“Μυστηριώδης διαδρομή” της Βάσως Καρλή

Αχώριστοι εδώ και ένα χρόνο, ακριβώς όσο μετρούσε και η σχέση τους.

Ένας χρόνος δύσκολος με αντίξοες συνθήκες και μια σχέση εξ αποστάσεως, η οποία άντεξε και κατάφερε να επιβιώσει.

Φοιτητές και οι δύο, σπουδάζοντας ψυχολογία, σε διαφορετικά μέρη. Η Βέρα βρισκόταν Αθήνα και ο Πέτρος είχε περάσει στην Κοζάνη. Το δύσκολο ήταν για τον Πέτρο, που βρέθηκε μόνος εκεί, δίχως φίλους και ανθρώπους της οικογενείας του. Προικισμένος με πολλά χαρίσματα, ένα εκ των οποίων και η ικανότητά του να επικοινωνεί χωρίς προβλήματα με τους ανθρώπους. Έδινε μεγάλη σημασία στο περιβάλλον γύρω του, να είναι φιλικό και οικείο,  για να μπορεί να λειτουργήσει και να δώσει τον καλύτερό του εαυτό.  Η προσαρμογή ήταν εύκολη, αλλά η έλλειψη της Βέρας ήταν αυτό που τον τρέλαινε εντελώς.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Η Βέρα πάλι πιο φοβισμένη, φορτωμένη ανασφάλειες, έβρισκε ηρεμία στη σχέση τους, έκλεινε τα μάτια και αφηνόταν ολοκληρωτικά στα χέρια του. Το άγγιγμά του και μόνο ήταν αρκετό για  να τη χαλαρώσει και να φέρει στα χείλη της το χαμόγελο.

Πόσες φορές έφτανε στην απελπισία και ένα τηλεφώνημά του αρκούσε για να φέρει την ανατροπή.

Μιλούσαν τακτικά στο τηλέφωνο και όλα ήταν καλά, μέχρι τη στιγμή που της ανακοίνωσε ότι θα δούλευε σε ένα «καφέ» της περιοχής για να μην επιβαρύνει τους δικούς του οικονομικά. Η Βέρα του τόνισε ότι δεν την έβρισκε σύμφωνη, αυτή του η απόφαση και του πρότεινε να τον βοηθήσει η ίδια οικονομικά. Ο Πέτρος ούτε ν’ ακούσει κάτι τέτοιο. Μετά από αυτή τη μικρή διένεξη που είχαν έκλεισαν το τηλέφωνο και η γεύση που έμεινε και στους δύο ήταν γλυκόπικρη. Έπρεπε οπωσδήποτε να τον συναντήσει.

Πεισματάρα και αποφασιστική, την επομένη κιόλας βρισκόταν στο τρένο, ταξιδεύοντας με όχι και τόσο καλή διάθεση. Προσπάθησε ν’ αφεθεί και να απολαύσει τη διαδρομή αλλά δε τα κατάφερε. Μετρούσε πόσο καιρό είχε να τον συναντήσει και απορούσε με τον εαυτό της πως άντεχε.

Διαβάστε επίσης  "Κρυσταλλία, Το χρυσό Κλειδί" της Ραφαήλοβιτς Λεμονιάς
Advertising

Πόσο περίμενε για αυτή τη στιγμή! Αγωνιούσε, αλλά ήξερε πολύ καλά ότι και ο αγαπημένος της θα χαιρόταν, ξεχνώντας  τη μικρή διαφωνία τους.

Φανταζόταν την αντίδρασή του, όταν θα την έβλεπε ξαφνικά μπροστά του. Θα την έκλεινε στην αγκαλιά του, θα την έπνιγε στα φιλιά και θα της ψιθύριζε το «σ’ αγαπώ», χωρίς να σταματά.

Οι σκέψεις της εξανεμίστηκαν στη στιγμή όταν ένας καλοντυμένος μαυροφορεμένος κύριος ήρθε και κάθησε δίπλα της. Παρατηρώντας γύρω της προσεκτικά διαπίστωσε ότι τα περισσότερα βαγόνια ήταν άδεια. Αισθανόταν αμήχανα και άβολα.

