Δεν ξέρω πόσες ώρες έχουν περάσει από τη στιγμή που έκλεισες την πόρτα πίσω σου και με άφησες σε ένα άδειο σπίτι να κοιτάζω από το παράθυρο σαστισμένη, προσπαθώντας να καταλάβω τι έχει γίνει. Είναι πρωί; Είναι βράδυ; Τι μέρα είναι; Τι μήνα έχουμε; Πόσο καιρό λείπεις; Λίγες ώρες; Λίγες μέρες; Λίγους μήνες; Χρόνια; Θα αργήσεις να έρθεις, πάλι, το βράδυ από τη δουλειά; Μα τι λέω.. Δε θα γυρίσεις ξανά….
Δάκρυα κυρίευσαν τα μάτια της Ρένας και με ορμή κυλούσαν πάνω στο λευκό σαν πανί δέρμα της. Ώρες ολόκληρες καθισμένη μπροστά από το παράθυρο του σαλονιού, αγκαλιά με τη φωτογραφία του Ορέστη, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε γίνει.
«Άλλη; Είναι δυνατόν να υπάρχει άλλη;» Οι πρώτες λέξεις που με δυσκολία κατάφερε να πει μέσα από τα αναφιλητά της.
Ο Ορέστης μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε από το σπίτι λέγοντας ότι υπάρχει άλλη γυναίκα στη ζωή του την οποία ερωτεύτηκε παράφορα και δεν μπορούσε να ζήσει μακριά της. Τα λόγια του ηχούσαν σαν ένας εφιάλτης μέσα στο μυαλό της.
«Προσπάθησε να με καταλάβεις Ρένα. Είναι πάνω από εμένα. Αυτή η γυναίκα είναι το άλλο μου μισό..»
Μα πόσα μισά έχει τέλος πάντων; Πως γίνεται; Να είναι αλήθεια ή ένας εφιάλτης από τον οποίο θα ξυπνήσω και θα βρεθώ πάλι στην αγκαλιά του; έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και ανοίγοντάς τα κοίταξε γύρω της και όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει. Την κυρίευσαν πάλι τα δάκρυα.
Κάπως έτσι πέρασαν δύο μέρες, με τη Ρένα καθισμένη σε εκείνη την πολυθρόνα μπροστά από το παράθυρο, να κοιμάται και να ξυπνάει ανά διαστήματα, χωρίς όμως να μετακινείται από εκεί. Τα δάκρυα εξακολουθούν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο πρόσωπό της. Δεν ένιωθε το σώμα της. Δεν είχε τη αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Κάπου στο βάθος των σκέψεών της άκουγε κάτι σα μελωδία, σαν ένα τιτίβισμα πουλιών, τα οποία έρχονταν από πολύ μακριά. Ανάμεσα, όμως, σε αυτές τις νότες άκουσε και κάτι γνώριμο. Μία φωνή οικία. Δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τι έλεγε και έτσι έκανε μια προσπάθεια να γυρίσει να δει ποιος ήταν. Μα το σώμα της δε συμφωνούσε, οπότε είπε να προσπαθήσει να συγκεντρώσει τις σκέψεις της μήπως καταφέρει τουλάχιστον να ακούσει κάτι.
«Ρένα, αγάπη μου, είσαι καλά;» Η φωνή της κολλητής της πλέον ήταν ξεκάθαρη στα αυτιά της, μα δεν μπορούσε να της απαντήσει. Οι λέξεις είχαν χαθεί κάπου στο χάος που επικρατούσε στο μυαλό της. «Τι έγινε; Πόσο καιρό είσαι σε αυτή την κατάσταση;» Η χροιά της φωνής της ήταν εμφανώς τρομοκρατημένη. «Ρένα; ΜΕ ΑΚΟΥΣ;» Την πλησίασε και την ταρακούνησε για να δώσει σημάδια ζωής, όμως στη θέα του προσώπου της, ο τρόμος από τη φωνή της Δανάης πέρασε και στα μάτια της.
«Ο… Ο Ορέστης έφυγε» με δυσκολία κατάφερε να πει η Ρένα.
«Επαγγελματικό ταξίδι; Και γι’ αυτό κάνεις έτσι βρε κουτό; Θα δεις, θα γυρίσει γρήγορα». Ίσως ήλπιζε πως είναι ακόμη ένα επαγγελματικό ταξίδι, από τα πολλά που έκανε κατά καιρούς.
«Ο Ορέστης έφυγε, Δανάη. Με χώρισε».
