“Νέος Μόνος Χάνεται” της Σπυριδούλα Μπαΐλη

 Έχασες το τρένο. Τώρα βρίσκεις τα πόδια σου να σε οδηγούν μηχανικά κτήριο. Ίσως σου φαινόταν περίεργη αυτή η φράση, αν ποτέ την έβλεπες, αν ποτέ ήξερες ότι μια ασύντακτη φράση γράφτηκε για την τέλεια συντεταγμένη ζωή σου. Όμως σίγουρα αυτό το κτήριο δεν είναι σπίτι σου, κι εγώ δε θά ‘θελα νά ‘μαι ανακριβής. Μαντεύω πως δεν θα το ήθελες κι εσύ. Ίσως κάτι να άλλαξε μέσα σου σήμερα στην αποβάθρα, μα αυτή η μικρή η ανατροπή που έφερε στην καθημερινότητά σου η απρόβλεπτη αναχώρηση του τρένου δεν είναι ικανή να αλλάξει τον τρόπο σκέψης σου. Κι έτσι ένιωσες πως, παρόλο που οι τάσεις φυγής σου έγιναν εντονότερες, πρέπει να γυρίσεις. Οι επιλογές σου, άλλωστε, ήταν περιορισμένες, όπως περιορισμένος είσαι κι εσύ.

Περπατάς. Ο γνωστός δρόμος που τόσες φορές έχεις διανύσει σου μοιάζει σήμερα ξένος. Κι αυτό γιατί, σήμερα, κανένα γυαλί δεν σε χωρίζει απ’ το γέρο ζητιάνο στην άκρη του πεζοδρομίου. Κανένα τζάμι δεν κρατάει μακριά το καημένο το αδέσποτο που γυρεύει λίγο φαγητό και λίγη ζέστη. Κι όχι ζέστη που μια κουβέρτα μπορεί να προσφέρει. Όχι. Η ζέστη που ψάχνει είναι σε ένα χάδι, σε ένα γλυκό βλέμμα, σε μια επιβεβαίωση ότι όλα καλά θα πάνε, ότι τίποτα δεν έκανε λάθος. Βλέπεις, ούτε κι αυτό έχει σπίτι. Το καημένο. Με πόση ευκολία το προσπερνάς, δε λογαριάζεις άραγε καθόλου τη ζωή του; Τη ζωή σου;

Σου τρίβει παραπονιάρικα το κεφάλι στο πόδι. Ξαφνιάζεσαι. Κοιτάς κάτω. Ξέχασες μάλλον με πόση επιμονή ζητούσες ένα σκυλάκι στα έξι σου. Ξέχασες πώς είναι να ακουμπάς ένα ζωντανό πλάσμα. Και ξέχασες πώς είναι να σε ακουμπάει κι αυτό. Μα, όσο στέκεις εκεί και το κοιτάς σα χαμένος, σα να ξυπνάει λίγο το εξάχρονο μέσα σου, σα να θυμάσαι κάτι από τότε, παλιά. Σκύβεις. Με προσοχή, μην το τρομάξεις, μην το διώξεις κι αυτό. Του δίνεις το χέρι σου να μυρίσει, άραγε θα σε εμπιστευτεί; Λίγο πριν το χαϊδέψεις-άγαρμπα, λες και δεν έχεις ξανακάνει τίποτα τρυφερό ποτέ σου- κάτι, κάποιος, περνά τρέχοντας δίπλα σου. Με μια σπρωξιά βρίσκεσαι κατάχαμα, με το καημένο το ζωντανό να κουνάει την ουρά και να γλείφει το χέρι σου ενθουσιασμένο. Νομίζει πως θέλεις να παίξετε. Τι ανόητο. Τι ανόητος κι αυτός ο απρόσεχτος, αυτός που σε έριξε κάτω (πιο κάτω απ’ ό,τι ήδη ήσουν;). Κοιτάς άγρια πάνω. Βλέπεις ένα κορίτσι, μια γυναίκα, δεν μπορείς να προσδιορίσεις. Βλέπεις κάτι να τρέχει τόσο γρήγορα που σχεδόν χάθηκε πριν καν ανοιγοκλείσεις τα μάτια.

