Κουλουριασμένη στην άκρη ενός από τους πολλούς καναπέδες της πολυτελούς κατοικίας της, χαμένη στις σκέψεις της. Όλα τα έπιπλα του σπιτιού διαλεγμένα ένα προς ένα για να διαλύουν με επιτυχία κάθε αίσθημα μοναξιάς. Όλα στοιβαγμένα σ’ ένα διώροφο σπίτι και εκείνη στην άκρη ενός τριθέσιου καναπέ.
Εκείνο το πρωινό, ξύπνησε αλαφιασμένη. Σαν κάτι φοβερό να είχε ταρακουνήσει κάθε κύτταρο της ύπαρξής της. Κυλίστηκε στα νωπά, από ιδρώτα, σεντόνια της και γύρεψε με το βλέμμα της το λιγοστό φως που τρύπωνε από τις γρίλιες. Ανακάθισε, περιμένοντας να ακούσει κάποιον από τους γνώριμους ήχους του κάτω πατώματος.
Jazz μελωδίες μπλέκονταν με έντονες κουβέντες. Πάλι διαφωνούσαν; H βελόνα του θυμού γρατζουνούσε επίμονα τον παλιό δίσκο της Ella Fitzgerald που λάτρευε να ακούει. Ήταν δώρο. Μεμιάς, έκλεισε τα αυτιά της, σε μια προσπάθεια να γλιτώσει από την κεφαλή της βελόνας που τρυπούσε με ακρίβεια κάθε χιλιοστό του κορμιού της. Ξάφνου, κατά ένα μαγικό τρόπο, η φωνή της μαύρης τραγουδίστριας σίγησε και απόλυτη σιωπή επικράτησε στο χώρο. Πάντα βοηθούσε.
Η πείνα ανέλαβε να την προσγειώσει απότομα στην πραγματικότητα. Μουδιασμένη καθώς ήταν, έτριψε τα πονεμένα της μέλη και σηκώθηκε να ετοιμάσει ένα πλήρες γεύμα. Για εκείνη, η προετοιμασία του πρωινού ήταν ιεροτελεστία. Συμβόλιζε το καινούριο, το διαφορετικό. Περπάτησε στις μύτες των ποδιών πάνω στο ξύλινο, φρεσκογυαλισμένο πάτωμα, σαν να φοβόταν πως θα ξυπνήσει τους ενοίκους. Σε κάθε βήμα, η καρδιά της σφυροκοπούσε με τέτοια ένταση, σαν να περίμενε πως κάτι θα συμβεί.
Το επάνω πάτωμα διέθετε τρεις ευρύχωρες κρεβατοκάμαρες με προσωπικό μπάνιο και ένα φαρδύ διάδρομο που τις συνέδεε. Από το ταβάνι του διαδρόμου, με τη βοήθεια μιας μικρής σκάλας, ανέβαινε κανείς στη μικρή σοφίτα της κατοικίας. Ήταν το ησυχαστήριο της. Σκαλιστά, σκουρόχρωμα ξύλινα έπιπλα, μεγάλης αξίας, στόλιζαν κάθε δωμάτιο. Τον διάδρομο κοσμούσαν καθρέφτες σε διαφορετικά σχήματα και μεγέθη. Πρωτότυπη διακόσμηση για μια κλασική κατοικία.
Από μικρή, συνήθιζε να στέκεται μπροστά στον επίχρυσο καθρέφτη του πατρικού της και να χαζεύει το είδωλό της. Μελαχρινή, με έντονα αμυγδαλωτά μάτια στο χρώμα της άγουρης ελιάς. Πανέμορφες, μακριές βλεφαρίδες σκέπαζαν τα υγρά της μάτια και την προφύλασσαν από τα αδιάκριτα βλέμματα. Όλα τα μυστικά της φυλάσσονταν πίσω από τις μαύρες καμπύλες που κοσμούσαν τα βλέφαρά της.
Κατευθυνόμενη προς τις σκάλες, κοντοστάθηκε. Με το βλέμμα της περιεργάστηκε το χώρο, σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Ησυχία. Δίπλα της, ένας τεράστιος καθρέφτης, έτοιμος να αγκαλιάσει την εικόνα της. Αντανακλούσε το φυλαχτό που κρατούσε σφιχτά στο χέρι της. Χαραγμένο το όνομα Λάρα με περίσσια τέχνη. Ήταν το αγαπημένο κόσμημα της αδερφής της.
Ξάφνου, ακούστηκαν κλειδιά στην εξώπορτα. Η αδερφή της είχε γυρίσει την πιο ακατάλληλη στιγμή. Αν την έβλεπε με το φυλαχτό στο χέρι, θα αντιδρούσε έντονα. Απέφευγε να μοιράζεται προσωπικά της αντικείμενα. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια, άφησε το κόσμημα να πέσει από τα χέρια της και κοντοστάθηκε στον σκαλιστό καθρέφτη από φύλλα χρυσού, φτιάχνοντας τα μαλλιά της. Ο ήχος από τα τακούνια της αδερφής της στο πάτωμα του κάτω ορόφου ερέθιζε το νευρικό της σύστημα. Έντονος στην αρχή, σταδιακά έσβηνε.