«Τι πράγμα; Ο Ορέστης; Ο γνωστός; Ο δικός μας Ορέστης; Που ανέπνεε από την αναπνοή σου; Που μακριά σου δε ζούσε; Μα… Έλα ρε Ρένα μη μου κάνεις πλάκα».
Ακούγοντας τα λόγια αυτά η Ρένα την κοίταξε στα γουρλωμένα της μάτια «Πιστεύεις πως είμαι σε θέση να σου κάνω πλάκα; Έφυγε. Πότε… Πως… Δε θυμάμαι. Την έτοιμη βαλίτσα του, θυμάμαι, μπροστά από την πόρτα και εκείνον να σκύβει το κεφάλι, να την παίρνει, να ανοίγει την πόρτα και να φεύγει…» και καθώς αφηγούταν στη Δανάη τι είχε προηγηθεί η βροχή δυνάμωνε και οι χτύποι των σταγόνων στα τζάμια θύμιζαν τη μελωδία του αγαπημένου τους τραγουδιού. Και κάπως έτσι η Ρένα χάθηκε πάλι στις σκέψεις της.
«Ούτε ένα τηλέφωνο. Ούτε ένα μήνυμα. Αυτό ήταν. Τελείωσε» και τα δάκρυα άρχισαν πάλι να κυλούν στο πρόσωπό της.
«Θα το ξεπεράσουμε και αυτό. Μαζί. Όπως πάντα».
Όσο δύσκολο κι αν ήξερε πως θα ήταν, την ανακούφιζε το γεγονός ότι είχε στο πλευρό της τη φίλη της. Της χάρισε ένα μικρό χαμόγελο και μια μεγάλη αγκαλιά. «Χρειάζομαι ύπνο, δε θέλω να σκέφτομαι άλλο» και πήγε προς το δωμάτιό της. Η Δανάη την ακολούθησε χωρίς να πει λέξη, κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα από το κρεβάτι της και την πρόσεχε όλη τη νύχτα. Συχνά πεταγόταν από εφιάλτες, έκλαιγε με λυγμούς και τότε ήταν εκεί και την έπαιρνε αγκαλιά μέχρι πάλι να αποκοιμηθεί.
Το επόμενο πρωί βρήκε τη Ρένα πιο ήρεμη. Το ροδαλί χρώμα είχε κάνει πάλι την εμφάνισή του στο πρόσωπό της. Κοιταζόταν για ώρα στον καθρέφτη προσπαθώντας να καταλάβει τι γινόταν. Ήταν αλήθεια τελικά. Δεν ήταν ένας ακόμη εφιάλτης. Σκεφτόταν καθώς τα μάτια της άρχισαν να βουρκώνουν ξανά. «Έλα, Ρένα, συγκεντρώσου! Είπαμε θα πάμε παρακάτω» μάλωσε το είδωλό της στον καθρέφτη και έβαλε το κεφάλι της κάτω από το κρύο νερό της βρύσης.
Έφτιαξε πρωινό και κάθισαν με τη Δανάη να φάνε. Μίλησαν για τα όνειρα που έκαναν μικρές, έκαναν έναν απολογισμό της φιλίας τους και δε μίλησαν καθόλου για τον Ορέστη. Έβαλαν να δουν και την αγαπημένη τους ταινία και σχολίαζαν και γελούσαν, όπως παλιά.
«Θέλω να προχωρήσω τη ζωή μου, όπως έκανε κι αυτός. Ξέρω είναι δύσκολο, αλλά θέλω να προσπαθήσω να μείνω μακριά του. Θα με βοηθήσεις;» είπε μόλις τελείωσε η ταινία και ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της Δανάης.
«Τι είναι αυτά που ρωτάς; Πάντα δεν τα περνάμε όλα μαζί; Θα το περάσουμε και αυτό.» Ένιωσε μια μικρή ανακούφιση και κούρνιασε στην αγκαλιά της.
Καθώς περνούσαν οι μέρες η Ρένα έδειχνε να επιστρέφει στους φυσιολογικούς ρυθμούς της, άρχισε να γελάει περισσότερο, τα δάκρυα έκαναν όλο και πιο σπάνια την εμφάνιση τους, γεγονός που είχε πείσει πλέον ότι τη Δανάη ότι είχε αρχίσει να το ξεπερνάει σιγά σιγά και έτσι μπορούσε να την αφήσει, πιο ήσυχη, για λίγες ώρες μόνη της για να τακτοποιήσει κάποια θέματα. Έτσι και έγινε η Δανάη έφυγε αφήνοντας της ένα σημείωμα.
