Πέρασαν άνθρωποι απ τη ζωή μας που ίσως και να μας αγάπησαν πραγματικά, όμως ίσως και να τους διώξαμε είτε άθελα μας είτε ηθελημένα. Τελικά αυτός που μένει ως το τέλος είναι κι αυτός που μας αγαπάει πραγματικά; Πόσες φορές έφυγα και ξαναγύρισα; Πόσες φορές με έδιωξε και με φώναξε πίσω ξανά;
- Δεν πρέπει να είμαι εδώ, όλα είναι λάθος. Εσύ είσαι λάθος για μένα, εγώ έκανα λάθος που ξαναγύρισα. Αφού πάλι αύριο θα με ξεχάσεις, θα εξαφανιστείς.
- Άσε το αύριο, το θέμα είναι ότι είμαστε τώρα μαζί.
Το δικό μου θέμα, όμως ήταν ότι αύριο εγώ θα ξυπνούσα με κλάματα, ίσως και με ακόμα μία κρίση πανικού κι αυτός δεν θα ήξερε τίποτα, ίσως και να μην τον ένοιαζε.
- Ξοδεύεις τζάμπα τόσο χρόνο απ τη ζωή σου. Πέρασε ήδη 1.5 χρόνος. Τι άλλο περιμένεις για να πειστείς ότι δεν σ αγαπάει; μου έλεγαν οι φίλες μου.
- Μα δεν γίνεται να μην μ αγαπάει, απλά δεν το έχει καταλάβει ακόμα, τους έλεγα θιγμένη και ταπεινωμένη που δεν μπορούσαν να με καταλάβουν.
Όποιος είναι έξω από μία σχέση πάντα δυσκολεύεται να καταλάβει. Μόνο τα 2 άτομα που εμπλέκονται μπορούν να ξέρουν τι νιώθουν, το χτυποκάρδι, τον έρωτα που τους καίει και τα βλέματα που μιλούν.
- Ξέρω ότι μ αγαπάει και θα συνεχίσω να προσπαθώ μέχρι να το καταλάβει κι αυτός, έλεγα συνεχώς.
Μηνύματα και τηλέφωνά του τα ξημερώματα, πρωινή δική μου ατελείωτη χαρά. Όμως το μεσημέρι επανερχόμουν στην πραγματικότητα, ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ. Την επόμενη μέρα δεν μου απαντούσε ποτέ.
- Μα γιατί; διαμαρτυρόμουν στις φίλες μου.
- Γιατί σε ήθελε μόνο για να περάσετε το βράδυ.
- Μα δεν γίνεται κάθε φορά να ψάχνει εμένα, να γυρίζει σε μένα. Εδώ υπάρχει κάτι παραπάνω.
- Είσαι λάθος και δεν βλέπεις καθαρά. Τι έχεις πάθει; Ξύπνα πια! Μας έχεις κουράσει, όλο τα ίδια και τα ίδια. Αφού βλέπεις ότι δεν προχωράει η κατάσταση. Ξεπέρασέ το και μην ξαναβρεθείς μαζί του. Σε κοροιδεύει.
Μάταιος κόπος, μ ένα του νεύμα και είχα πέσει τρέχωντας στην αγκαλιά του.
- Δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση, του έλεγα με μάτια δακρυσμένα.
- Δεν μπορώ να σου προσφέρω κάτι παραπάνω από αυτό. Δεν σου έταξα κάτι άλλο, απ την άρχη τα είχαμε πει.
- Ναι, μα τα συναισθήματα αλλάζουν. Κι εγώ δεν έχω πια την ψυχική δύναμη να ανέχομαι άλλο αυτή την ιστορία.
Με πήρε αγκαλιά και με φίλησε στο μέτωπο.
- Αφού κι εσύ μ αγαπάς, του ψιθύρισα.
Σιωπή…. Γύρισα σπίτι με κλάματα για άλλη μια φορά. Άλλο ένα βράδυ έφτασε στο τέλος του με το ίδιο αποτέλεσμα: καμία αλλαγή.
Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να τον έχω κοντά μου, να τον αγγίζω και να του μιλάω καθημερινά. Ζήλευα τους φίλους του, την οικογένειά του, ακόμα και τους γνωστούς του με τους οποίους μοιραζόταν πολύ περισσότερα από εμένα. Με κυρίευε η ζήλια και η θλίψη κάθε φορά που έλεγε σε κάποιον φίλο του ’’τα λέμε αύριο’’. Κι εγώ στεκόμουν και σκεφτόμουν πόσο όμορφα θα ήταν αν τα έλεγα κι εγώ αύριο μαζί του. Το μόνο σίγουρο, όμως ήταν ότι ίσως και να περνούσε μήνας μέχρι να του ξαναμιλήσω. Με όλα αυτά τα φύγε- έλα πέρασαν 2 χρόνια, 2 χρόνια που ήλπιζα ότι κάτι θ αλλάξει. Γι αυτό δεν είναι σημαντική η ελπίδα; Γιατί σου δίνει δύναμη και υπομονή όταν γύρω σου υπάρχουν χαλάσματα. Η αλήθεια είναι πως το τελευταίο διάστημα είχα αρχίσει να κουράζομαι ψυχολογικά, ένιωθα πως πραγματικά αυτή η ιστορία έπρεπε να σταματήσει. Κι εγώ ήμουν αυτή που έπρεπε να δώσει το τέλος. Εγώ δεν έπρεπε να σταματήσω να βασανίζομαι και να πονάω άλλωστε; Και κάθε φορά η ίδια σκέψη πριν το τέλος ’’κι αν κάτι αλλάξει κι εγώ έχω φύγει;’’. Ήμουν τελείως χαζή κι επίσημα!
Τα γεγονότα όμως φυσικά με πρόλαβαν. Σε μία ακόμα προσπάθειά μου να τον δω, τον πήρα τηλέφωνο και μου είπε ότι θα πάει με κάποιους φίλους του για ένα ποτό και ότι ίσως βρικόμασταν αργότερα. Έτυχε, όμως να είμαι στο ίδιο μαγαζί κι εγώ. Όταν τον είδα να μιλάει με μία άλλη μου κόπηκαν τα γόνατα, ήξερα πως αυτό πλέον ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου, δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Όλα γύρω μου άρχισαν να γυρίζουν κι ήθελα να κάνω εμετό. Τι μου συνέβαινε; Και γιατί μου συνέβαινε; Ποια ήμουν, πως είχα καταντήσει έτσι; Παρόλα αυτά τον πλησίασα για να του πω που κάθομαι και μ έδιωξε! Μ έδιωξε!!! Μέσα στα μούτρα μου ήταν με κάποια άλλη, αυτός που αγαπούσα ήταν με κάποια άλλη.
- Εμείς οι δυο τέρμα. Προσπάθησα πολύ. Γιατί μου το κάνεις αυτό; ΤΕΡΜΑ.
Με κοιτούσε απαθής, με σταυρωμένα χέρια και κουνούσε υποτιμητικά το κεφάλι. Δεν άντεξα και τον χαστούκισα. Τον χαστούκισα κι έφυγα βιαστικά, μάζευα τα πράγματά μου κι εκείνος με κοιτούσε σαν χαμένος -κανείς απ τους δυο μας δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί-. Έφυγα σχεδόν τρέχοντας και στην διαδρομή μέχρι το σπίτι έκλαιγα, έκλαιγα για όλα αυτά τα χρόνια, έκλαψα όπως ποτέ ξανά. Έκλαψα για εμένα που είχα πιστέψει σε μία φούσκα. Ένα αμάξι σταμάτησε και άκουσα μία φωνή:
- Είσαι καλά;
Ήταν ένας φίλος του που είχε καταλάβει τι είχε γίνει.
- Σ ευχαριστώ, θα περπατήσω λίγο μόνη, του είπα με δακρυσμένα μάτια, όμως χαμογελώντας.
Όλοι με λυπόντουσαν; Τι είχε γίνει; Είχε έρθει κι επίσημα το τέλος μιας εποχής.
Είχε περάσει μία εβδομάδα και μου φάνηκε σαν αιωνιότητα. Δεν είχε επικοινωνήσει. Βασικά τώρα τι έπαθα; Δεν έπρεπε να είμαι πιο ήρεμη τώρα που όλα τέλειωσαν; ’’Πρέπει’’ τι περίεργη λέξη..
Ήταν Σάββατο βράδυ -είχαν περάσει 2 μήνες- είχα βγει με τις φίλες μου και να τος! Γύρισα απ την άλλη, δεν ήθελα να του μιλήσω, όμως μέσα μου καιγόμουν.
- Με είδε; ρώτησα τη φίλη μου.
- Σίγουρα μας είδε!
Ήρθε κατευθείαν σε μένα και άρχισε να μου μιλάει για τη ζωή του τους τελευταίους 2 μήνες.
- Γιατί τα λες σε μένα αυτά;
- Γιατί έτσι ένιωσα με το που σε είδα, ήθελα να σου πω τι μου συνέβη αυτό το διάστημα.
