Στεκόμασταν όλοι σε έναν σκοτεινό χώρο, στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο και κοιτούσαμε προσηλωμένοι προς τον σβηστό προβολέα που βρισκόταν στο δωμάτιο. Σύντομα θα άναβε και θα φώτιζε την μικρή σκηνή που υπήρχε μπροστά μας ώστε να γίνει ευδιάκριτη η φιγούρα που γνωρίζουμε ότι βρίσκεται εδώ και ώρα πάνω σε αυτήν. Βέβαια, δεν θα καταφέρουμε να διακρίνουμε το πρόσωπο και τα χαρακτηριστικά της. Η μοναδική διαφορά θα είναι ότι το παράξενο, όπως τώρα μας φαίνεται, σχήμα της θα αποκτήσει μια ανθρώπινη υπόσταση, γεγονός που αρκεί για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε ότι πρόκειται για ένα ανθρώπινο ον και όχι για κάποιο αντικείμενο. Ούτως ή άλλως δεν έχει σημασία. Αυτό που αντικρίζουμε πάντα είναι μια αινιγματική σκιά στον τοίχο.
Στην αρχή ελπίζαμε πως θα μας δοθεί κάποια στιγμή η ευκαιρία να δούμε αυτόν που στέκεται πάνω στην ξύλινη σκηνή και μας παρατηρεί σιωπηλός όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν πιστευτό πως μέρα με την μέρα το φως του προβολέα δυνάμωνε και στο τέλος θα έφτανε σε σημείο ώστε να αρκεί για να μας αποκαλύψει κάποιο στοιχείο του μυστηριώδους του προσώπου. Πολλοί μάλιστα λέγανε ότι όντως μπορούσαν να ξεχωρίσουν μερικά χαρακτηριστικά του κάποιες φορές όταν το φως ήταν πιο έντονο. Στο πρόσωπο της φιγούρας άλλοι βλέπανε τον μεγάλο τους αδελφό που τόσο πολύ είχαν δεθεί μαζί του. Άλλοι το στοργικό πρόσωπο της μητέρας τους που τους προσέφερε μια τρυφερή αγκαλιά και άλλοι τον αγαπημένο τους που δεν είχαν την τύχη να έχουν αυτή τη στιγμή δίπλα τους. Πολλές φορές είχα πέσει και εγώ σε αυτή την παγίδα. Η επιθυμία μου να δω την ανεξήγητη αυτή σιλουέτα να μεταμορφώνεται σε ένα οικείο πρόσωπο καθιστούσε την λογική σκέψη μια παράλογη διαδικασία που παραγκωνιζόταν μπροστά στην ανάγκη μου για πίστη. Είχα πιστέψει και εγώ ότι μπορούσα να τον δω. Ήταν ψηλός με κατσαρά μελαχρινά μαλλιά και είχε σηκωμένο το χέρι του στο ύψος του μετώπου του σαν να μας χαιρετά. Το καλύτερο χαρακτηριστικό του όμως ήταν το χαμόγελο του. Ένα ευγενικό, ειλικρινές χαμόγελο ενός ανθρώπου που φαινόταν πως σε καταλαβαίνει και σε συμπονά.
