“Νικώντας τον χρόνο” του Γεράσιμου Μουτσιούλη

Τα μάτια της είχαν το σπινθηροβόλο βλέμμα του ανθρώπου που, μετά από μια αναζήτηση που διαρκεί όσο μια ζωή, ανακαλύπτει την αλήθεια, φτάνει στο τέλος της διαδρομής.

“Δηλαδή, μ’ αγαπάς τόσο πολύ; Τόσα χρόνια το είχες επτασφράγιστο μυστικό στη καρδιά σου. Γιατί;”

Το λευκό χέρι της χάιδεψε το πρόσωπό του ξεκινώντας την πορεία του από τους κροτάφους του ως το πηγούνι του. Την κοίταξε και αυτός για μια στιγμή με λατρεία. Αμέσως όμως το βλέμμα του καρφώθηκε κάτω, σε ένα κλαδί. Μια στρατιά από μυρμήγκια περνούσαν πάνω από το παχύ στρώμα από φύλλα που έντυνε το μονοπάτι. Ο άνεμος δεν φυσούσε. Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν. Οι ήχοι του δάσους είχαν σιωπήσει, λες και παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον την μαγική στιγμή.

Advertising

Advertisements
Ad 14

“Ξέρεις…”  ξεκίνησε, συνεχίζοντας να κοιτάει το κλαδί, “…να…εεε, ντρεπόμουνα… δεν ήξερα τι θα πεις”.

Κοκκίνισε και έσφιξε με αμηχανία τα χείλη του.

“Κοίταξέ με”, είπε η κοπέλα.

Απότομα τα μάτια του γύρισαν προς το μέρος της γεμάτα από μια κρυφή αγωνία που φανέρωνε η λάμψη τους. Γρήγορα πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον φίλησε στο μάγουλο.

Advertising

“ Πάμε” , είπε και, τραβώντας τον απ’ το χέρι, τον οδήγησε ολοένα και πιο βαθιά στο δάσος. Οι κουβέντες τους λιγοστές, όπως αρμόζουν σε δυο ανθρώπους που οι καρδιές τους χτυπάνε πάντα με τον ίδιο ρυθμό και οι σκέψεις του ενός σιωπηλά συμπληρώνουν την σκέψη του άλλου.

Μετά από αρκετή ώρα και ενώ ο ήλιος είχε αρχίσει την καθοδική του πορεία προς τον ορίζοντα, το ζευγάρι διέκρινε την αυλή ενός αρχοντικού σπιτιού στο πλάι του δρόμου. Μαρμάρινες κολώνες στη σειρά, που ανάμεσά τους είχαν σιδερένιες, σφυρηλατημένες σαν ακόντια λάμες, αποτελούσαν τον φράκτη. Ο κήπος είχε πολλά είδη λουλουδιών, αν και φαινόταν λίγο παραμελημένος. Το γρασίδι είχε μεγαλώσει ως το ύψος του γόνατου. Ένας δρόμος στρωμένος με λευκά χαλικάκια οδηγούσε στη βαριά ξύλινη εξώπορτα αγκαλιάζοντας στη μέση του ένα μπρούτζινο συντριβάνι. Το νερό κυλούσε άφθονο μέσα του. Τα πουλιά είχανε προσγειωθεί στην περιφέρειά του και βουτάγανε το κεφάλι τους στο νερό να δροσιστούν από την αποπνικτική ζέστη της Αυγουστιάτικης μέρας. Το ασταμάτητο γαργάρισμα του νερού και η ευωδιά των λουλουδιών δημιουργούσαν μια πρωτόγνωρη έλξη, παρόλο την μυστηριώδη ατμόσφαιρα που δημιουργούσε το Βικτωριανό σπίτι.

Διαβάστε επίσης  "Από γνώμες αγνώστων σε ανθισμένους κρίνους" της κα Φάρου

“ Έλα, πάμε μέσα” , είπε η κοπέλα και τον τράβηξε απ΄το χέρι προς την εξωτερική καγκελόπορτα.

“ Μα, δεν μπορούμε να μπούμε στο ξένο σπίτι!”, είπε με έκπληξη ο νεαρός.

Advertising

“ Μα, γιατί είσαι φοβητσιάρης;” απάντησε η νέα με πονηρό χαμόγελο και βλέμμα. “ Αν υπάρχει κανείς μέσα θα πούμε πως χάσαμε τον δρόμο. Εξάλλου, αν κρίνεις το από πότε έχουν να κουρέψουν το γρασίδι, μάλλον το σπίτι δεν κατοικείται πια…”, συμπλήρωσε και ξεκίνησε να πηγαίνει προς το εσωτερικό της αυλής.

