Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η πρώτη εικόνα που ξεπηδάει σαν ορμητικός χείμαρρος μέσα στο μυαλό μου είναι η μάνα μου να κάθεται να κλαίει και να μου λέει πως ποτέ να μην κάνω το λάθος και τις εμπιστευτώ. «Είναι πλανεύτρες, ξελογιάστρες παιδί μου». Τα λόγια της αυτά ακόμα μου έρχονται στο μυαλό και ας έχουν περάσει 30 χρόνια από τότε.
Κάθε φορά που γυρίζω πίσω στα παιδικά μου χρόνια, κάθε φορά που επιστρέφω στο πατρικό μου σπίτι, η εικόνα που έρχεται πρώτη στο μυαλό μου είναι να κάθομαι στην αγκαλιά της μάνας μου δίπλα στο τζάκι, να χαϊδεύω τα μακριά της μαλλιά με τα δάκτυλα μου και να μου λέει το ίδιο πάντα παραμύθι. Εγώ να την κοιτώ στα μάτια και τα δικά της να βουρκώνουν κάθε φορά. «Τον πατέρα σου παιδί μου τον πλάνεψε η Νύμφη του βουνό ένα βράδυ και χάθηκε. Δεν γύρισε στο σπίτι του ποτέ από τότε». Τα λόγια της αυτά είχαν χαραχτεί βαθιά μέσα μου και για χρόνια με βασάνιζαν σαν μια πληγή που δεν έλεγε να επουλωθεί και κάθε τόσο έσταζε αίμα.
«Ένα βράδυ του Μαρτίου που ο αγέρας φυσούσε δυνατά και το φεγγάρι έλαμπε στον σκοτεινό ουρανό, ο πατέρας σου…». Έτσι ξεκινούσε την ιστορία της πάντα και εγώ καθόμουν και την άκουγα με προσοχή. Κρεμόμουν από τα χείλη της κάθε φορά και ας είχα ακούσει πάνω από χίλιες φορές την ίδια ιστορία.
Τα περισσότερα παραμύθια είχαν πάντα μέσα και έναν μεγάλο έρωτα ανάμεσα στους πρωταγωνιστές που περνούσαν από χίλιες περιπέτειες μέχρι η αγάπη να καταφέρει να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια και να βγει ο μοναδικός νικητής. Έτσι και σε αυτό το παραμύθι η μάνα μου φρόντιζε κάθε φορά να μου τονίζει πόσο ευτυχισμένο και αγαπημένο ζευγάρι ήταν μεταξύ τους, ώσπου μια νύχτα εκεί που έκοβε τα ξύλα στο βουνό ο πατέρας μου, εμφανίστηκε μπροστά του μια Νύμφη. Άρχισε να χορεύει μέσα στο δάσος λικνίζοντας χέρια και μέση σαν αερικό από έναν άλλο κόσμο, από έναν κόσμο ξεχασμένο, μακρινό. Ο πατέρας μου την κοίταξε στα μάτια και όλα άλλαξαν από τότε. Τον πλάνεψε, τον ξελόγιασε και από τότε χάθηκε. Ποτέ κανείς δεν τον είδε.
Ως παιδί στο μυαλό μου τις Νύμφες τις είχα για μάγισσες. Σαν αυτές που έβλεπα τα πρωινά στα παιδικά στην τηλεόραση. Αυτές με την μεγάλη μύτη, τις άσχημες με τις τεράστιες ελιές που στόλιζαν τα πρόσωπα τους και την ξύλινη σκούπα στο χέρι που την καβαλάνε και πάνε από εδώ και από εκεί σκορπώντας τον τρόμο και τον πανικό στους ανθρώπους. Αυτές οι κακές γυναίκες που με τις μαγικές, σκοτεινές τους δυνάμεις καταστρέφουν την αγάπη και την ευτυχία όσων τύχει και βρεθούν στον δρόμο τους.