Διαβάστε επίσης  "Τα δέντρα της ζωής μου" της Φ. Χ.

«Γύρνα πίσω, Ζωή!», ακούς την απελπισία κάποιου πολύ πριν αντικρίσεις τον ίδιο.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Το κορίτσι, η γυναίκα, φωνάζει «Ποτέ!», δίχως να ρίξει μια ματιά πίσω της. Συνεχίζει να τρέχει, το έντονο ροζ φόρεμά της ανεμίζει δίνοντας λίγο χρώμα στην άχαρη πόλη.

«Τότε…Τότε, σε παρακαλώ, απλά περίμενε να σε φτάσω…» παρακάλεσε ο άλλος, λυπημένος, η δυστυχία στη φωνή του πιο ορατή κι απ’ το ροζ φουστάνι στο πλήθος.

Η γυναίκα, το κορίτσι, και πάλι δεν σταμάτησε. Ούτε καν κοντοστάθηκε. Μόνο, σου φάνηκε, γέλασε ειρωνικά και χάθηκε πάλι.

Ο άλλος κούνησε το κεφάλι και σταμάτησε να τρέχει. Κοκάλωσε εκεί κι ήταν σα να μην έβλεπε πια. Μα αυτό δεν ήταν δική σου δουλειά. Σηκώνεσαι. Βγάζοντας λίγο ψωμί που ‘χε μείνει απ’ το μεσημεριανό στην τσάντα σου, ταΐζεις το καημένο, και περιμένεις αμήχανα κάποιος να ενδιαφερθεί για τον κοκαλωμένο άνδρα, για να μην χρειαστεί να το κάνεις εσύ. Για καλή σου τύχη, μια ηλικιωμένη κυρία με έξυπνα μάτια και λαμπερά, γκρίζα μαλλιά τον πλησιάζει. Περπατούσε αρκετά γρήγορα για την ηλικία της, παρατήρησες.

Advertising

«Τι είναι, παιδί μου, τι σου συμβαίνει;» ρώτησε τον άλλον ευγενικά.

Ο άλλος ανοιγόκλεισε τα μάτια, σα να μην καταλάβαινε τι γινόταν. Η κυρία τον ξαναρώτησε, τώρα εμφανώς ανήσυχη.

«Α, τίποτα…Ένα ερωτικό καβγαδάκι ήταν…Αλλά, νομίζω…την έχασα…την έχασα για πάντα» είπε σα ρομπότ, σα να μη νιώθει, να μην καταλαβαίνει, να μη ζει.

«Έλα, έλα, παιδί μου, πάμε», είπε η κυρία όλο κατανόηση. Τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο πλήθος, το φούξια ταγιέρ της ξεχώριζε σαν πινακίδα από νέον, απ’ αυτές που είχες δει παλιά σε κάποια ταινία. Κι ύστερα χάθηκαν.

Advertising

Εσύ, νιώθεις κάτι υγρό στο δεξί σου χέρι. Το καημένο σε έγλειφε πάλι, γεμάτο ευγνωμοσύνη. Αναζωογονητικό είδος γλειψίματος, όχι σαν αυτό που έγλειφες εσύ το αφεντικό σου. Μα τι είναι αυτό πάνω σου; Κάτι συσπάστηκε στο πρόσωπό σου. Φέρνεις το αριστερό χέρι, το ακουμπάς απαλά. Μοιάζει με χαμόγελο. Μα αλήθεια, θυμάσαι πώς είναι να χαμογελάς πια; Κουνάς δύσπιστα το κεφάλι.

Διαβάστε επίσης  "Μικρές Κυκλάδες" του Θανάση Τσιλιγγούδη

ΝΤΙΝ. Μία φορά. Δύο. Τρεις. Βαρύς ήχος, θλιβερός. Πένθιμος. Κάποια εκκλησία θα είναι εκεί κοντά. Κάποιος θα πέθανε. Άραγε, ισοδυναμεί αυτό με ότι κάποιος έζησε; Δεν ξέρεις. Πού να ξέρεις; Δεν είναι δική σου δουλειά.

