Ήταν ένα από εκείνα τα πολύ ήσυχα καλοκαιρινά μεσημέρια. Ο ήλιος δεν άφηνε τίποτα να κρυφτεί στη σκιά, και σαν επίμονος δικτάτορας δεν έδειχνε σημάδια υποχώρησης. Παρέμενε ψηλά, αδιάφορος για τη δυσφορία που προκαλούσε στο λαό του. Ελάχιστοι ήταν οι γενναίοι που βημάτιζαν στους δρόμους. Αλλά και αυτοί προδίδονταν από τον γρήγορο βηματισμός τους που πρόδιδε τις στιγμές δειλίας τους. Σε μια περιοχή όπως αυτή, που η παρηγοριά της θάλασσας δεν φαινόταν ούτε στον ορίζοντα, οι ώρες αυτές ήταν οι πιο έρημες, που ούτε οι πινακίδες «Κλιματιζόμενος χώρος» στις καφετέριες δεν αρκούσαν να πείσουν τον κόσμο να αφήσει την δροσιά του μίζερου διαμερίσματος τους.
Ας μην ξεχνάμε όμως εκείνους τους λίγους γενναίους.
Τους πραγματικά γενναίους, όμως.
Έτσι και αυτή περπατούσε στον δρόμο, με σταθερό και αργό –δεδομένων των συνθηκών- βήμα, ενώ ούτε η φόρα των βημάτων της δεν αρκούσε για να ανεμίσουν τα μακριά μελαχρινά μαλλιά της που άτσαλα είχε πιασμένη σε μια χαλαρή κοτσίδα. Είχε το βλέμμα της μόνιμα καρφωμένο μπροστά, χωρίς όμως να επεξεργάζεται τις εικόνες που περνούσαν γύρω της. Τα μάτια της παρέμεναν ασάλευτα και μόνο το ασυναίσθητο ανοιγόκλεισμα προσέδιδαν ζωή στο πρόσωπο της. Φορούσε ένα από τα κλασσικά της φορέματα.
Από αυτά για τα οποία μιλούσαν οι εφηβικές παρέες αγοριών τα δροσερά βράδια του καλοκαιριού, με την ευχάριστη συνοδεία λίγου αλκοόλ.
Μονόχρωμα, όμως καθόλου λιτά. Φρόντιζαν να αφήνουν ακάλυπτα εκείνα τα σημεία που θα εξίταραν περισσότερο την φαντασία του περαστικού ενώ δεν παρέλειπαν να αγκαλιάζουν γλυκά όλες τις καμπύλες του σώματος της. Αν έπεφτε το μάτι σου πάνω της, δύσκολα θα την αποχωριζόσουνα. Δεν είχε, όχι, κάποια ασύγκριτη ομορφιά. Είχε όμως εκείνο το μυστήριο, που λείπει από τους περισσότερους ανθρώπους πλέον, και εκείνο το χαμόγελο το οποίο το χάριζε σε οποιονδήποτε χωρίς να το πολυσκέφτεται. Η απάθεια και η σταθερότητα της άρχισε να σπάζει καθώς πλησίαζε το προορισμό της. Ένα μικρό γωνιακό μαγαζί, με την φωτεινή πινακίδα «Blue Ivy» να ανυπομονεί την αποχώρηση του ήλιου για να μπορέσει δειλά να δώσει το δικό του φως στη γειτονιά, ήταν η αιτία για ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη της.
Το μυστήριο της σιγά-σιγά λυνότανε.
Αν και νωρίς ακόμα, συνήθιζε να έρχεται την ώρα αυτή γιατί απολάμβανε την ησυχία που επικρατούσε στο μαγαζί, και που θα την έχανε από τη στιγμή που θα άνοιγαν οι πόρτες τους. Ξεκλείδωσε την πόρτα και δεν ξεχνούσε ποτέ να την αφήσει ελαφρώς ανοιχτή, επιτρέποντας στον εγκλωβισμένο αέρα που θύμιζε κάτι από την χθεσινή βραδιά –όλη αυτήν την μυρωδιά του καπνού και του οινοπνεύματός- να διαχυθεί έξω χωρίς όμως να ενθαρρύνει τους υπηκόους τους δικτάτορα να καταλάβουν τον χώρο. Περιπλανήθηκε λίγο στο μαγαζί, άνοιξε τα φώτα και τακτοποίησε τα πράγματα της, αλλά πριν καταπιαστεί με τις δουλειές και τη καθαριότητα που έπρεπε να γίνει μέχρι το άνοιγμα του μαγαζιού, γέμισε τον χώρο με την μουσική από ένα παλιό πικάπ που στόλιζε ένα -εξίσου παλιό- ένθετο έπιπλο στρυμωγμένο σε μια γωνία του μαγαζιού. Ήταν ένα από αυτά τα αντικείμενα που βλέπεις συχνά σε
τέτοιους χώρους προσπαθώντας να δώσουν μια πιο vintage αίσθηση στο μαγαζί, ενώ δημιουργούν αυτόματα της ψευδαίσθηση ότι είναι απλώς διακοσμητικά.
Ότι δεν δουλεύουν.
Ότι έχουν «παλιώσει»
Το συγκεκριμένο όχι απλά δούλευε, αλλά μπορούσε να παράγει έναν από τους πιο ιδιαίτερους ήχους που είχε ακούσει ποτέ της, προδίδοντας κάτι το τόσο παρθένο αλλά ταυτόχρονα και τόσο έμπειρο. Άφησε τον εαυτό της να αφουγκραστεί τον ήχο, προσπάθησε σχεδόν να αναπνεύσει την μελωδία που σιγά-σιγά γέμιζε τον χώρο ενώ οι σκέψεις και τα όνειρα της έπαιρναν εκείνη την μελωδική μορφή που την έθιζε.