Ανοησίες! Ποτέ δεν τον είδα στην πραγματικότητα. Ποτέ κανένας μας δεν τον είδε. Όλοι έχουμε πλάσει διαφορετικά σενάρια για την εμφάνιση του. Κανένα όμως δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Ούτε, όμως και να απορριφθεί. Ποτέ δεν θα μάθουμε πως μοιάζει εμφανισιακά . Πόσο ανόητο από μέρους μας να πιστεύουμε πως μια μέρα θα τον γνωρίσουμε. Από την άλλη δεν μπορούμε να κάνουμε και αλλιώς. Είναι ενάντια στην ανθρώπινη φύση να σταματήσει να πιστεύει. Ακόμη και αυτοί που διαμαρτύρονται καθημερινά λέγοντας πως όλο αυτό ήταν ένα χαζό παιχνίδι που συνεχιζόταν αδιάκοπα και δεν είχε κανένα άλλο σκοπό από το να παίξει με το μυαλό μας, στο βάθος ξέρουν ότι αυτή η ψευτοεπανάσταση που κήρυτταν δεν ωφελούσε σε τίποτα. Γνώριζαν και οι ίδιοι, όπως και εμείς, ότι όλα αυτά τα έλεγαν στην προσπάθεια τους να αντισταθούν, έστω λεκτικά, στη δουλόπρεπη συμπεριφορά που τους επιβαλλόταν. Και εμείς στην αρχή έτσι ήμασταν. Νέοι, γεμάτοι ζωντάνια, με πάθος για την ζωή. Πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να ξεφύγουμε από εδώ. Να δραπετεύσουμε από τη θανάσιμη μοίρα μας. Ίσως και να βοηθήσουμε τους άλλους να δραπετεύσουν. Ονειρευόμασταν ακόμη και να ρίξουμε το ίδιο το σύστημα ώστε να μην υπάρχει πλέον η ανάγκη για δραπέτες και φύλακες. Νομίζαμε πως ήμασταν τυχεροί επειδή δεν μας σκότωσαν αμέσως αλλά αντίθετα μας άφησαν να ζήσουμε έστω και αυτό το φθηνό δείγμα ζωής.
Δεν άργησε όμως να έρθει η στιγμή που αντιληφθήκαμε ότι αυτός ήταν απλά ένας παρατεταμένος θάνατος. Ήθελαν πρώτα να μας θανατώσουν συναισθηματικά, στη συνέχεια να μας απογυμνώσουν από κάθε σκέψη που μας ανήκε και στο τέλος, αφού θα έχουμε υποστεί τον χειρότερο εξευτελισμό, να τους παραδώσουμε αμαχητί την ψυχή μας. Κύριος στόχος τους ήταν να ελέγξουν το μυαλό μας και όχι το σώμα μας. Γι αυτό και μας κράτησαν ζωντανούς, προσφέροντας μας ένα μέρος για να μείνουμε, τροφή, νερό και κάποια ρούχα. Παρέχοντας μας δουλειά και συνεπώς δίνοντας μας την ευκαιρία για απόκτηση χρημάτων προσπάθησαν μάλιστα να καλλιεργήσουν μέσα μας και την ιδέα ότι είμαστε ελεύθεροι να αποφασίζουμε για την διαχείριση των αγαθών που κατέχουμε. Ο μονός φυσικός περιορισμός που μας έθεσαν ήταν ότι κάθε μέρα στις 4 το μεσημέρι ακριβώς θα έπρεπε να παρευρισκόμαστε στην αίθουσα εκδηλώσεων, όπως αναγραφόταν στην πινακίδα ακριβώς έξω από την αίθουσα που βρισκόμαστε τώρα.
