Ημερολόγιο Λεσίλ Λινς
Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2015
Δάσος Σικάρ, 85 χλμ. βορειοδυτικά της Σκωτίας
Σήμερα είναι η πρώτη μου μέρα σε αυτό το «κρυμμένο από τον κόσμο» μέρος. Το ονόμασα έτσι, γιατί μοιάζει απόκοσμο και σκοτεινό, τόσο, που θα μπορούσα να πω ότι κοιτάζοντάς το… με φοβίζει λίγο. Αλλά η “πραγματική” αλήθεια είναι ότι με κάνει και βαριέμαι. Με κουράζει. Δεν μπόρεσα να πω όχι σε αυτό το ταξίδι γιατί ήξερα πως η αγαπημένη συνήθεια της οικογένειάς μου είναι η εκδρομή του μήνα. Είχε γίνει θεσμός για την τριμελή μου οικογένεια, απ’ όταν ήμουν πέντε ετών ακόμα. Για μένα, την μητέρα και τον πατέρα μου. Επίσης, γιατί ένα από τα «χόμπι» του πατέρα ήταν να συλλέγει φωτογραφίες από τα πιο παράξενα τοπία και μέρη που μπορεί να φανταστεί κανείς.
Τα χρόνια όμως πέρασαν κι εγώ έγινα πια δεκαοκτώ. Δεν είχα πια, ούτε τη διάθεση να «ξενιτεύομαι» από το σπίτι μου, ούτε να αφήνω φίλους και ασχολίες για μια ακόμη εβδομάδα. Αγαπούσα τόσο πολύ τους γονείς μου όμως, που δεν μπόρεσα να αρνηθώ. Γι’ αυτό βρίσκομαι σήμερα, πάλι εδώ· παρότι έρχομαι για πρώτη φορά νιώθω σαν να ξέρω καλά αυτό το μέρος. Και σε τι άλλο θα μπορούσε να διαφέρει, άλλωστε; Είναι ένα δάσος σαν όλα τ’ άλλα. Με αμέτρητα δέντρα κι ένα ποτάμι.
Αυτό που με φοβίζει περισσότερο από οτιδήποτε εδώ. Δεν ξέρω το γιατί, αλλά μου δημιουργεί μια ταραχή ανεξήγητη.
Ευτυχώς που σ’ αυτή την εκδρομή έχω για παρέα κάποια της ηλικίας μου, την καλύτερή μου φίλη, Γκουέν. Τουλάχιστον θα συζητώ για καλύτερα θέματα από εκείνα που αφορούν τον πλούτο του περιβάλλοντος, την αρχαιολογία και τόσα άλλα που έτη τώρα, άκουγα να μιλά με ενθουσιασμό ο πατέρας. Είναι βράδυ Σαββάτου και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Για ένα ανεξήγητο λόγο ή καλύτερα μεγάλη επιθυμία θέλω να περπατήσω κάτω από το φως του φεγγαριού. Παίρνω βιαστικά μια λεπτή ζακέτα από την καρέκλα του γραφείου και βγαίνω έξω. Αρχίζω να απομακρύνομαι από το σπίτι όλο και πιο πολύ. Το ξύλινο σπίτι που νοικιάσαμε είναι πολύ κοντά -σχεδόν δίπλα στο ποτάμι- και από την προβλήτα το βλέπω να ξεμακραίνει όλο και πιο πολύ. Έχει ένα απαλό αεράκι που όμως αρχίζει να γίνεται πιο δυνατό, όσο πλησιάζω στο τέρμα της διαδρομής. Εκεί, στο τέλος του, όλα μοιάζουν γαλήνια κι επικρατεί μια ατέλειωτη ηρεμία. Κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να αφουγκραστώ –έστω για μια μοναδική φορά– τους ήχους… την πνοή της φύσης. Όμως ίσα που προλαβαίνω γιατί νιώθω ένα δυνατό σκούντημα στην πλάτη και πέφτω με φόρα στο ποτάμι.
«Βοήθεια!» κραυγάζω. «Δεν ξέρω… Δεν μπορώ να κολυμπήσω!» κουνώ τα χέρια μου απεγνωσμένα ενώ διακρίνω μια σκιά να τρέχει στο σκοτάδι, στο πέρας της προβλήτας.
Η «μάχη» με το νερό μόλις ξεκίνησε.
***
«Θεέ μου, ευτυχώς ξύπνησες», με αγκάλιασε κλαίγοντας η μητέρα μου. «Μας τρόμαξες τόσο πολύ, γλυκιά μου. Μην ξαναφύγεις ποτέ από κοντά μας».