« Ίσως είναι καιρός να αλλάξεις δίσκο» ακούστηκε μια φωνή σπάζοντας την αρμονία της μουσικής του πικάπ που γέμιζε το μαγαζί.
Ένιωσε την καρδία της να σταματάει απότομα και μαζί με αυτήν η μουσική έχασε τον μαγικό της τόνο και απλά γέμιζε τον χώρο σαν ένα οποιοδήποτε ραδιόφωνο. Δεν της ήταν γνώριμη η φωνή. Με αργές κινήσεις, προσπαθώντας να μην δείξει την έκπληξη της και τον εκνευρισμό της για τον άγνωστο επισκέπτη που την διέκοπτε στην πιο όμορφη στιγμή της ημέρας της, στράφηκε προς την πόρτα για να δει ποιος ήταν. H φυσιογνωμία αν και δεν ήταν τελείως άγνωστη, σίγουρα δεν της ήταν και οικεία. Παρέμειναν αμίλητοι για μερικά λεπτά, ενώ σαν να της φάνηκε πως εκείνος ο μαγικός τόνος που γέμιζε πριν το μαγαζί , άρχισε να επιστρέφει.
« Αν ενοχλώ μπορώ να περάσω μια άλλη στιγμή» της είπε. « Μπορώ να σας βοηθήσω κάπως;» αποκρίθηκε αυτή κρύβοντας ιδιαίτερα περίτεχνα την αμηχανία που ένιωθε. « Ίσως» της αποκρίθηκε, και έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της. Αυτή παρέμεινε ακίνητη και σκέψεις και εικόνες τριγύριζαν στο μυαλό της προσπαθώντας να θυμηθεί αν τον ήξερε από κάπου. Είχε κάτι γνώριμο πάνω του. « Ήσουν χθες το βράδυ στο μαγαζί» του είπε και το χαμόγελο που ξεπήδησε στα χείλη του ήταν η επιβεβαίωση της. Τα βήματα του γινόντουσαν ολοένα και πιο αργά, καθώς πλέον η απόσταση μεταξύ τους είχε μικρύνει επικίνδυνα. « Προσπαθούσα όλο το βράδυ να σου βρω μια αφορμή για να σου μιλήσω, αλλά φαινόσουν αρκετά…απασχολημένη» της είπε. Δεν ήξερε τι να πει, τι να του απαντήσει και ας ήταν αρκετά προφανής η απάντηση.
Ναι ήταν απασχολημένη γιατί δούλευε εκεί.
Αλλά…
Ένιωθε όλο της το σώμα να παγώνει, την καρδιά της να χτυπάει αφόρητα δυνατά που θα ορκιζόταν ότι την άκουγε να αντηχεί στο μαγαζί – και ο ήχος της πλεκόταν τόσο αρμονικά με αυτόν από το πικάπ- και
τις σκέψεις να τρέχουν μέσα στο κεφάλι της δημιουργώντας της έναν γλυκό πονοκέφαλο που δεν μπορούσε να εξηγήσει.
Και που κρυφά απολάμβανε.
Κάπως ασυναίσθητα, κάπως αντανακλαστικά, κάπως που ούτε η ίδια της κατάλαβε έκανε και αυτή ένα βήμα προς το μέρος του. Πλέον δεν τους χώριζε τίποτα περισσότερο από ένα λεπτό στρώμα αέρα, ή αυτό που αλλιώς λέμε «ήταν σε απόσταση αναπνοής».
« Μπορείς να μου πεις τώρα ότι θες» του αποκρί θηκε. Και τότε άρχισε μεταξύ τους ένας από τους πιο έντονους διαλόγους, με την μουσική από το πικάπ να αποκτά ξανά την γλυκιά και μαγική χροιά της και τα λόγια τους να χάνονται σε αυτήν. Τα χέρια του γλίστρησαν στην μέση της και αυτή άφησε το σώμα της να ακολουθήσει τον χορό στον οποίον την παρέσερνε. Σαν από εκείνους τους διψασμένους ταξιδιώτες, εξερευνούσε κάθε γωνία του σώματος της, χωρίς κανένας ίχνος βιασύνης να φτάσει στον προορισμό του, τα χέρια του σχεδόν χόρευαν πάνω στο σώμα της και με τα χείλη του ακουμπισμένα στα δικά της, ενέδιδε με όλες τους τις αισθήσεις στο ταξίδι αυτό. Ο λαιμός της, σαν τον χάρτη που πάντα συμβουλεύεσαι πριν την επομένη πορεία σου, ήταν η πηγή του ρίγους που διαπερνούσε όλο της το σώμα σε κάθε κίνηση του, ενώ με όλο και περισσότερη δύναμη τα χέρια της παρέμεναν γαντζωμένα στη πλάτη του. Χωρίς καμία ένδειξη αντίστασης του έδειχνε τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει ενώ δεν παρέλειπε να υποδεικνύει τις στάσεις , που όπως κάθε καλός ταξιδιώτης, οφείλει να γευτεί και να ενδώσει λίγο περισσότερο. Χωρίς κανένα ίχνος δισταγμού, συνέχισαν να πορεύονται μαζί σε αυτό το δρόμο, ενώ οι ήχοι συνόδευαν όλο και πιο ηχηρά την μελωδία του πικάπ. Αυτήν την μελωδία που αποτελούσε οδηγός για αυτούς, και όσο ηχούσε τόσο θα τους ωθούσε σε νέες περιπέτειες στο ταξίδι τους αυτό. Αυτήν την μελωδία που όσο ηχούσε, θα τους έδινε την δύναμη να συνεχίζουν μέχρι να φτάσουν στον προορισμό. Ναι, αυτήν την μελωδία.