Είναι σχεδόν βράδυ. Έχω κατέβει με ταξί στο κέντρο, στην πρώτη μου προσπάθεια να εντοπίσω και να καταγράψω τα μέρη που έγιναν τα επεισόδια τον Δεκέμβριο του 2008. Αλλά γυρνώντας στην παλιά μου γειτονιά δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να εξερευνήσω τα μέρη που έζησα και να δω πως έχουν αλλάξει.
Περπατώ στο πλατύ πεζοδρόμιο της λεωφόρου Αλεξάνδρας, έξω από το Πεδίον του Άρεως. Έχουν βάλει ψηλά κάγκελα, κάτι που συζητούσαν να κάνουν από όταν ζούσα στην γειτονιά χρόνια πριν. Τελικά το έκαναν. Σκέφτομαι πως δεν το έκαναν για την ασφάλεια και τον έλεγχο του πάρκου, αλλά για να δικαιολογήσουν δαπάνες, να ξεπληρώσουν υποχρεώσεις δίνοντας έργα. Και λίγο παραπάνω επιβεβαιώνονται οι σκέψεις μου. Σε μία από τις παράπλευρες εισόδους τα καινούργια κολωνάκια με το φως στο πάνω μέρος είναι σχεδόν ξεριζωμένα. Και πάνω σε ένα από τα υπολείμματα του παλιού φράχτη διαγράφονται καθαρά, στο φως του φανοστάτη του δρόμου, δεκάδες προφυλακτικά, βαλμένα σαν τρόπαια. Ή σαν τάματα για μία επόμενη φορά. Ή, σκέφτομαι με ένα χαμόγελο, σαν σημάδια σκύλων που μαρκάρουν τον χώρο τους. Μπαίνω στον πειρασμό να σκεφτώ γιατί και ποιο ζευγάρι θα προτιμούσε αυτόν τον χώρο για την συνεύρεση του, όταν κάποια σκιά μπροστά μου κινείται και ο άνθρωπος που στεκόταν στις σκιές με πλησιάζει. Η αρχική έκπληξη και ανησυχία μου κάπως κατευνάζονται επειδή δεν τρέχει να με προλάβει, αλλά περπατά αργά. Σχεδόν ηρεμώ, όταν διαπιστώνω ότι είναι μόνος του, πιο κοντός και αδύνατος από μένα και καλοντυμένος, τουλάχιστον για τέτοια ώρα στο πάρκο, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν βγει για να τρέξουν με την φόρμα τους και τα αθλητικά τους παπούτσια.
-Καλησπέρα. Έχετε ώρα; με ρωτά.
Προσπαθώ να βγάλω το κινητό μου για να δω, αλλά η επόμενη ερώτησή του, με κάνει να καταλάβω ότι δεν θέλει να μάθει την ώρα.
