Άρπαξε την τεράστια χάλκινη λεκάνη, γεμάτη με ταγκισμένο, ζεστό τηγανόλαδο και προχώρησε προς το βάθος της αίθουσας, να βγει στην αυλή, εκεί που είχανε στήσει ένα παληοβάρελο για να μαζεύουνε τη μούργα. Μια φορά τη βδομάδα πέρναγε ένας τύπος που έπαιρνε τα παλιόλαδα και τους έδινε, ανάλογα με την ποσότητα, ένα ή δυο κομμάτια σαπούνι ή κουτιά ROL. Πιτσιλιές πετάγονταν και του τσουρούφλιζαν τα μούτρα καθώς περπάταγε. Κοντοστάθηκε κι ακούμπησε τη λεκάνη στο στήθος του πάνω στην ποδιά του, πώς αλλιώς να το ελέγξει καλύτερα αυτό το πράγμα.
«Άντε τέλειωνε Τεντ», φώναξε το αφεντικό. Καθόταν στο τραπέζι του βάθους έχοντας μπροστά του τιμολόγια και λογαριασμούς και αυτή την ώρα της απογευματινής ανάπαυλας παρακολουθούσε τα πηγαινέλα της προετοιμασίας στο μαγαζί πίνοντας τον καφέ του. Έδειχνε λίγο ανήσυχος γιατί πλησίαζε η ώρα του βραδινού, ώρα που συνήθως, το εστιατόριο γέμιζε από μπακούρια, εργάτες και υπαλλήλους που σκόλναγαν από τα γύρω καταστήματα. Σταματούσαν να πιουν ένα κρασί και όσο να’ ναι τσιμπολογούσαν και κάτι πριν πάρουν το λεωφορείο για να γυρίσουν σπίτια τους. «Μη σου πέσει κακομοίρη μου, γιατί αλλοίμονο σου. Με τη γλώσσα σου θα το γλείψεις» φώναξε στον λαντζέρη που αγωνιζόταν με τη μούργα. Ο Τεντ μουρμούρισε κάτι μέσα του κι έσκυψε το κεφάλι για να μη του δείξει το θυμό στα μάτια του. Δεν με νοιάζει, όσο και να μου κολλάς δεν με νοιάζει, σκέφτηκε. Δεν είσαι άνθρωπος εσύ, δεν ξέρεις τι τραβάω εγώ, πώς υπάρχω, αν έχω αισθήματα, την περηφάνια μου που την προσβάλλεις. Aυτά ήθελε να του πει και άλλα πολλά, αλλά κατάπιε τη γλώσσα του, προσέχοντας μην κάνει καμιά ανάποδη κίνηση. «Γιατί μου κολλάς συνέχεια» κατάφερε να ψελλίσει και τέντωσε το λαιμό του προς τα πάνω, δείγμα της καταπιεσμένης υπερηφάνειας του καταπίνοντας όλη την πίκρα της απόρριψης, χωρίς να καταφέρει να δείξει τον εγωισμό του. Αλλά με την κίνηση ξέφυγαν δυο τρεις σταγόνες από το λάδι στο πλακάκι, το πάτησε, γλίστρησε και έπεσε φαρδύς πλατύς κάτω, αλλού αυτός αλλού η λεκάνη. Το καυτό υγρό του περιέλουσε τα χέρια και, κυλώντας αργά, άρχισε να απλώνεται επικίνδυνα κάτω από τις καρέκλες , τα τραπέζια, παντού. Τρέξανε δυο γκαρσόνια να βοηθήσουν. Από πού να πιάσουν και τι ν’ αφήσουν! Πώς να ανακατευτούν με τη λίγδα και μετά να σερβίρουν φαγητό σε πελάτες; «Βρε άχρηστε, βρε χαμένε με κατέστρεψες, ρε ανίκανε» ούρλιαξε το αφεντικό και τινάχτηκε επάνω χειρονομώντας. Κούναγε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του και έκανε πώς τραβά τα μαλιά από το φαλακρό του κεφάλι. Η ταγκή μυρωδιά του λαδιού απλώθηκε σε όλη την αίθουσα. Η λογίστρια που καθόταν πίσω από το τζαμωτό κουβούκλιο και συμπλήρωνε τα βιβλία για την εφορία άνοιξε την πόρτα πίσω από το γραφειάκι της και έτρεξε στο βάθος της κουζίνας να φέρει τη σφουγγαρίστρα. «Βάλε καυτό νερό στον κουβά» της φώναξε το αφεντικό, όπως την πήρε το μάτι του. «Άντε να δούμε τι άλλο θα μας ξημερώσει με αυτόν τον ηλίθιο.»