«Δεν έπρεπε να βγεις έξω μόνη και μάλιστα εδώ. Σε ένα μέρος που δεν γνωρίζεις καθόλου, Λεσίλ», είπε ο πατέρας μου, με εμφανή τα σημάδια ανησυχίας και φόβου στο πρόσωπό του. Φαινόταν καθαρά ότι και οι δυο μου γονείς είχαν περάσει μια άσχημη νύχτα· μονολότι δεν είχε ξημερώσει ακόμη εντελώς, μιας και η ώρα ήταν τρεις το χάραμα. «Ευτυχώς. Στην ατυχία μας σταθήκαμε τυχεροί και έτυχε να βρίσκεται κοντά, ο άνθρωπος που τώρα του χρωστάμε τα πάντα. Ο σωτήρας σου».
«Ο σωτήρας μου;» δήλωσα με απορία.
«Ναι, σωστά. Ένα αληθινός σωτήρας. Το φαντάζεσαι;» είπε πειραχτικά η Γκουέν.
«Ο κύριος Κουέντιν Στήβενσον. Είναι εξερευνητής. Και του χρωστώ τη ζωή μου», μου έδειξε με το χέρι, τον άγνωστο άνδρα που στεκόταν όρθιος κοντά στο αχνοφώτιστο παράθυρο. Από τη μια το μετατραυματικό σοκ από την πτώση και από την άλλη, η έντονη ζάλη που μου προκαλούσε μια μικρή θόλωση στην όρασή μου, με εμπόδιζε να διακρίνω με σαφήνεια το πρόσωπό του. Σιγά σιγά όμως η εικόνα όλο και ξεδιάλυνε. Και τότε τον αντίκρισα. Τον ήρωα όχι του παραμυθιού αλλά της ίδιας της ζωής μου. Της ύπαρξής μου.
***
Ξόδεψα όλες τις ώρες, όλα τα λεπτά, όλα τα δευτερόλεπτα μαζί του. Με την άδεια που ζήτησε από τον πατέρα, πείθοντάς τον ότι μου χρειαζόταν φρέσκος, καθαρός αέρας για να ξεχαστώ από αυτό που μου συνέβη· έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στο να με ξεναγήσει στο μέρος -που όπως μου είπε αργότερα, το γνώριζε σαν την παλάμη του χεριού του. Πέρασα τις μέρες μου… τις μέρες μας, πότε περπατώντας με εκείνον χέρι χέρι ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα, ανάβοντας φωτιές λέγοντας μαζί του μακρινές ιστορίες και άλλοτε καθισμένοι στο ξύλο της προβλήτας, ακούγοντας το παγωμένο κελάηδισμα των πουλιών. Πάντοτε νύχτα. Κι ενώ η καρδιά μου τον είχε ήδη ερωτευτεί… τον αγαπά με ένα χείμαρρο συναισθημάτων που με κατακλύζουν ολόκληρη, η λογική αλλά και μια φωνή στα όνειρά μου, επαναλάμβανε το λάθος.
***
Μια ακόμη Κυριακή του Νοέμβρη
Ώρα: Μία και μισή, ξημερώματα
«Λεσίλ! Λεσίλ, ξύπνα!» ακούω να με φωνάζει μια γνωστή βελούδινη χροιά.
Ανοίγω τα μάτια και βλέπω εκείνον. Παραξενεύομαι που βρίσκεται εδώ, στο προσκέφαλό μου γι’ ακόμη μια φορά.
«Κουέντιν», βγήκε από τα χείλη μου σιγανά. Εκείνος τότε, έβαλε τον δείκτη του δαχτύλου του σ’ αυτά που είπαν το όνομά του, και τα πρόσταξε να σωπάσουν.
«Έλα», μου έπιασε το χέρι προτρέποντάς με, να σηκωθώ από το κρεβάτι.
«Πού θα πάμε;» τον ρώτησα πιο πολύ από αδιόρατη ταραχή παρά από περιέργεια.
«Έλα, μαζί μου… εμπιστεύσου με…» σπινθήρισαν τα καταπράσινα θολά του μάτια.
Και τον ακολούθησα στο γνωστό μας μονοπάτι… αυτό της γνωριμίας μας… αυτό της προβλήτας.
Και ξαφνικά, κάτω από την κρύα παλάμη που έσφιγγε τη δική μου πέρασαν αστραπιαία από το μυαλό μου, οι στιγμές της πάλης μου με το νερό. Θυμήθηκα δυο μυώδη, δυνατά μπράτσα να με πιάνουν και να με βγάζουν από τη σκοτεινή μου μοίρα.
«Ξέρεις πώς αλλιώς λένε, αυτό τον ποταμό; Μπορεί να έχει ένα όνομα όπως όλοι, αλλά οι ντόπιοι τον ονόμασαν κόκκινο ενώ κάποιοι άλλοι τον χαρακτηρίζουν ως τον ποταμό της δίνης», μου εξιστορούσε καθώς προχωρούσαμε -με λίγη απόσταση πια από το τέρμα.