-Έχετε ώρα για να σας μιλήσω για ένα πραγματικά σημαντικό θέμα;
Από το μυαλό μου περνά αυτή η περίεργη συνάντηση που είχα πριν από 10-15 χρόνια, στο στενό πεζοδρόμιο της Σίνα, με μία μεσήλικη κυρία. Γυρνούσα από την δουλειά, όταν με σταμάτησε μπαίνοντας μπροστά μου και κλείνοντας μου τον δρόμο. Μου είπε με παρακλητική φωνή εάν θα μπορούσα να της διαθέσω 5 λεπτά. Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη τότε, για να δω εάν έχω τίποτε ψιλά να της δώσω, γιατί υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που σου λένε μία ολόκληρη ιστορία πριν σου ζητήσουν χρήματα, ή μάλλον για να σου εξηγήσουν γιατί σου τα ζητάνε. Ίσως πάλι να θεωρούν ότι τα χρήματα που θα τους δώσεις είναι η πληρωμή τους για την ιστορία που σου λένε. Δεν βρήκα ψιλά στην τσέπη και ήμουν έτοιμος να της πω ότι δεν έχω χρήματα, αλλά εκείνη μάλλον εξέλαβε την έως τότε σιωπή μου ως συμφωνία και είχε ήδη αρχίσει να μου λέει την ιστορία της. Η ιστορία ήταν μάλλον ενδιαφέρουσα, παρότι μπερδεμένη. Κάτι για την κόρη της, την πεθερά της, μία θεία της και την ίδια ανάμεσα σε τρεις ισχυρότερες από αυτήν θελήσεις. Όμως δεν έβλεπα πουθενά στην ιστορία της, το που ή πως, θα μπορούσε να κάνει την σύνδεση, ώστε να μου ζητήσει τελικά χρήματα. Και στον χρόνο που μου έλεγε όλα αυτά, είχα την ευκαιρία να εξετάσω το πρόσωπό της, τα ρούχα της, την τσάντα και τα παπούτσια της. Όλα προσεγμένα και μάλλον ταιριαστά μεταξύ τους, δεν έδειχναν οικονομική ανάγκη. Κάπου εκεί μάλλον έχασα δύο – τρεις φράσεις της, γιατί μου ήρθε σχεδόν ξαφνική η τελευταία της πρόταση, σε άλλον τόνο από αυτόν της αφήγησης.
-Σε ευχαριστώ πολύ που με άκουσες. Ο Θεός να σε έχει καλά.
Και με τον ίδιο αποφασιστικό τρόπο που μιλούσε, έπιασε να απομακρύνεται από μένα. Τελικά δεν ζητούσε χρήματα. Ήθελε απλώς κάποιον άνθρωπο να την ακούσει. Πραγματικά να της διαθέσει 5 λεπτά. Δεν ήθελε συμβουλές. Είχε πάρει ήδη τις αποφάσεις της. Αυτό που μου περιέγραφε ήταν αλήθεια, ήταν η ζωή της. Και με αυτόν τον περίεργο τρόπο έβαζε τον εαυτό της πάνω από τις προσωπικότητες που την επισκίαζαν. Γινόταν ο αφηγητής και είχε απίστευτη δύναμη πάνω στα πρόσωπα της αφήγησής της. Δεν την εξασκούσε, γιατί ήθελε να πει την αλήθεια, αλλά η αίσθηση ότι είχε την δυνατότητα, ήταν αυτή που την ώθησε να με σταματήσει και να μου μιλήσει. Ή, ίσως, να ήταν απλώς μία ημι – τρελή.
Όμως ο άνθρωπος μπροστά μου μάλλον δεν ήταν μία τέτοια περίπτωση. Έμοιαζε σαν να ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία.
-Παρακαλώ, του είπα, τι θα θέλατε;
-Λίγο χρόνο θέλω, για να σας πω κάποιες σκέψεις μου.
-Ναι, αλλά γιατί εδώ στο πάρκο νυχτιάτικα; Δεν νομίζετε ότι είναι λίγο περίεργο μέρος για συζητήσεις;
-Με παρακολουθούν. Δεν θέλουν να μιλάω με άλλους. Ξέρουν ότι γνωρίζω την αλήθεια και δεν με αφήνουν να μιλήσω. Σας παρακαλώ, λίγα λεπτά μόνο θέλω.
-Εμπρός λοιπόν, πείτε μου, σας ακούω.
-Αγοράζουν την ελευθερία μας, με αντάλλαγμα τα καθρεφτάκια και τις χάντρες της κατανάλωσης, και μετά μας τα ζητάνε πίσω, επειδή δεν έχουμε δικαίωμα να έχουμε πράγματα, αφού δεν είμαστε ελεύθεροι. Όμως η κοινωνία μας είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα. Είναι, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι, ένα λογικό κατασκεύασμα. Κάτι που θα είμαστε σε θέση να το αλλάξουμε σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά ή δεν μας αρέσει. Όμως παρόλο που η κατάσταση που βιώνει η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου, δηλαδή η πραγματικότητά του, είναι ζοφερή, δεν έχει την δυνατότητα να την αλλάξει. Αυτό συμβαίνει γιατί ανάμεσα στην πραγματικότητα και το ίδιο το σύστημα που την δημιουργεί, έχουν τοποθετηθεί σε καίρια σημεία, παγίδες, όπως το χρηματο-οικονομικό σύστημα, που αναπαράγουν διαρκώς το ελάττωμα αυτών που αρχικά το δημιούργησαν. Την απληστία.