Ο Τεντ ζαλισμένος και ντροπιασμένος, κυλιόταν στο πάτωμα. Τα χέρια του τον πονούσαν αφόρητα. Τι νάκανε. Προσπαθούσε να στηριχτεί για να σηκωθεί. Τράβηξε το ένα πόδι και γονάτισε. Έσυρε και το άλλο και κατάφερε να πεταχτεί επάνω, κρατώντας τα χέρια του μπροστά, κατακαμένα, πιο κόκκινα κι από το πρόσωπό του, όπου η οργή και η ντροπή δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν. Φούντωνε μέσα του η αγανάκτηση, τον πλημμύριζε. Αισθανόταν την προσβολή κι ήθελε να ορμίσει στο αφεντικό, να του δώσει μερικές δυνατές, να του δείξει πώς κανονίζονται οι διαφορές αλλά ήταν σε μειονεκτική θέση και τα χέρια του, στο μεταξύ, πέταξαν φουσκάλες από το έγκαυμα. Τι νάκανε; Να τα βροντήξει και να φύγει από κει μέσα το ταχύτερο. Δεν τον έπαιρνε άλλο. Πρώτα όμως να πάρει τα μεροκάματά του.
Στήθηκε μπροστά στο αφεντικό κραδαίνοντας τα καμένα χέρια του. Εκείνος ξέχασε με μιας τον καβγά, σκέφτηκε ότι δεν τον είχε καν δηλώσει στο προσωπικό που δούλευε στην κουζίνα και από ασφάλεια για εργατικά ατυχήματα ούτε λόγος. «Φεύγω» φώναξε στη λογίστρια. «Τον πάω στα επείγοντα. Το νου σου στο μαγαζί, μέχρι να γυρίσω.» Εκείνη τέλειωνε το συμμάζεμα. Έκανε να ανοίξει την πόρτα αλλά πριν προλάβει είχαν ορμήσει και οι δυό τους έξω. Μπήκαν στο φορτηγάκι και έγιναν καπνός.
Όταν τέλειωσαν από το νοσοκομείο, εκεί στο πεζοδρόμιο, απέναντι στην πλατεία, του έβαλε στην τσέπη δυο κατοστάρικα και μουρμουρίζοντας «άντε στην ευχή του Θεού» μπήκε στο φορτηγάκι και τον άφησε σύξυλο. Ο Τεντ έμεινε στη μέση του δρόμου, κοίταζε μια το αυτοκίνητο που απομακρυνόταν και μια τους καθαρούς επιδέσμους, χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Τα χέρια του έμοιαζαν τεράστια. Μόλις τα άκρα των δακτύλων του πρόβαλαν ελεύθερα. Ο υπόλοιπος βρωμοκοπούσε. Ξεκίνησε σιγά – σιγά προσέχοντας να μην ξαναγλυστρήσει και περπατώντας έστριψε αριστερά, για να βγει στην πλατεία, να πάρει αέρα, να κάτσει σε ένα παγκάκι να συνέλθει για λίγο από όλα αυτά που του ΄πεσαν μαζεμένα. Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει, σηκώθηκε και ανηφόρισε τον κεντρικό δρόμο, παράλληλα προς την αυλή του νοσοκομείου, προχωρώντας προς τη στάση για να πάρει το λεωφορείο για την Αλεξάνδρας.
