«Μπαμπά, τι είναι αυτό εδώ;»
Το κιτρινισμένο και πολυκαιρισμένο χαρτί του φαινόταν γνώριμο. Με αργές κινήσεις το ξεδίπλωσε προσεκτικά. Μόλις διάβασε τη πρώτη λέξη αμέσως κατάλαβε τι ήταν.
«Αγαπημένη μου,
Τρίτη μέρα μακριά σου και οι γιατροί ακόμα δε μου επιτρέπουν να έρθω δίπλα σου. Προσπαθώ να τους εξηγήσω πως είμαι καλά και πως για όλα φταίει αυτός ο γιατρός, ο Αποστόλου, που για λίγο τον άκουσα κι έχασα την ελπίδα μου, αλλά δεν με ακούν. Ναι ζωή μου, γι’ αυτό κατηγόρησέ με όσο θες! Ακόμα και τώρα δε μπορώ να καταλάβω πως επέτρεψα σ ’αυτόν τον τιποτένιο να μου σπείρει αμφιβολίες ότι δε θα τα καταφέρεις. Δύο λεπτά χρειάστηκαν να ζήσω πιστεύοντας πως σ ’έχασα για πάντα, για να χαθώ και γω ο ίδιος. Θόλωσα, έχασα το κόσμο. Το επόμενο που θυμώνουν ήταν να ξυπνάω σε αυτό το δωμάτιο από το οποίο σου γράφω, με ένα σωρό γιατρούς να μου λένε πως είχα ένα ψυχολογικό ξέσπασμα και πως αν δε πέρναγα από ψυχολογική αξιολόγηση για να σιγουρευτούν πως δε θα έκανα κακό στον εαυτό μου, δε θα με άφηναν.
Πόσο θα ήθελα να στα έλεγα όλα αυτά από κοντά, κρατώντας σου το χέρι όπως κάνω κάθε απόγευμα εδώ και μήνες… Προσπαθώ να κάνω ότι μου λένε για να με αφήσουν και να καταφέρω να είμαι και πάλι κοντά σου, άλλα για μια ακόμα φορά χθες τσακώθηκα με το ψυχολόγο που με εξέταζε. Προσπαθούσε να με πείσει πως το να σε αφήσω να φύγεις δε θα έπρεπε να με φοβίζει. Πως να μη καταλήξω να του φωνάζω, όταν αυτός όπως και πολλοί άλλοι δε σε ξέρουν; Δε μπορούν να καταλάβουν πως απλά θες το χρόνο σου, πως δε τα παρατάς τόσο εύκολα. Πώς να τους εξηγήσω ότι αυτό το μηχάνημα δε στηρίζει μόνο εσένα αλλά και μένα; Ακόμα κι αν τους εξιστορούσα όλα όσα περάσαμε, ξέρω πως δε θα με καταλάβαιναν. Από τη στιγμή που μου ζητούν να πάψω να ελπίζω σε σένα, καταλαβαίνω ότι δεν μπορούν να καταλάβουν την αγάπη μας…
Να ήξερες ψυχή μου πόσο μεγάλες και ανούσιες έχουν γίνει οι μέρες χωρίς εσένα…Ακόμα κι όταν βρεθήκαμε χωριστά τότε που τσακωθήκαμε, και μόνο που ήξερα ότι ζεις σε κάποια γωνία αυτού του κόσμου μου αρκούσε για να σηκωθώ τα πρωινά απ’ το κρεβάτι. Μα τώρα…τώρα που σ ’έχω δίπλα μου, ωραία κοιμωμένη, έχω μετριάσει ακόμα και την ανάσα μου για να σου δίνω το οξυγόνο που περισσεύει, ελπίδα για να συνεχίσεις τη μάχη ανεύρεσης του δρόμου του γυρισμού.
Ψυχή μου, ακόμα και τώρα, στη κατάσταση που είσαι, μέσα σου μεγαλώνει ένα θαύμα. Εδώ και μήνες παρακολουθώ με δέος να δημιουργείς ζωή παρόλο που εσύ επιλέγεις να περιπλανιέσαι στο κόσμο των σκιών…Ένα θαύμα, τη κόρη μας! Δημιούργημα της τελευταίας νύχτας που μοιραστήκαμε μαζί…
Ξύπνα αγάπη μου! Ξύπνα να την δεις να γεννιέται, να μεγαλώνει! ξύπνα ζωή μου…εγώ είμαι πάντα εδώ, δίπλα σου, να αναπνέω και να ελπίζω και για τους δυο μας….»
Τελειώνοντας το διάβασμα γύρισε και τη κοίταξε. Είχε τα μάτια της μητέρας της. Ειδικά μέρες σαν και σήμερα που φόραγε τα σκουλαρίκια της ήταν ίδια…
Οι αναμνήσεις άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό του. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχε γράψει αυτό το γράμμα; Δεκατρία χρόνια. Δεκατρία χρόνια κι όμως το θυμόταν σα σήμερα…
Την επόμενη μέρα είχε κατάφερε να πάρει το ποθητό χαρτί. Έφυγε σχεδόν τρέχοντας για να βρεθεί και πάλι κοντά της. Το κρεβάτι της ήταν άδειο. Τρόμαξε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Μια νοσοκόμα που τον ήξερε του είπε πως την είχαν πάει στο χειρουργείο μιας και ήταν η ώρα να της πάρουν το παιδί. Του είπε να ηρεμίσει και να περιμένει στο δωμάτιο.