Εκείνος πάλι με μεγάλη άνεση της έπιασε κουβέντα λες και ήταν παλαιοί γνώριμοι. Το περίεργο όλων είναι ότι ανταποκρινόταν στη συζήτηση και απαντούσε στις ερωτήσεις που της έκανε. Αναφέρθηκε με κάθε λεπτομέρεια στη σχέση της, τονίζοντας συνεχόμενα πόσο ερωτευμένη ήταν αλλά και πόσο τυχερή που είχε έναν τόσο τρυφερό άνθρωπο δίπλα της. Την άκουγε προσεκτικά και έδειχνε να χαίρεται με τη χαρά της.

Advertising

Για έναν ανεξήγητο λόγο, ήθελε να τον ρωτήσει και εκείνη πράγματα για τη ζωή του. Αυτός δε δυσκολεύτηκε καθόλου να αναφερθεί στο βίο του, ο οποίος είχε πολλά κοινά  με τη δική της ζωή. Με τη γυναίκα του γνωρίστηκαν σε μια φοιτητική συγκέντρωση. Σχέση εξ αποστάσεως η οποία διήρκησε όσο της ήταν επιτρεπτό. Έχασε την καλή του, -δίχως να θέλει να αναφερθεί στην αιτία-, και από τότε είχε αναλάβει το ρόλο του συνοδού ή αλλιώς του μεταφορέα. Διευκρίνισε ότι ήταν δύσκολο επάγγελμα και καθόλου ευχάριστο, αλλά κάποιος έπρεπε να το αναλάβει και αυτό.

Τον κοιτούσε ώρα απορροφημένη και το μυαλό της είχε κολλήσει. Δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τίποτα απ΄ αυτά που της έλεγε. Ήθελε να τον ρωτήσει λεπτομέρειες, αλλά με το παγερό του βλέμμα, τη φρέναρε. Ήταν τόσο διαπεραστικό που της μετέδιδε μια  ψυχρότητα σε όλο της το σώμα.

Ένιωθε ότι είχε μια αρνητική ενέργεια αυτό το άτομο και δεν έβλεπε την ώρα να μετακινηθεί σε άλλη θέση. Ενώ το σκέφτεται και το επιθυμεί, στην προσπάθειά της να σηκωθεί, δε μπορούσε να κάνει βήμα. Κάτι την τραβούσε προς το μέρος του. Θα το χαρακτήριζε μαύρο, σκοτεινό, κακό.

Διαβάστε επίσης  "Ο κόκορας ο σιτευτός" του Φώτη Λούκα

Σαν από μηχανής Θεός, ο ήχος του κινητού σταματά τη συζήτησή τους, για λίγο. Στην άλλη άκρη της γραμμής ο αγαπημένος της την έπαιρνε να της υπενθυμίσει πόσο την αγαπά και να της τονίσει πόσο μα πόσο του λείπει. Κρυφογελούσε από μέσα της και ήταν έτοιμη να του πει ότι θα τα πούνε από κοντά, αλλά συγκρατήθηκε.

Advertising

«Δυστυχώς τις περισσότερες φορές η χαρά της αναμονής, έχει πιο πολύ διάρκεια από τη στιγμή της συνάντησης».

Όλη αυτή η γλύκα, ο ενθουσιασμός, η προσμονή εξαφανίζονται αστραπιαία και δίνουν τη θέση τους στην γκρίνια, στις εντάσεις και στις διαφωνίες. Με κυρίαρχο το αίσθημα της απογοήτευσης, χάνεται η μαγεία της στιγμής και εύχεσαι την επόμενη φορά η αναμονή να διαρκέσει περισσότερο.

Τελειώνοντας το τηλεφώνημα, προκειμένου να γλυτώσει από μία εκ νέου συζήτηση με τον κύριο απέναντί της, επέλεξε να κλείσει τα μάτια, προσποιούμενη ότι νυστάζει. Και επειδή τον ύπνο τον είχε στο τσεπάκι, πέρασαν μπροστά της εικόνες από τη ζωή της, αρχίζοντας από τη βρεφική ηλικία, ακολουθώντας όλα τα στάδια έως τη στιγμή που γνώρισε τον άνθρωπό της. Από εκεί και μετά η εικόνα χάθηκε. Ταράχτηκε, την έπιασε μια δυσφορία. Ήξερε ότι υπεύθυνος για την κατάστασή της δεν ήταν άλλος από το μυστηριώδη συνταξιδιώτη της. Άσπρη σαν το πανί, δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη. Εκείνος εξακολουθούσε να την κοιτά προτείνοντάς της να περπατήσουν μαζί.