ΝΤΙΝ. Η ώρα πέρασε. Καλύτερα να βιαστείς.

Προς τα εκεί που πας, έχει πολύ κόσμο. Σε καθυστερεί. Ακούς ένα κλαούρισμα. Το καημένο σε έχει πάρει στο κατόπι. Αναποφάσιστος, κοιτάς κάτω…Το αφήνεις να σε ακολουθήσει, χαϊδεύοντας μαλακά το κεφάλι του. Αν καταφέρει να φτάσει μαζί σου κτήριο, τότε θα το κρατήσεις. Θα το αξίζει. Έτσι έκρινες τα πάντα, με δοκιμασίες. Εσύ, άραγε, τις πέρασες ποτέ;

Advertising

Κάμποση ώρα αργότερα, λίγα λεπτά, δυο ώρες, δεν κατάλαβες, δεν έχει σημασία, είδες το έντονο ροζ φόρεμα να ανεμίζει, η γυναίκα, το κορίτσι ακόμα απομακρυνόταν. Επιταχύνεις, ώστε τώρα περπατάς πλάι της σχεδόν.

«Τον είδες;» σε ρωτάει απαλά, χωρίς να σε κοιτάει, «πώς είναι;».

Χρειάστηκαν κάποια δευτερόλεπτα να καταλάβεις ότι σου απηύθυνε κάποιος το λόγο. Καθαρίζεις αμήχανα το λαιμό σου.

«Νομίζει πως σε έχασε για πάντα, εξαιτίας μιας ερωτικής διαφωνίας», είπες σοβαρά, η ψυχρή λογική σου ξεκάθαρα διαφωνούσε.

Advertising

Το κορίτσι, η γυναίκα, γέλασε ειρωνικά. «Δίκιο είχε», είπε, στραμμένη τώρα προς το μέρος σου αλλά ακόμα χωρίς να σε βλέπει. «Σταμάτησε να με διεκδικεί. Αν δεν προσπαθήσεις να με κατακτήσεις, πώς περιμένεις να είμαι δική σου; Αν με θεωρείς δεδομένη, πώς να πιστέψω πως είσαι ερωτευμένος;» είπε μισοεκνευρισμένη κι άρχισε να τρέχει πάλι με ταχύτητα τέτοια, που σε λίγο έστριψε και εξαφανίστηκε απ’ το οπτικό σου πεδίο.

«Αυτοί οι ερωτευμένοι, πάντα παράλογες απαιτήσεις είχαν απ’ τη ζωή», σκέφτηκες. Κι είχες άδικο, τόσο άδικο, ποτέ κανείς δεν ξανά ‘χε τόσο πολύ άδικο. Δεν είχαν απαιτήσεις απ’ τη ζωή, ανόητε, η ίδια η ζωή ήταν αυτό που απαιτούσαν. Το να ξυπνούν το πρωί, να ακούνε ένα γέλιο, να πίνουν ένα ζεστό καφέ, μαζί, μόνοι τους, να ταξιδεύει το σώμα όσο ταξιδεύει το μυαλό. Μα τι ήξερες εσύ; Η μόνη διαδρομή που ήξερες εσύ ήταν δουλεία-κτήριο. Αλλά αυτή, αν την ήξερες λέει! Ήταν αυτή που σε ξυπνούσε αγχωμένο κάθε μέρα, ήταν αυτή που σε κοίμιζε νευριασμένο κάθε βράδυ. Η διαδρομή αυτή, ήταν όλη σου η ζωή.