Να ηρεμήσει! Σαν αγρίμι πήγαινε πάνω κάτω και η ώρα δε περνούσε. Ήθελε να σιγουρευτεί ότι τη φρόντιζαν όσο έπρεπε…Και τότε είδε να τη φέρνουν και πάλι στο δωμάτιο και να τη συνδέουν στο μηχάνημα. Μόνο όταν άκουσε τη γνώριμη πλέον μελωδία των παλμών της καρδιάς της μπόρεσε να ηρεμίσει. Την πλησίασε για να τη βρει όπως την είχε αφήσει, όμορφη, να κοιμάται…
Σε λίγο του έφεραν και τη κόρη τους, τόσο μικροσκοπική, τόσο ήσυχη, λες και ήξερε πως η μαμά της χρειαζόταν ηρεμία.
«Πως θα την ονομάσετε κύριε Καρυστινέ;»
Τα έχασε. Δεν είχε σκεφτεί καν το όνομα! Γύρισε και κοίταξε τον άνθρωπο που του είχε χαρίσει αυτό το μικρό θαύμα και χωρίς να το σκεφτεί είπε,
«Ζωή. Ζωή είναι το όνομά της» και την έβαλε δίπλα στη μητέρα της .
Η κίνηση του αυθόρμητη. Εκείνη αρχικά έμεινε ασάλευτη μα άξαφνα πρόσεξε μια αμυδρή κίνηση. Πλησιάζοντάς την περισσότερο, ψιθύρισε το όνομά της. Και τότε εκείνη άνοιξε τα μάτια τη!. Δε μπορούσε να το πιστέψει! Έπιασε τρυφερά το χέρι της και το φίλησε. Δύο δάκρυα που ξέφυγαν από το απλανές βλέμμα της πριν τα ξανακλείσει και γύρει το κεφάλι της στο πλάι…
Αμέσως άρχισε να χτυπά το μηχάνημα με το οποίο ήταν καλωδιωμένη, ν’ αναβοσβήνουν διάφορα λαμπάκια, νοσοκόμες και γιατροί να μαζεύονται γύρω της… Και κείνος κουρνιασμένος σε μια γωνιά του δωματίου να αγκαλιάζει σφιχτά τη κόρη τους και να επαναλαμβάνει συνεχώς το όνομά της για να μην ακούει το παρατεταμένο ήχο που ερχόταν από τη μεριά της αγαπημένης του…
«Μπαμπά; Μπαμπά μ΄ ακούς;» Ένιωθε το καταπράσινο και γεμάτο απορία βλέμμα της κόρης του αλλά δε μπορούσε να της απαντήσει.
Βρισκόταν και πάλι σε εκείνη τη γωνιά, φωνάζοντας το όνομά της,… Μετά από τόσα χρόνια κι ακόμα περίμενε απάντηση για να μπορέσει να σηκωθεί από εκείνη τη γωνιά.
«Που χαθήκατε;» Η φωνή της σα μακρινό φως στο σκοτάδι που τον περιτριγύριζε…
« Βρήκα ένα χαρτί διπλωμένο στο βιβλίο που πήρα από τη βιβλιοθήκη σου και ρώτησα το μπαμπά τι ήταν αλλά δε μου απαντά…»
«Πέτρο;» Γύρισε και τη κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν αρκετό για να της δώσει να καταλάβει.
« Αγάπη μου πήγαινε να παίξεις στο δωμάτιο σου και θα έρθω σε λίγο και εγώ.» Αν και ήρεμη η φωνή της, η μικρή κατάλαβε από το βλέμμα της πως δε σήκωνε αντιρρήσεις και βγήκε από το δωμάτιο.
«Πέτρο;»
Το άγγιγμά και η φωνή της σα μαγνήτης τον τράβηξαν από το παρελθόν. Αντικρύζοντάς την δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα που από ώρα έψαχναν τρόπο να δραπετεύσουν. Εκείνη τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Ακόμα;» τον ρώτησε.
«Πάντα….κείνη η μέρα είναι σα μαύρη τρύπα για μένα. Δε μπορώ να ξεφύγω. Ο φόβος και η απόγνωση είναι τόσο έντονα που μουδιάζω ολόκληρος».
Πήρε το χέρι του και το έβαλε στο στήθος της.
«Κοίτα, χτυπάει. Είμαι εδώ, δίπλα σου, μαζί σου και δεν έχω σκοπό να φύγω. Σ’αγαπώ πολύ Πέτρο Καρυστινέ»
«Και γω σ’ αγαπώ πολύ Ελπίδα Καρυστινού… Ωραία μου κοιμωμένη»…