-Γιατί μου τα λέτε όλα αυτά Ποίοι σας κυνηγάνε; Και γιατί να σας κυνηγάνε; Όλα αυτά που μου είπατε τα λένε πολλοί πια, δημόσια.
-Δεν είναι μόνο αυτά. Αυτό που προσπαθούν να κάνουν είναι να μειώσουν τον παγκόσμιο πληθυσμό. Σκέψου ότι δεν έχουν κανένα λόγο να χρωστά όλος ο κόσμος. Έχουν ήδη περισσότερα λεφτά από όσα μπορούν να χαλάσουν. Και τόσους σκλάβους δεν τους χρειάζονται. Θέλουν να μειώσουν τον πληθυσμό. Και το κάνουν σιγά – σιγά τώρα, αλλά με αυτές τις συνθήκες ανάβουν και φωτιές για μεγάλους πολέμους.
-Συγνώμη κύριε, που σας διακόπτω. Όπως σας είπα όλες αυτές οι θεωρίες είναι γνωστές και τις πιστεύουν και τις διαδίδουν πολλοί άνθρωποι. Δεν είναι ούτε μυστικά, ούτε απαγορεύεται να τα λες. Βεβαίως ο περισσότερος κόσμος δεν ενδιαφέρεται, δεν τα πιστεύει και η αντιμετώπισή τους είναι δύσκολη, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα τελείως.
-Ναι, αλλά εγώ έχω στοιχεία. Αποδείξεις.
-Θα σε απογοητεύσω άνθρωπέ μου. Τα στοιχεία είναι ήδη διαθέσιμα. Έχουμε πνιγεί σε δαύτα. Έχουμε πνιγεί στο άδικο, το παράλογο και το άνομο. Οι πληροφορίες πια δεν αποτελούν σωσίβιο, αλλά βαρίδια. Εδώ χρειάζεται πράξη, όχι άλλα λόγια.
Με κοίταξε καλά – καλά.
-Είσαι αριστερός; με ρώτησε.
-Όχι, ούτε αριστερός, ούτε δεξιός. Είμαι ίσιος, ευθύς. Αλλά γιατί κολλάτε στις ταμπέλες;
-Ξέρεις, αριστεροί και δεξιοί είναι το ίδιο πράγμα. Αυτό που ψάχνω είναι κάποιον να μιλήσω. Αλλά κανείς δεν ενδιαφέρεται.
-Και τι να πεις. Όλα έχουν ειπωθεί. Κάθε μέρα στοιβάζουμε τις νέες λέξεις, σε κείμενα γεμάτα ιδέες που δεν τις διαβάζει ούτε αυτός που τις γράφει. Λένε ότι είναι επαναστατικά κείμενα για να αλλάξει η κοινωνία μας, αλλά κανείς δεν έχει χρόνο πια να διαβάσει. Ο κόσμος πια έχει κουραστεί να μεταφέρει λέξεις. Οι ειδήσεις των 9 έχουν γίνει το διήγημα της ζωής του. Του λέει πως είναι η ζωή του και πως να την περάσει. Πως το αλλάζεις αυτό; Πως θα περάσουμε την ζωή μας;
Έσκυψε το κεφάλι και όταν μίλησε η φωνή του ήταν κουρασμένη και βραχνή.
-Θα περάσει. Μια ζωή είναι, σε δύο σελίδες, στις παρυφές του πάρκου, μία καθημερινή βράδυ.