια από τις δύο νοσοκόμες στην κατάκοιτη ασθενή.
Η Μυρτώ δεν αντέδρασε καθόλου. Συνέχισε να έχει καρφωμένο το βλέμμα της στο ταβάνι.
‘Κυρία Μυρτώ; Κυρία Μυρτώ;’ φώναξε η νοσοκόμα.
‘Γρήγορα φώναξε τον γιατρό’ είπε στη συνάδελφό της που ήταν μαζί της στο δωμάτιο.
‘Δεν νομίζω να χρειαστεί’ είπε η άλλη νοσοκόμα πιάνοντας τον καρπό της Μυρτούς.
‘Είναι νεκρή.’
Από την τηλεόραση ακούγονταν δυνατά το παλιό καρναβαλικό τραγούδι:
ΠΑΤΡΙΝΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ…
Πηγή φωτογραφίας:
http://www.imagefully.com/