Διαβάστε επίσης  "Στάση" του Κωνσταντίνου Λύχνου

Έστριψες στο στενό για το κτήριο. Επιβραδύνεις το βήμα σου, σαν κάτι μέσα σου να μη θέλει να φτάσεις. Σαν η ξύλινη πόρτα να σε τρομάζει, ο ήχος των κλειδιών στα χέρια σου σε ταράζει. Κοιτάς κάτω. Δεξιά, αριστερά. Γυρνάς πίσω, ψάχνεις. Πουθενά το καημένο, να σου δώσει λίγο κουράγιο. Θα χάθηκε στον κόσμο, σκέφτηκες. Κουνάς το κεφάλι. Μα τι περίμενες, ένα αδέσποτο να σε κάνει να χαρείς; Ένα αδέσποτο δεν έχει θέση στη ζωή σου. «Τα ζώα μπορεί να σε κολλήσουν χίλια δύο πράγματα». Άραγε, ήταν σ’αυτά τα χίλια δύο και ο ενθουσιασμός; Η ζωή που υπάρχει στο όνομά τους; Η αγάπη; Η αγάπη. Αγάπη. Ποια αγάπη; «Κλασική εξαρτημένη μάθηση». Τους δίνεις φαΐ, σου κάνουν χαρούλες. Σαν εσένα. Σε πληρώνει το αφεντικό, του γνέφεις σα να τον ευχαριστείς, χωρίς να το νιώθεις πραγματικά. Χωρίς να νιώθεις, τελεία. Ξηγημένα πράγματα.

Φτάνεις τελικά μπροστά στην πόρτα. Ξεκλειδώνεις, ανοίγεις. Κοιτάς μέσα. Εκεί, δίπλα στον καναπέ, θα ταίριαζε πολύ μια μεγάλη μαξιλάρα για το καημένο. Αναστενάζεις, το σκέφτεσαι, κοντοστέκεσαι. Νά ‘το πάλι, το εξάχρονο. Δεν το ‘χεις θάψει τόσο βαθιά σήμερα. Κλείνεις την πόρτα, ξανακλειδώνεις και φεύγεις κοιτώντας λίγο, στα γρήγορα, τον ουρανό. Πόσο καιρό είχες να κοιτάξεις πάνω; Πόσο ροζ έμοιαζαν τα σύννεφα τώρα που ο ήλιος έδυε; Είχες ξεχάσει. Κλείνεις τα μάτια, μα βλέπεις λίγο καλύτερα τώρα.

Advertising

Παίρνεις μια βαθιά ανάσα, τα ανοίγεις πάλι κι αρχίζεις ξανά τη γνωστή σου διαδρομή. Σήμερα, είναι διαφορετική. Σήμερα, έχεις σκοπό. Θα έβρισκες το καημένο, θα το έφερνες σπίτι. Για πρώτη φορά, ταξιδεύει το μυαλό σου. Για πρώτη φορά, σκέφτεσαι τι καλά που θά ‘ναι να γυρνάς σπίτι και να σε περιμένει. Θα του αρέσει άραγε το μπιφτέκι;

 

 

Κάτι πάτησες μέσα στην ονειροπόλησή σου. Κοιτάς. Ένα κομμάτι φούξια ύφασμα κάτω απ’ το παπούτσι σου. Σκύβεις, το μαζεύεις απαλά. Χαμογελάς. «Θα πηγαίνει στο καημένο», σκέφτεσαι. Στο βάθος, ακούς ένα γάβγισμα. Αναθαρρεύεις. Επιταχύνεις το βήμα, τρέχεις. Θα το βρεις το καημένο σου, το ξέρεις.

 

Κι η γυναίκα, το κορίτσι, ίσως να μην τρέχει και τόσο γρήγορα πια.

 

 

Πηγή εικόνας:

Advertising

https://pixabay.com/

 

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Επιλόχειος κατάθλιψη και εξέταση αίματος

Μπορεί η επιλόχειος κατάθλιψη να προβλεφθεί από μία εξέταση αίματος;

Ευτυχία: Το Ερώτημα της Ευτυχίας ως το Κατεξοχήν Ηθικό Δίλημμα

Πηγή:gradient-surrealist-galaxy-illustration_52683-117892 Η ευτυχία αποτελεί μια από τις βασικότερες αναζητήσεις