Ευφυέστατη από μικρή αντιλήφθηκε έστω και καθυστερημένα το επάγγελμά του. Κοιτώντας τον βαθιά μες στα μάτια, του εξομολογήθηκε ότι δεν ήταν διατεθειμένη να τον ακολουθήσει. Εκείνος με τη ματιά του και την έκφραση του προσώπου του, δήλωσε ότι δε μπορεί να γίνει κάτι άλλο πέρα απ’ αυτό. Εκείνη με τη σειρά της εκλιπαρούσε έστω για μια μικρή παράταση χρόνου. Τα ερωτηματικά της δε χωρούσαν στο βαγόνι και άρχισαν να ξεπηδούν απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα ψάχνοντας να βρουν απαντήσεις.

Advertising

«Γιατί;»

Διαβάστε επίσης  "Η αφηγήτρια" της Ξανθίππης Γιωτοπούλου

«Γιατί τώρα;»

«Γιατί εκείνη ;»

Το μυαλό της κόντευε να φύγει.

Advertising

Το μόνο που λαχταρούσε ήταν πότε θα τον έβλεπε.

Ο Πέτρος είχε ακριβώς την ίδια σκέψη με την καλή του. Έτσι ξυπνώντας αρκετά πρωί, με ένα μικρό σακίδιο στον ώμο, έχοντας μέσα τα απολύτως απαραίτητα, ταξίδευε την ίδια ώρα προς Αθήνα. Ο πόθος του να τη συναντήσει μεγάλος.

Το ταξίδι του βαρετό και μονότονο. Ούτε ένας άνθρωπος ν’ ανταλλάξει έστω μια κουβέντα. Ώσπου απ’ το πουθενά εμφανίστηκε δίπλα του ένας καλοντυμένος μαυροφορεμένος κύριος. Πριν προλάβει ν’ ανοίξει το στόμα του, ο Πέτρος του είχε πιάσει ήδη την κουβέντα.

Ο ευγενέστατος κύριος με κόπο κατάφερε να του σταματήσει  το λόγο. Άρχισε να του μιλά για την αγαπημένη του και ο Πέτρος είχε μείνει άφωνος.

Advertising

Μα πως είναι δυνατόν;

Πως ήξερε;

Γνώριζε τα πάντα με λεπτομέρεια.

Η αλήθεια είναι ότι θορυβήθηκε με τα λεγόμενά του και απομακρύνθηκε όσο πιο  γρήγορα μπορούσε από κοντά του.

Advertising

 

Έχοντας διανύσει και οι δύο το μισό της διαδρομής προς την αντίθετη κατεύθυνση, ποιος θα το φανταζόταν ότι κάπου εκεί θα έσμιγαν. Η σύγκρουση σφοδρότατη. Το νήμα της ζωής κόπηκε και για τους δύο. Η μοίρα είχε άλλα σχέδια για αυτούς. Θα ζούσαν μαζί σε μια άλλη διάσταση. Δεν κατάφεραν έστω για τελευταία φορά να σμίξουν τις ματιές τους και να αισθανθούν ο ένας τον άλλον. Δε θα μάθαινε ποτέ ότι εκείνος πήρε μεταγραφή για χάρη της. Κάτι καινούριο ξεκινούσε.

Άλλωστε ο μαυροφορεμένος κύριος τους προειδοποίησε. Τι να κάνει και αυτός. Έκανε μια δουλειά όπως όλοι οι άλλοι.

Ο μόνος επιζών, συνέχισε τη δική του διαδρομή. Δίχως συναισθηματισμούς διαβάζει με προσοχή τη λίστα που έχει στα χέρια του. Οι όροι της συνεργασίας του, απαράβατοι. “Προηγείται πάντοτε η προετοιμασία”.

«Καλό ταξίδι σε όλους» και για επιστροφή «ούτε λόγος».

Advertising

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

horror remakes

Τέσσερα «horror remakes» που «άγγιξαν» τη σπουδαιότητα των αυθεντικών τους

Η συνήθης ανησυχία των πιστών και αμετάκλητων φαν του κλασικού

Κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και ανατομία εγκεφάλου

Tο παρόν άρθρο Γνωρίζουμε ότι οι γνωστικές ικανότητες και οι