Ο νέος άφησε ένα αναστεναγμό χαμογελώντας και ακολούθησε την κοπέλα . Προσπερνώντας το σιντριβάνι είχαν την ευκαιρία να παρατηρήσουν το επιβλητικό κτίριο. Η πρόσοψή του, αν και άθικτη, είχε επηρεαστεί από το πέρασμα του χρόνου. Όλα τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά. Ένας κισσός σκαρφάλωνε τον τοίχο σε μια βεράντα. Το αέτωμα κάτω από τα κεραμίδια ένα έργο τέχνης  με αγαλματίδια αγγέλων και ξωτικών να πολεμούν δράκους και σάτυρους, σε μια αφηνιασμένη μάχη.  Οι μόνοι ήχοι ήταν από το τρεχούμενο νερό, το θρόισμα των φύλλων και τα πλάσματα του δάσους. Διστακτικά η κοπέλα χτύπησε το πόμολο της εξώπορτας. Καμία ανταπόκριση. Επανέλαβε τον κτύπο δυο φορές. Περίμενε για μερικές στιγμές και κατόπι άνοιξε την πόρτα.

Μέσα τα πάντα ήταν σκοτεινά. Μόνο μερικές αχτίδες περνούσαν ανάμεσα από τα παντζούρια δημιουργώντας μια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Τα δυο άτομα πέρασαν στο εσωτερικό του σπιτιού. Τα βήματα τους ακούγονταν πεντακάθαρα καθώς περπατούσαν στην τεράστια αίθουσα υποδοχής και ο αντίλαλος τους ερχόταν από όλες τις γωνίες του δωματίου. Το διέσχισαν σιωπηλοί, με τις αισθήσεις τους εστιασμένες στο να αντιληφθούν κάποια αόρατη απειλή. Στην απέναντι άκρη του στεκόταν ένα σκονισμένο πιάνο με ουρά. Το αγόρι ανασήκωσε το κάλυμμα των πλήκτρων και άρχισε δειλά να παίζει μια μελωδία του Σοπέν. Ο κρυστάλλινος ήχος του πιάνου αντηχούσε γύρω τους και η μουσική άρχισε να τους ταξιδεύει σε μαγικές, ρομαντικές εποχές, ξένοιαστες και γιορτινές… Η κοπέλα άρχισε να χορεύει γύρω από την εαυτό της και να σιγοτραγουδάει την μελωδία. Κάποια στιγμή παραπάτησε πάνω στην ορμή της και με μια κίνηση όλο χάρη ξαναβρήκε την ισορροπία της. Γελάσανε και οι δύο, η φωνή τους γάργαρο νερό, το χαμόγελό τους φως. Το βλέμμα της κοπέλας έπεσε σε ένα τζάκι και στις φωτογραφίες που στεκόντουσαν κορνιζαρισμένες πάνω του. Πλησίασε και άρχισε να τις παρατηρεί. Πίσω της άκουσε τα βήματα του νέου που την ακολούθησε.

Διαβάστε επίσης  Γουρούνι στο χακί του Νίκου Πολυχρονόπουλου

“Τι κοιτάς;” την ρώτησε με ενδιαφέρον.

Advertising

“Είναι ένα ζευγάρι, αλλά…”.

“Αλλά τι;” είπε ο νεαρός, και ταυτόχρονα στάθηκε στο πλάι της κοιτώντας και αυτός την φωτογραφία που είχε εστιάσει η κοπέλα. Απεικόνιζε ένα ζευγάρι με φόντο το σπίτι στο οποίο βρισκόντουσαν. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν συγκλονιστικά όμοια με των 2 νέων. Κοιταχτήκαν ελαφρώς σαστισμένοι. Στην επόμενη φωτογραφία ήταν πάλι το ίδιο ζευγάρι με δύο μικρά παιδάκια μπροστά τους. Όμως το βλέμμα της κοπέλας έδειχνε προβληματισμένο. Στην τελευταία φωτογραφία ήταν απεικονισμένος ο νέος με τα δυο παιδιά αλλά χωρίς την κοπέλα. Το πρόσωπό του ήταν φανερά θλιμμένο.

“Τι πιστεύεις ότι συνέβη σε αυτούς;” ρώτησε η κοπέλα.

“ Τι να σου πω, μπορεί να χώρισαν, μπορεί η κοπέλα να έφυγε, μπορεί να…”, σταμάτησε την φράση του νιώθοντας ότι η αλήθεια ίσως ήταν ακόμη πιο επίπονη.

