….και κάποτε σταμάτησαν επιτέλους οι κλαγγές των όπλων, σταμάτησαν να ηχούν τα τύμπανα του πολέμου αν όχι εντελώς ακούγονταν έστω όλο και πιο μακριά.
Οι νικητές μπήκαν στην πόλη θριαμβευτικά και ευθύς κατέλαβαν τα πλέον αξιόλογα κτίρια όπου έμελλε να εγκαταστήσουν τις θηριώδεις Υπηρεσίες τους για τις οποίες είχαν γίνει αρνητικά διάσημοι ανά τω κόσμω.
Μη με ρωτάτε για ποιον πόλεμο ομιλώ. Πιστέψτε με δεν έχει καμία σημασία. Ένας είναι ο Πόλεμος και είναι φρικτός.
Μπήκε λοιπόν ο νικητής και έγινε ο κακός χαμός. Πάτησε τον νικημένο Λαό στο σβέρκο και επέτρεψε στον εαυτό του να επιδοθεί σε λεηλασίες παντός είδους. Ξεγύμνωσε μαγαζιά και σπίτια εν μια νυκτί. Σαν πεινασμένα αγρίμια, σαν σμήνη από ακρίδες επέπεσαν στο βιος του νικημένου και το αποψίλωναν από κάθε τι το σημαντικό ή και ασήμαντο μόνο και μόνο για την χαρά της καταστροφής.
Μέσα σε αυτές τις ορδές των πλιατσικολόγων ήταν και ένας νεαρός υπαξιωματικός ο οποίος όσο και αν ακούγονταν απίστευτο, θέλησε να βάλει μια κάποια τάξη στη λαφυραγωγία των αξιότιμων συναδέλφων του. Κατέλαβε με τους άντρες του το Μέγαρο του Δημαρχείου το οποίο ήταν και η κατοικία του επί χρόνια και χρόνια Δημάρχου της Πόλης, αλλά μιας και δεν μπορούσε να εμποδίσει τους δικούς του από το να αρπάξουν ό, τι εύρισκαν μπροστά τους, προσπάθησε όπως προείπαμε, να βάλλει τουλάχιστον μια κάποια τάξη στην πλιατσικολογία δίνοντας μια εικόνα ενός έστω υποτυπώδους πολιτισμού.
«Μπείτε όλοι σε μία σειρά» διέταξε άγρια.
«Κάθε ένα 10λεπτο θα μπαίνει στο Μέγαρο μόνον ΕΝΑΣ, θα κλέβει (συγγνώμη, θα παίρνει) ό, τι του γυαλίσει, ό, τι τραβά η ψυχή του τέλος πάντων και ήσυχα ήσυχα θα βγαίνει σαν σοβαρός στρατιώτης και θα κάθεται σιωπηλά στην άλλη σειρά. Τού επιτρέπεται και το ίδιο το Μέγαρο αν θελήσει να σηκώσει στις πλάτες του να το κάνει».
Έτσι, στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, το πιο αριστοκρατικό, δεν επικρατούσε εκείνο το αίσχος των ορδών που θύμιζαν πρώτη μέρα εκπτώσεων στην Αγγλετέρα την στιγμή που άνοιγαν τα μαγαζιά τα ρολά τους (τούτο για να έχετε μιαν εικόνα). Έβλεπες ας πούμε στρατιώτες να κουβαλούν αγόγγυστα στις πλάτες τους λεκάνες από τις τουαλέτες των σπιτιών που τι θα τις έκαναν θα ήθελα να ξέρω.
Κλέψιμο λοιπόν αλλά με το γάντι. Ανά 10λεπτο έκαστος λοιπόν και παράπονο ουδείς, γιατί και αυτό είχε τη σημασία του.