Λίγο πιο πάνω, στην Ιατρική Σχολή κοντοστάθηκε καθώς σηκώθηκε η μπάρα και ένα ασθενοφόρο πέρασε την πύλη. Όταν το αυτοκίνητο έφυγε, στάθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του μπροστά στην είσοδο και κοίταξε ανάμεσα στα δένδρα την προτομή του Παπανικολάου. Πλησίασε λίγο πιο κοντά για να διαβάσει αυτό που έγραφε η πλάκα από κάτω. Σήκωσε τα μάτια του και είδε από ένα ανοιχτό παράθυρο το εσωτερικό του ιατρείου της Σχολής. Νεαροί με άσπρες μπλούζες πηγαινοέρχονταν από τη μισάνοιχτη πόρτα. Στον τοίχο μια βιβλιοθήκη γεμάτη με τη σοφία που ήθελε να αφομοιώσει. Ξαπλωμένος επάνω στο φορείο ένας ασθενής, περίμενε τη φροντίδα των ειδικών.
Τη μάνα του θυμήθηκε τότε, που τις έλεγε να κάνει υπομονή και ότι αυτός θα πετύχαινε στη ζωή του να γίνει ένας χρήσιμος άνθρωπος, δηλαδή ένας εργάτης της γνώσης, που θα βοηθούσε τον κόσμο. Να μην μείνει στο χωριό, σαν αγρότης κι άξεστος όλη του τη ζωή. «Εγώ θέλω να γίνω γιατρός» της έλεγε. «Θέλω να είμαι ελεύθερος, να αισθανθώ την χαρά που δίνεις όταν κερδίζεις τον αγώνα της ζωής. Εμένα δεν με τρομάζουν οι δυσκολίες. Θα παλέψω εναντίων όλων και θα τα καταφέρω. Θα βγω μπροστά και θα δείξω και σε άλλους το δρόμο μετά.» Τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα. Γιατί τόσα εμπόδια συνέχεια; Σε τι έφταιξα; σκέφτηκε. Τι άλλο να κάνω για να μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου; Πόσο θα μπορέσω να αντέξω ακόμη. Πώς θα ξεφύγω από αυτόν το φαύλο κύκλο, από τη φτώχεια, από την ανέχεια και θα καταφέρω να στηριχτώ στις δικές μου δυνάμεις; Οι αναμνήσεις του για πλήγματα και προσβολές ήταν δυστυχώς γεμάτες από τέτοια συμβάντα. Από αφεντικά που του έκαναν τη ζωή δύσκολη, όταν κάτι δεν γινόταν σύμφωνα με τα γούστα τους κι αυτός να καταπίνει τη γλώσσα του αδιαμαρτύρητα και να προσποιείται τον ατάραχο. Τι να απαντήσει σε επιστάτες που ήθελαν πάντα να περάσει το δικό τους, λες και ήταν καθήκον του να μάθει να υπακούει για να καταφέρει να πάρει το μεροκάματο. Σίγουρα έπρεπε να αλλάξει κατεύθυνση να μπει στο σωστό δρόμο που θα τον οδηγούσε στο στόχο χωρίς καθυστερήσεις.
Μια κυρία που περνούσε κοντοστάθηκε και του έριξε μια απορημένη ματιά. «Χρειάζεστε βοήθεια» του είπε. Συνήλθε αμέσως: «Αν είχατε ένα εισιτήριο;» της ζήτησε. Ψάχτηκε κι έβγαλε από την τσέπη της ένα που το σφήνωσε προσεκτικά ανάμεσα στα δυό του δάχτυλα.
Εκείνο το βράδυ ο Τεντ πήγε, τελικά, στο σπίτι με τα πόδια. Είχε πάρει τις αποφάσεις του. Κράτησε το εισιτήριο για γούρι. Η νύχτα ήταν γλυκιά, γεμάτη ελπίδα. Του πήρε κοντά μια ώρα να φτάσει αλλά δεν τον ένοιαξε. Όταν μπήκε στο δωμάτιό του πέταξε τα παπούτσια του και έπεσε στο κρεβάτι με τα ρούχα. Κοιμήθηκε βαθιά.