Advertising

“Θα μπορούσες να αγαπήσεις για πάντα;”, ρώτησε η νέα.

“..Ναι… πιστεύω ότι…”

“Φοβάσαι τον θάνατο;”

Ο νέος την κοίταξε απορημένος και λίγο φοβισμένος.

Advertising

“Αναφέρεσαι στο τέλος της ζωής ή στο τέλος της αγάπης;” την ρώτησε τελικά.

“Και στα δύο. Φοβάμαι την αιωνιότητα τελικά… Όλα αυτά που γεμίζουμε τις ζωές μας και σκορπίζουνε από αόρατους ανέμους”

“ Τι θα ήταν όμως οι ζωές μας χωρίς όνειρα, αναμνήσεις … ένα ταξίδι χωρίς κίνητρο και προορισμό…”

“Και τι θα προτιμούσες τελικά; Την πορεία μέσα από τον πόνο και την αγωνία για λίγες στιγμές ευτυχίας ή την λήθη;”

Διαβάστε επίσης  "Ακραία λίθος" της mariposa
Advertising

Τα μάτια του νεαρού βουρκώσανε. Η κοπέλα τον πήρε σφιχτά αγκαλιά.

“Συγχώρεσε με αγαπημένε μου που έγινα λίγο μακάβρια… απλά είμαι τόσο ευτυχισμένη που φοβήθηκα μήπως ζω απλά ένα όνειρο και κρατήσει μόλις για μερικά λεπτά…”

Το αγόρι την κοίταξε στα μάτια και της χάιδεψε το μάγουλο.

“Ίσως αυτό το μυστήριο σπίτι απλά σε φόβισε λίγο… πάμε σε παρακαλώ…”

Advertising

Περπάτησαν λίγο ακόμα και σύντομα έφθασαν στο πίσω μέρος του οικήματος. Ήταν μια ευρύχωρη κρεβατοκάμαρα. Μια μπαλκονόπορτα οδηγούσε στη πίσω αυλή.  Η κοπέλα πλησίασε τις σκονισμένες κουρτίνες που  κάλυπταν την μπαλκονόπορτα και τις μετακίνησε ελαφρά. Το θέαμα  ήταν σαγηνευτικό. Διάσπαρτοι ανθόκηποι γέμισαν τα μάτια της με μύρια χρώματα. Το αγόρι έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.

“Μήπως θα έπρεπε να γυρίσουμε πίσω; Σε λίγο θα βραδιάσει”. Η κοπέλα μαγεμένη ψιθύρισε:

“Είναι τόσο όμορφα εδώ έξω”.

Γρήγορα τράβηξε τις κουρτίνες και άνοιξε την πόρτα.

Advertising

“Πάμε να δούμε τον κήπο”, είπε με παρακλητικό βλέμμα. Και οι δυο ξεκινήσανε σιωπηλά. Περάσανε ανάμεσα από θάμνους στολισμένους με πολύχρωμα άνθη. Στο κέντρο του κήπου υπήρχε ένα κυκλικό ξέφωτο με μικρές αψίδες και αγάλματα στην περιφέρεια του. Ένα μαρμάρινο παγκάκι στεκόταν στην μέση. Το ζευγάρι κάθισε. Η κοπέλα έγειρε στον ώμο του νέου και αυτός πέρασε το χέρι του πίσω από το κεφάλι της στον απέναντι ώμο της. Πέρασαν μερικά σιωπηλά λεπτά…

“Μακάρι να κρατούσε για πάντα αυτή η στιγμή”, ψιθύρισε το αγόρι. Έκλεισαν τα μάτια. Και οι ώρες περνούσαν, οι ημέρες, τα χρόνια. Τα λουλούδια τους τύλιξαν, έγιναν ένα με αυτούς. Και άνθισαν 2 τεράστια λευκά τριαντάφυλλα ακριβώς πάνω από την καρδιά τους. Και η μάνα γη τους μετέτρεψε σε μάρμαρο, όπως τα αγάλματα, για να νικήσει τον χρόνο και να κρατήσει για πάντα αυτή την τρυφερή αγκαλιά.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

alt="Εξώφυλλο του βιβλίου 'Επιβάτης 23' του Sebastian Fitzek, με το όνομα του συγγραφέα και τον τίτλο του έργου."

Το Επιβάτης 23 του Fitzek συναρπάζει

Ποιο είναι το ιδανικό μέρος για να διαπράξεις το τέλειο
Small Things

Small Things like These: εσύ θα τολμούσες;

Η ταινία με τίτλο ” Small Things like These ”έκανε