Στο Δημοτικό αποφάσισα να ψάξω περισσότερο για τις Νύμφες. Έπεσα με τα μούτρα στα βιβλία. Μετά το σχολείο κλεινόμουν στην βιβλιοθήκη του χωριού και χανόμουν μέσα στις σελίδες των βιβλίων. Ρουφούσα με μανία κάθε πληροφορία που ανακάλυπτα για αυτές και την αποθήκευα στην μνήμη μου. Στην συνέχεια καθόμουν και χάζευα τις φωτογραφίες τους. Τελικά ήταν όπως τις περιέγραφε η μάνα μου και όχι όπως τις έπλαθα εγώ στο παιδικό μυαλό μου. Ήταν όμορφες, ψηλές με μακριά ξανθά μαλλιά και ντυμένες με αέρινα άσπρα φορέματα που λικνίζονταν απαλά με το δροσερό αεράκι. Έμοιαζαν με αερικά. Το βλέμμα τους πράγματι σε μάγευε, σε πλάνευε.
Οι Νύμφες τριγυρνούσαν στα βουνά πότε συνοδεύοντας την Άρτεμης και πότε τραγουδώντας και χορεύοντας με τον Πάνα στις πλαγιές των βουνών. Θύματα τους ήταν συνήθως οι ξυλοκόποι που κατέστρεφαν τα δάση κόβοντας τους κορμούς των δέντρων. Μια ματιά τους μόνο ήταν αρκετή για να τους κάνει να χάσουν τα λογικά τους. Ελάχιστοι τις είχαν δει και όσοι τις είδαν και δεν τρελάθηκαν τους έλεγαν αλαφροΐσκιωτους. Αυτές οι όμορφες θεότητες του βουνού ήταν που μου στέρησαν την παρουσία του πατέρα μου. Αυτές ήταν υπεύθυνες για την δυστυχία μου.
Κάθε φορά που αργούσα να πάω σπίτι, η μάνα μου μόλις με έβλεπε στην πόρτα μου έλεγε «πρόσεχε Αποστόλη, μην σε θαμπώσει η ομορφιά τους και ξελογιαστείς και εσύ. Δεν θα αντέξω να χάσω και εσένα» και εγώ έτρεχα γρήγορα και έπεφτα στην αγκαλιά της γεμίζοντας την με φιλιά. Χάιδευα τα μαλλιά της και την καθησύχαζα λέγοντας της πως δεν πρόκειται εμένα να με πλανέψουν όπως τον πατέρα μου.
Στο σχολείο για όλους ήμουν το παιδί του ήρωα. Κάθε φορά που κάποιος με ρωτούσε για τον πατέρα μου εγώ του ξεφούρνιζα με ευκολία την ιστορία που άκουγα κάθε βράδυ από την μητέρα μου δίπλα στο τζάκι. Έτσι έλεγα σε όλους πως είχα πατέρα ήρωα που πάλεψε γενναία πάνω στο βουνό με μια Νύμφη, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να κερδίσει την μάχη. «Εξάλλου ποιος θνητός μπορεί να τα βάλλει με τους θεούς;», έλεγα πάντα στο τέλος στα παιδιά και εκείνα με κοιτούσαν με το στόμα ανοιχτό.
Ακόμα και οι κάτοικοι στο χωριό με αγαπούσαν και με φρόντιζαν. Όλοι ήξεραν την ιστορία του πατέρα μου, του ξυλοκόπου που τον ξελόγιασε η Νύμφη. Ήμουν κάτι σαν μύθος, κάτι σαν ένα κομμάτι της ιστορίας ενός μικρού χωριού και ναι, ένιωθα περήφανος που ο πατέρας μου πάλεψε με μια θεότητα έστω και αν δεν τα κατάφερε να την νικήσει. Ο πατέρας μου ήταν ήρωας και θα έμενε για πάντα στις μνήμες των ανθρώπων. Για όλους ήμουν ο γιος του ξυλοκόπου που τον πλάνεψε η Νύμφη του βουνού και έτσι έπαιρνα και εγώ ένα μικρό κομμάτι από την φήμη και την δόξα του.