- Εμείς θα φύγουμε.
- Κάθισε μαζί μας αν θέλεις, μου είπε και με κοίταξε στα μάτια.
- Ίσως….
Πήρα την τσάντα μου και έφυγα. Μετά από κάποιες μέρες έπιασε την αδερφή μου και της έλεγε πόσο μ αγαπάει. Εκείνο το βράδυ με συνάντησε τυχαία, μου έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού του και μου είπε να τον περιμένω γιατί θέλει να συζητήσουμε. Θ αργούσε λίγο επειδή έπρεπε να πάει έναν μεθυσμένο φίλο του στο σπίτι και δεν ήθελε να τον αφήσει να οδηγήσει σε τέτοια κατάσταση. Άνοιξα και μπήκα μέσα. Πόσες αναμνήσεις… Άναψα το φως και περίμενα. Η ώρα περνούσε κι εγώ άρχιζα ολοένα και περισσότερο να νιώθω περίεργα, ’’πάλι τα ίδια’’ σκεφτόμουν. Γιατί έπεσα πάλι στην παγίδα; Με κοροιδεύει. Έφυγα και άφησα τα κλειδιά στο πατάκι. Όταν γύρισε μου έστελνε οργισμένα μηνύματα ’’θα βρω κι εγώ άλλη’’, ’’γιατί δεν με περίμενες; Τι ήθελες να κάνω; Να αφήσω τον φίλο μου να σκοτωθεί;’’. Τα διάβαζα κι έκλαιγα. Τον αγαπούσα τρομερά, μα εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά, ποιο ήταν το σωστό.
Μετά από λίγες μέρες, χτύπησα το κουδούνι του στις 4 το πρωί.
- Oh la la! αναφώνισε ανοίγοντας την πόρτα ξαφνιασμένος.
Για λίγα δευτερόλεπτα κοιταχτήκαμε και μπήκα μέσα. Καθίσαμε στον καναπέ εγώ κουλουριασμένη και μην μπορώντας να τον κοιτάξω στα μάτια, του είπα πόσο τον αγαπούσα και πόσο είχα πληγωθεί.
- Προσπαθούσα πολύ, αλλά δεν γινόταν τίποτα.
- Έπρεπε να με περιμένεις.
- Προσπάθησα να μπω σε άλλη σχέση με ένα 10% της καρδιάς μου και το υπόλοιπο 90% ήταν ακόμη σε σένα. Ήταν πολύ δύσκολο, δεν το άντεξα.
- Μα ούτε τα νούμερα δεν συμφωνούσαν, γιατί το έκανες αυτό; μου είπε απελπισμένος.
- Τώρα όμως είμαι εδώ.
- Τώρα όμως εγώ έχω άλλη.
- Άλλη; δεν τον πίστεψα, όμως όλο μου το κορμί είχε μουδιάσει.
- Την τελευταία φορά βρήκα τα κλειδιά έξω. Τι ήθελες να κάνω;
- Εμένα αγαπάς, όχι αυτήν.
- Ίσως την αγαπήσω κάποτε.
- Θέλω να τη διώξεις.
- Δεν γίνεται έτσι απλά.
- Εγώ δεν μπορώ να προχωρήσω αλλιώς. Εάν θέλεις να κάνουμε μια καινούργια αρχή πρέπει να αφήσουμε πίσω το παρελθόν και να ξεκινήσουμε σαν να γνωριστήκαμε σήμερα.
Τίποτα δεν ήταν εύκολο το πρώτο διάστημα, κρυβόμασταν, μαλώναμε… όμως πιστεύω ότι αν η αγάπη υπάρχει είναι πολύ πιο δυνατή από τους χαζοεγωισμούς. Τον αγαπάω όπως την πρώτη φορά που τον κοίταξα. Και μ αγαπάει πολύ κι αυτός. Τελικά ο έρωτας δεν ήρθε αργοπορημένος, προυπήρχε όπως έβλεπα πολύ καλά, μόνο που το καθαρματάκι μου το κατάλαβε λίγο αργά. Κι αυτό που καταλάβαμε κι οι δύο μας χρόνια μετά είναι πόση πολλή προσπάθεια χρειάζεται ώστε η αγάπη να είναι πάντα ανθισμένη. Κάποιες φορές τα αγκάθια της σε τσιμπάνε, ματώνεις, όμως μένεις εκεί και αγαπάς ακόμη περισσότερο μέχρι οι πληγές να γιατρευτούν.