Όταν ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του, η Ρένα ξύπνησε με ένα περίεργα όμορφο συναίσθημα. Είχε αρχίσει να συνηθίζει στην ιδέα ότι η ζωή της θα άλλαζε ριζικά. Σηκώθηκε, λοιπόν, από το κρεβάτι και μπήκε για μπάνιο για να φρεσκαριστεί για την ολοκαίνουργια μέρα που την περίμενε. Καθώς έκανε μπάνιο σκεφτόταν τα όμορφα πράγματα που πέρασαν με τον Ορέστη και τότε δάκρυα κύλισαν, πάλι, στο πρόσωπό της. Τον αγαπούσε πιο πολύ και από τη ζωή της. Και ξάφνου, κλειδιά ακούγονται στην πόρτα. Μα καλά πότε πρόλαβε.. Σκέφτηκε ότι θα ήταν η φίλη της και πήγε να δει τι γινόταν. Δεν πίστευε στα μάτια της. Ο Ορέστης. Το όμορφο συναίσθημα, τελικά, είχε λόγο που έκανε την εμφάνισή του. Έμειναν και οι δύο σοκαρισμένοι, για λίγα δευτερόλεπτα, να κοιτάζονται χωρίς να μιλάνε. Δεν περίμενε να τον έβλεπε ξανά.
«Εεμ… Δεν ήξερα ότι ήσουν εδώ. Πίστευα πως θα ήσουν στο γραφείο. Απλά ξέχασα…»
«Έχω φτιάξει καφέ, θέλεις; Να τα πούμε και λίγο» Τον διέκοψε η Ρένα
«Ξέρεις… Δεν έχω και πολύ χρόνο, όπως σου είπα δε γνώριζα ότι θα ήσουν σπίτι…»
«Ναι, πήρα λίγες μέρες άδεια από τη δουλειά, θα πάω λίγες διακοπές. Μου χρειάζονται λίγες διακοπές, δε βρίσκεις;» Προσπαθούσε να κρατηθεί και να του δείξει πως ήταν καλά. Δεν ήθελε να του δείξει πόσο την είχε καταβάλει όλο αυτό.
«Φυσικά και σου χρειάζονται». Η αμηχανία είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο έντονη στα μάτια του Ορέστη.
«Λοιπόν; Τι λες; Μην ανησυχείς, είμαι καλά, αλήθεια». Και του χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο.
Ευθύς, μετά από αυτό το χαμόγελο, η αμηχανία των ματιών του έδωσε τη θέση της στη γνωστή λάμψη που είχαν πάντα. Σα να του θύμισε τη Ρένα που ερωτεύτηκε τότε και να ανακουφίστηκε κάπως. «Η αλήθεια είναι πως το χρειάζομαι έναν καφέ» και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Με συγχωρείς για την αμφίεση, θα πάω να ετοιμαστώ και επιστρέφω γρήγορα» και έτρεξε στο δωμάτιό της για να ντυθεί.
Εκεί που ετοιμαζόταν είδε με την άκρη του ματιού της αυτό που είχε ξεχάσει ο Ορέστης και τα μάτια της άρχισαν πάλι να βουρκώνουν. Τον χάνω. Τον χάνω οριστικά. Πρέπει να τον κερδίσω πάλι. Κάτι… Κάπως… Πρέπει να του θυμίσω όλα αυτά που ζήσαμε και που … Και εκεί θυμήθηκε τους όρκους που είχαν δώσει στο νησί “τους”. Εκεί που σφράγισαν την αγάπη τους. Έγραψε, λοιπόν, ένα σημείωμα για τη φίλη της τη Δανάη, της το άφησε πάνω στο τραπέζι του σαλονιού και πήγε στον αγαπημένο της με ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.
Στο σημείωμά της έγραφε λίγους από τους όρκους που έδωσαν:
«Σ’ αγαπώ στα εύκολα και στα δύσκολα. Θα είμαι δίπλα σου μέχρι οι παλμοί της καρδιάς μου να σταματήσουν. Δε θα αφήσω κανέναν να μπει ανάμεσά μας. Θα είμαστε μαζί στη ζωή και στο… θάνατο..!» Δανάη μου ελπίζω να καταλάβεις.. Ήταν γραφτό μας.. Ήταν γραφτό μας να είμαστε μαζί με όποιο κόστος…