Αφήνοντας πίσω μου το δημοτικό και μπαίνοντας στο Γυμνάσιο τα πράγματα δεν άλλαξαν και πολύ. Αμέσως μετά το μάθημα έφευγα τρέχοντας με την σάκα στην πλάτη και ανέβαινα στο βουνό. Ήθελα να την βρω. Να την δω. Να της μιλήσω. Να της πω να τον αφήσει να φύγει, να του επιτρέψει γυρίσει πίσω σε εμένα και στην μάνα μου που κάθε μέρα έλιωνε σαν το κερί. Αν τυχόν δεν με άκουγε είχα ετοιμάσει και δεύτερο σχέδιο στο μυαλό μου. Θα πάλευα μαζί της. Ναι, εμένα δεν θα με πλάνευε η ομορφιά της.
Καθόμουν ώρες ατελείωτες και έστηνα παγίδες σε κάθε γωνιά του βουνού για να μπορέσω να την πιάσω και μόλις την έπιανα θα της χάραζα το πρόσωπο με τον μικρό σουγιά που είχα αρπάξει ένα βράδυ κρυφά από τον παππού μου, για να μην πλανεύει τους ανθρώπους με τα κάλλη της.
Τίποτα όμως. Οι μέρες περνούσαν, οι βδομάδες περνούσαν, οι μήνες, τα χρόνια και στις παγίδες που έστηνα μόνο αγριογούρουνα και αλεπούδες πιάνονταν. Η μάνα μου μαράζωνε και εγώ εκεί να ψάχνω τις νύχτες στα κρυφά να βρω την Νύμφη του βουνού που ξελόγιασε τον πατέρα μου. Αυτήν την ξελογιάστρα, αυτήν την πλανεύτρα που με τον χορό και τα κόλπα της στέρησε από εμένα τον πατέρα μου και από την μάνα μου την ευτυχία.
Για χρόνια έφτιαχνα στο μυαλό μου το δικό μου τέλος, το δικό μου θέλω. Ήθελα να γράψω εγώ το τέλος στην ιστορία αυτή που άκουγα τόσες φορές. Ήθελα να ήμουν ο γενναίος γιος που πάλεψε με θάρρος και τόλμη με την Νύμφη του βουνού και έλυσε τα μάγια του πατέρα του. Ύστερα αγκαλιασμένοι πατέρας και γιος θα επέστρεφαν σπίτι στην αγκαλιά της μητέρας και όλα θα τελείωναν εκεί. Αγκαλιασμένοι όλοι μπροστά στο τζάκι να αναπληρώνουν τον χαμένο χρόνο και να σχεδιάζουν το μέλλον, όπως στα παραμύθια που τέλειωναν με την ίδια πάντα φράση, «και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», έτσι θα έκλεινα και εγώ την δική μου ιστορία.
Μου πήρε χρόνια για να καταλάβω πως τόσο καιρό κυνηγούσα χίμαιρες, πως η ζωή τελικά είναι ένα μεγάλο παραμύθι που άλλοτε το ζεις με ευτυχισμένο τέλος και άλλοτε πάλι όχι. Αυτό που έχει σημασία ακούγοντας παραμύθια είναι να μην παραμυθιάζεσαι όπως εγώ. Μεγαλώνοντας έμαθα πως η Νύμφη που τον ξελόγιασε και τον πήρε μακριά μου ήταν από το διπλανό χωριό και την έλεγαν Καταλίνα. Μια ψηλή, όμορφη Ρωσίδα με μακριά ξανθά μαλλιά που δούλευε ως χορεύτρια τα βράδια στο μπαρ της περιοχής και που με τα κόλπα της κατάφερε να τον κάνει να μας ξεχάσει και να ζήσει μαζί της το δικό τους παραμύθι.