«Γιατί του έδωσαν αυτό το όνομα;» Μου προκάλεσε εντύπωση. Τώρα άρχιζα να παρατηρώ κάτι, που μέχρι πρότινος, τα σκοτάδια δεν με άφηναν να δω καθαρά. Τα ρούχα του, τα μαλλιά του ήταν μούσκεμα και σε κάθε του βήμα έσταζαν στάλες νερού και έσκαγαν στην ξύλινη γη.
Σταμάτησε και γύρισε σε μένα. Είχαμε φτάσει πια και βρισκόμασταν και οι δυο εκεί, στην τελευταία γραμμή. Δεν μου απάντησε μόνο τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και σκέπασε τα χείλη μου με τα δικά του παγωμένα χείλη. Δεν αντιστάθηκα και ανταποκρίθηκα στο έντονο κάλεσμά τους. Λένε πως όταν δίνεις ένα φιλί, αισθάνεσαι μια φλόγα να σε καίει, να σε κυβερνά. Αντί γι’ αυτό όμως εγώ εισέπραξα μια ψύχρα, μια υγρή και κρυσταλλική γεύση που όσο κι αν ακουστεί παράλογο και απίστευτο… έδωσε ακριβώς την ίδια αίσθηση. Την αίσθηση του πάθους και της απόλυτης παράδοσης στην αγκαλιά του.
Ο Κουέντιν ελευθέρωσε για λίγο τα χέρια του και παραμέρισε μερικές αδύνατες, μικρές, καστανές αφέλειες από το μέτωπό μου. Ήταν σαν να ήθελε με αυτόν τον τρόπο να δει ολόκληρο το σχήμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου. Αντίθετα με τα δικά μου ροδαλά μάγουλα, τα δικά του φαίνονταν τόσο ωχρά και άσπρα σαν του πάγου.
«Πριν από είκοσι χρόνια, στο σπίτι που νοικιάζετε σήμερα εσείς, ζούσε μια πολύ ευτυχισμένη οικογένεια. Είχε ένα γιο. Ήταν ένα ατρόμητο παιδί που σκαρφάλωνε στα δέντρα, ακροβατούσε θαρραλέα ακόμη και στα πιο ψηλά κλαδιά τους… θα έλεγε κανείς, πως αψηφούσε τα πάντα και τους νόμους της φύσης. Ένας φίλος όμως τον πρόδωσε και τον έριξε με ορμή σ’ αυτό το ποτάμι. Εκείνος φώναζε κι εκλιπαρούσε για βοήθεια αλλά κανείς δεν τον άκουσε. Δεν ήξερε κολύμπι κι έτσι τα νερά τον πήραν μαζί τους…» έριξε το βλέμμα στην τρεχούμενη, διάφανη δίνη.
«Πνίγηκε;» ξεροκατάπια.
«Ναι», απάντησε παθητικά σαν να βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο. «Το κόκκινο συμβολίζει το αίμα που δεν πρόλαβε να χυθεί. Η δίνη, την ορμητικότητα και την αποφασιστικότητα του ποταμού να τον κρατήσει. Λένε πως τριγυρίζει από τότε εδώ. Κάθε νύχτα».
«Νύχτα, είπες;»
«Μόνο τότε μπορεί η ψυχή και το σώμα να περιπλανηθεί. Βασανίζεται όμως. Θέλει… εκείνη που δεν πρόλαβε να γνωρίσει. Να αγαπήσει. Τη νύφη της καρδιάς του», με κοίταξε και πάλι κατάματα.
«Κουέντιν», κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλό μου. «Εσύ είσαι αυτό το παιδί, σωστά; Απάντησέ μου».
«Είμαι. Και τώρα εγώ θέλω να σε ρωτήσω. Θα γίνεις η γυναίκα μου; Η συντροφιά μου για πάντα;» μου έδειξε με την άκρη του χεριού του το νερό. «Σε ξεχώρισα, σ’ ερωτεύτηκα και θαρρώ, ότι κι εσύ έκανες το ίδιο. Θα με ακολουθήσεις στο ταξίδι μου; Κουράστηκα τόσο καιρό να πλανιέμαι μονάχος μου στο σκοτάδι. Αν πεις όχι, πάλι, θα το καταλάβω».
«Πάμε να φύγουμε αγάπη μου», του κράτησα ξανά το χέρι. «Μαζί σου, θα κατέβω στην άβυσσο κι ας χαθώ. Φτάνει να είμαι κοντά σου».
Με φίλησε άλλη μια φορά με σθένος κι έπειτα πέσαμε και οι δύο, μαζί στα κόκκινα νερά του ποταμού.
“Η Άβυσσος τώρα, μας είχε υποδεχθεί και θα μας κρατούσε στον βυθό της για πάντα”, έγραψε με μελάνι την τελευταία σελίδα του ημερολογίου, ο αφανής ήρωας.