Μέχρι που ο Υπαξιωματικός εξέδωσε καινούριο φιρμάνι:
«Ω γενναίοι μου πλιατσικολόγοι. Η ουρά των υποψηφίων όπου να ’ναι τελειώνει. Μόλις βγει από το Μέγαρο και ο τελευταίος άρπαγας και δούμε ότι ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΧΟΡΤΑΣΕΙ, ουδέν πρόβλημα. Θα κάνουμε ένα διάλειμμα ολίγων ωρών και επανερχόμεθα, δια να συνεχίσουμε το Θεάρεστο έργο μας σαν πολιτισμένοι που είμαστε, τόσον σαν Λαός όσο και σαν στρατός. Εμπρός λοιπόν, ας μπει κα ο τελευταίος της ουράς ο οποίος αφού έδειξε την μεγάλη αρετή της υπομονής έως ότου έρθει η σειρά του και το έκανε αγογγύστως, του επιτρέπεται να παραμείνει στο Μέγαρο 15 ολόκληρα λεπτά. Όσο να’ ναι δυσκολότερη η δική του επιλογή, αφού οι προηγούμενοι ρούφηξαν τον αφρό των υπαρχόντων». Αυτά είπε ο υπαξιωματικός και βάλθηκε να καπνίζει ένα πανάκριβο πούρο Αβάνας που του πρόσφερε ένας από τους γενναίους του που το είχε σουφρώσει μαζί με όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο μιας περίτεχνης κασετίνας πάνω από το ίδιο το γραφείο του Δημάρχου. Ούτως ή άλλος ο Δήμαρχος ήταν φανατικός αντικαπνιστής και επέτρεπε στον εαυτό του μόνο την απόλαυση του να προσφέρει πούρο σε έναν εκλεκτό του καλεσμένο και όχι να το καπνίζει ο ίδιος. Και ποίος εκλεκτότερος επισκέπτης του κατακτητού; Ιδιοτροπίες αρχόντων.
Όταν τα 15 λεπτά πέρασαν, ανακουφισμένος και ικανοποιημένος ο υπαξιωματικός που έφερε εις πέρας ένα καθήκον δύσκολο με τον καλύτερο τρόπο, βλέπει τον τελευταίο του άρπαγα να εξέρχεται του Μεγάρου σκυφτός, διπλωμένος σχεδόν στα δύο.
«Τι έπαθες στρατιώτη και σκύβεις έτσι; ρωτά τον τελευταίο του κλεφταρά.
«Μέγα το βάρος στρατηγέ μου μέγα και ασήκωτο. Στάσου κάπου να το ακουμπήσω για να ισιώσει λιγάκι το κορμί μου. Αλλά μη νομίζεις ότι θα είναι και τόσο εύκολο να το ξεκρεμάσω από πάνω μου».
«Τι λες μωρέ μουρλάθηκες; Εγώ δεν βλέπω να κουβαλάς κάτι, πόσω μάλλον όπως λες βαρύ, στις πλάτες σου επάνω».
«Δεν το βλέπεις γιατί είναι από εκείνα τα βάρη που δεν τα βλέπεις μεν τα αισθάνεσαι δε. Η δε αίσθηση αυτή σε κάνει πολύ δυστυχή πίστεψέ με Στρατηγέ μου».
«Κόψε ρε χαμένε το δούλεμα και λέγε τι σου κάνανε εκεί μέσα; Δεν σου επέτρεψαν μήπως να αρπάξεις παρά την επιδεικνυόμενη ευγένειά μας;»
«Το αντίθετο κυρ Συνταγματάρχα μου. Με άφησαν και πήρα πάρα πολύ. Και να πεις ότι το ήθελα το πολύ; ΤΟ ΛΙΓΟ ίσως και να το καταλάβαινα».
«Και τι ήταν αυτό που σού πρόσφεραν και δεν το καταδέχτηκες;»
«Δεν το καταδέχτηκα ΕΓΩ; μα τι λες κυρ Λοχαγέ μου; Εγώ ήθελα δεν ήθελα φορτώθηκα την προσφορά τους που έγινε με το πετσί μου ένα και που φοβάμαι ότι ποτέ δεν θα μπορέσω να απαλλαγώ από αυτήν».
«Θα με τρελάνεις ορέ ζαγάρι; Τίποτα δεν βλέπω πάνω σου. Μπας ρε και σού έδωσαν και ήπιες κάτι παρά την απαγόρευσή μου, μέθυσες και μού λες αυτά τα κουφά; Πες μου το και θα μπω μέσα να τα κάνω όλα λίμπα».
«Να μπεις κει μέσα; Μη για τον Θεό. Μη μπεις. Θα το φορτώσουν και σε σένα και άντε μετά εμείς τα κακόμοιρα στρατιωτάκια να βρούμε καλύτερο αρχηγό από σένα».
«Άκου φαντάρε, αν δεν μού πεις ΑΜΕΣΩΣ τι ήταν αυτό που σού έβαλαν πάνω στο κορμί και το στράβωσε σαν στραβοκατσάβιδο, θα σε ξαναστείλω μέσα, όπου φως φανάρι δεν τα πέρασες καθόλου καλά. Λέγε το λοιπόν και σβέλτα…»
«Στρατηγέ μου θα σου πω».