Το παιχνίδι τους συνεχιζόταν ίδιο και απαράλλακτο. Μας επέβαλαν να στεκόμαστε εδώ, όντας ανίκανοι να κάνουμε οτιδήποτε άλλο από το να κοιτάζουμε ανυπόμονα προς τη μικρή σκηνή περιμένοντας κάτι να συμβεί. Βέβαια, ποτέ δεν συνέβαινε τίποτα. Αυτό μας τρέλαινε. Κάθε μέρα και πιο πολύ. Μα γιατί; Γιατί μας δίνουν ψεύτικες ελπίδες συνεχώς; Αφού γνωρίζουμε το τέλος. Βέβαια, δεν μπόρεσα να τους μισήσω γι αυτό. Μισούσα περισσότερο τον εαυτό μου. Ήξερα την κατάληξη αυτής της διαδικασίας. Ήξερα πως ποτέ δεν θα έχω την ευκαιρία να ανακαλύψω τι βρίσκεται πίσω από το σκοτεινό πέπλο που κάλυπτε τα θολά χαρακτηριστικά αυτής της φιγούρας. Παρόλα αυτά ποτέ μου δεν σταμάτησα να ελπίζω πως η επομένη μέρα θα μου φερθεί κάπως πιο δίκαια και θα μου δώσει κάποια στοιχεία. Η ψυχολογική πίεση που μου ασκούνταν από αυτή την παλαβή διαδικασία εκφραζόταν σε μια μορφή τρέλας. Έχανα το μυαλό μου. Έχανα την μάχη εναντίον τους. Οι πιο παράλογοι φόβοι μου έκαναν μια μεγαλοπρεπή εμφάνιση στην σκηνή και μετέπλαθαν την ανθρωπόμορφη σιλουέτα σε έναν παραλογισμό. Έμεινα να παρακολουθώ την ζωή μου ως μια παράσταση σκιών σκηνοθετημένη από τον χειρότερο εχθρό μου. Η μοναξιά που ένιωθα μέσα στο πλήθος με έπνιγε. Ήθελα να φωνάξω. Μια σιγανή διαίσθηση όμως μου έλεγε πως θα ήταν συνετό να συγκρατηθώ. Ούτως ή άλλως δεν υπήρχε κανένας εκεί για να με ακούσει. Όλοι οι υπόλοιποι γύρω μου πάλευαν με τους δικούς τους δαίμονες. Παρακολουθούσαν και αυτοί ανήμποροι την δική τους παράσταση σκιών. Βίωναν την δική τους μορφή τρέλας.
Καθοδηγημένη από μια ανώτερη δύναμη που δε μπορούσα να ελέγξω έκανα μερικά βήματα μπροστά ως που έφτασα να ακουμπώ με τις άκρες των δάκτυλων μου την πρόσοψη της σκηνής. Ανέβηκα πάνω και στάθηκα για λίγο ακίνητη. Δεν με καθοδηγούσε το μυαλό μου αλλά μια αόριστη δύναμη η όποια με πίεζε να προχωρήσω προς το μέρος της μυστηριώδους φιγούρας. Έφτασα κοντά της, αναζητώντας με το βλέμμα μου το πρόσωπο της. Ένα αίσθημα ικανοποίησης με κυρίευσε όταν το βρήκα. Πλέον, ήμουν σε θέση να επιβεβαιώσω την εικασία μου καθώς κοίταζα υπνωτισμένη τα ματιά του νεαρού αυτού άνδρα. Το ήξερα ότι ήταν αυτός. Από την αρχή το ήξερα. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Το ίδιο ευγενικό χαμόγελο που είχε πάντοτε. Τα μάτια του μου έδειξαν με όλη την ειλικρίνεια την έξοδο από το χάος που επικρατούσε γύρω μου. Τον εμπιστεύτηκα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Έριξα μια τελευταία ματιά στους ανθρώπους που βρίσκονταν κάτω από την σκηνή από λύπηση για τα μίζερα ανθρωπάκια που θα έμεναν πίσω. Όλοι χαμογελούσαν. Ίσως βρήκαν και αυτοί την δική τους διέξοδο. Ίσως απλά ήταν χαρούμενοι που σύντομα θα γίνονταν μάρτυρες της δικής μου διαφυγής. Αφού διαβεβαιώθηκα ότι ήταν ευτυχισμένοι έστρεψα το βλέμμα μου και πάλι στον άντρα που βρισκόταν διπλά μου, του ανταπέδωσα το χαμόγελο και έκανα ένα βήμα μπροστά.
Πίσω μου έμεινε μόνο μια σκιά που χαμογελούσε σχεδόν χαιρέκακα, καθώς περίμενε υπομονετικά να εμφανιστεί το φως του προβολέα για να δημιουργήσει νέα ερωτήματα σε αυτούς που παρέμεναν φυλακισμένοι στον χώρο που βρισκόμουν εγώ η ίδια πρωτύτερα. Δε με ένοιαζε πλέον. Εγώ ήμουν ελεύθερη.