«Σκασμός. Αν με ξαναπείς Στρατάρχη, Στρατηγό και μαλακίες θα σε βάλω να φας τα κόκαλα των νικημένων πεθαμένων μας εχθρών. ‘’Κυρ Λοχία ‘’θα με λες ’’κυρ Λοχία’’».
«Όπως διατάξετε κυρ Στρ… κυρ Λοχία μου».
«Λοιπόν ;Τι σού έβαλαν στην πλάτη και σε δίπλωσαν στα δυο;»
«ΜΙΣΟΣ, κυρ Λοχία μου. Μίσος, μίσος μίσος. Πού το έκρυβαν τόσο μίσος; Να, και τώρα όπου σού μιλώ, κάνω να το βγάλω από πάνω μου μα το άτιμο δεν βγαίνει. Αποθήκες τεράστιες μίσους που σίγουρα θα το εξαπολύσουν κατά πάνω μας και θα μας κάνει όλους μας να λυγίσουμε. Κυρ Λοχία μου, το καλό που μας θέλω. Πάμε να φύγουμε από δω. Από τούτο δω το μέρος . Είναι καταραμένο σου λέγω.
Πολεμήσαμε γενναία και νικήσαμε δίκαια, δεν μπορώ να πω. Αλλά μετά τη νίκη μας, χωρίς να το καταλάβουμε, ηττηθήκαμε από τα ένστικτά μας τα ζωώδη. Μετατραπήκαμε σε κτήνη. Ενώ θα μπορούσαμε με τρόπους χίλιους δυο, π.χ. σαν τους δικούς σου, να τους κάνουμε ακόμη και να μας αγαπήσουν. Πώς να συνυπάρξουμε τώρα μα αυτούς τους νικημένους και ταπεινωμένους ανθρώπους μού λες; Εγώ πάντως ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ. Και για να μην μού λες μετά ότι δεν σε προειδοποίησα και φέρθηκα μπαμπέσικα, ΘΑ ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣΩ. Πώς να στο πω; Θ α το σκάσω, για να μην σκάσω! ΜΕ κατάλαβες;» Αυτά είπε ο τελευταίος των πλιατσικολόγων και έβαλε τον υπαξιωματικό σε βαθιά σκέψη. Έπρεπε να μπει μέσα, δεν γινόταν να το αποφύγει. Να δει τι είδους ήταν αυτοί οι άνθρωποι που νίκησαν κατά κράτος τον Γενναίο του φαντάρο και μάλιστα χωρίς όπλα. Μπήκε μέσα λοιπόν και τους μόνους που είδε ήταν ο Γέρο Δήμαρχος και η κόρη του με το μωρό της αγκαλιά.
«Πού είναι οι άλλοι;» ρώτησε άγρια το γέροντα».
«Ποιοι άλλοι, στρατιώτη; Και μίλα πιο σιγά θα ξυπνήσεις το μωρό . Δεν βλέπεις τι ταραγμένο ύπνο έχει εξ’ αιτίας σας; Το νου σου είπα».
Και τότε ο κυρ Λοχίας κατάλαβε. Ολόκληρος στρατός δεν κατάφερε να τους αντισταθεί και το μπόρεσε μια ΜΑΝΑ ΜΕ ΤΟ ΜΩΡΟ της, συνεπικουρούμενη από την ήρεμη δύναμη του γέρο πατέρα της αξιωματούχου που προστάτευε κόρη και εγγονό.
«Συγγνώμη κύριε . Επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω για το μάθημα. Φεύγω από το σπιτικό σας και ελπίζω γρήγορα και από την πόλη σας . Σίγουρα η ΑΓΑΠΗ ΔΕΝ ΚΕΡΔΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΌΠΛΑ ΑΛΛΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ. Πώς και δεν το ήξερε αυτό ο κατά τα άλλα τρανός και σπουδαγμένος μας Στρατάρχης; Θα σπεύσω να τον ενημερώσω και αν με καταλάβει έχει καλώς. Αν όμως όχι, θα φύγω κι’ εγώ απ’ το μαντρί, σαν τον στρατιώτη μου.
Καλύτερα λιποτάκτης και άνθρωπος παρά ένδοξος παλιάνθρωπος…»