Κοιτάζοντας στον καθρέφτη αντίκρυ, πρόσεξε τη βέρα στο δεξί της χέρι. Σφυρήλατη, ολόχρυση γυάλιζε σαν την πρώτη μέρα που τη φόρεσε. Την έβγαλε και περιεργάστηκε το εσωτερικό της. Ντάμιαν, 29 Ιουλίου 1997. Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από την ημέρα της γνωριμίας τους και η φλόγα παρέμενε αναμμένη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που αναρωτιόταν αν κάτι θα μπορούσε να διαλύσει την υπέροχη οικογενειακή τους ζωή.
Η ώρα που ο Ντάμιαν έφευγε για τη δουλειά είχε φτάσει, όμως το παλτό παρέμενε ακουμπισμένο στην κουπαστή της σκάλας που οδηγούσε στον κάτω όροφο. Θυμάται πως η jazz ήταν η αιτία της γνωριμίας τους. Ως γνήσιοι λάτρεις αυτού του είδους έσμιξαν σε μια συναυλία στη Νέα Ορλεάνη κι από τότε παρέμεναν αχώριστοι. Νότες ταξίδευαν από δωμάτιο σε δωμάτιο, κι από στιγμή σε στιγμή. Είχαν συντροφεύσει πολλά από τα γεγονότα της ζωής τους και τα είχαν ντύσει με μια δόση αυτοσχεδιασμού, όπως αγαπά να κάνει και η jazz.
Την προηγούμενη μέρα δεν είχαν περάσει χρόνο μαζί και ήθελε να προλάβει να του δώσει ένα φιλί, πριν φύγει για τη δουλειά. Λόγω των απαιτητικών ωραρίων τους, υπήρχαν μέρες που κατάφερναν να βρεθούν μόνο την ώρα του πρωινού. Αυτές τις στιγμές ένιωθε πως αναπλήρωνε το χαμένο χρόνο.
Το ‘’Fine Romance’’ της μαύρης φωνής, αναπάντεχα, πλημμύρισε το χώρο. Σιγοτραγουδώντας, πλησίασε τον τελευταίο καθρέφτη του διαδρόμου. Εκείνον που θα περνούσε απαρατήρητος. Κατασκευασμένος από απλό γυαλί, χωρίς περίτεχνες κορνίζες και ακριβά υλικά.
Τα νιάτα της ήταν εκεί. Αδιάψευστη εικόνα της πραγματικότητας. Πλούσια μαύρα μαλλιά ξεχύνονταν στους ώμους της, σε πλήρη αντίθεση με την πορσελάνινη επιδερμίδα της. Ο χρόνος της είχε φερθεί άψογα, χαρούμενος με την ευτυχία της. Ακολουθούσε με απόλυτη μαεστρία τις προσταγές της αφέντρας του, όπως μια καλοφτιαγμένη μαριονέτα υπακούει στους κανόνες του χειριστή της. Ήξερε καλά τα αδύνατα του σημεία κι έτσι τον κατατρόπωνε παρά την άνιση μάχη.
Η γνώριμη φωνή του συζύγου της, ήχησε στα αυτιά της. Την χαιρέτησε, καθώς έκλεισε την πόρτα πίσω του. Μα καλά, έφυγε χωρίς το παλτό του; Τι αφηρημένος!
Ο χρόνος θύμιζε τρενάκι λούνα παρκ σ’ εκείνο το διάδρομο. Την παρέσυρε χωρίς τη συγκατάθεσή της. Κατέβηκε άνευρα τις σκάλες. Η ώρα του πρωινού είχε φτάσει. Περνώντας από την τραπεζαρία για να φτάσει στην κουζίνα, πρόσεξε τρεις κούπες στο γυάλινο τραπεζάκι, συμμετρικά τοποθετημένες. Σαν να αποτελούσε σκηνικό φωτογράφισης κι όλα τα αντικείμενα έπρεπε να είναι καλοβαλμένα για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Τη σκέψη της διέλυσε η θαμπή επιφάνεια του τραπεζιού. Δαχτυλιές και στάμπες από καφέ συνέθεταν ένα πραγματικό πίνακα. Ένας γαλαξίας με πολλούς πλανήτες απλωνόταν μπροστά της. Ποιος τα’ χε καταφέρει τόσο καλά;
Εκείνη πάντα τυπική με τις δουλειές του σπιτιού, περίμενε το ίδιο κι από τους υπόλοιπους ενοίκους. Ο Ντάμιαν κι η Λάρα αδιαφορούσαν για τα πρακτικά ζητήματα, αφοσιωμένοι κι οι δυο στην καριέρα τους. Η απουσία τους ήταν έντονη με αποτέλεσμα ανά διαστήματα να βιώνει την απόλυτη μοναξιά.
Οι τρεις κούπες είχαν χαραγμένα τα ονόματά τους. Ντάμιαν, Λάρα και Φοίβη. Τις περιεργάστηκε λίγο ακόμα δίχως να τις αγγίξει. Για λίγο, σκέφτηκε να χαλάσει αυτή τη συμμετρία, αλλά τελικά συνέχισε προς την κουζίνα.
Βρύα και λειχήνες κατέπνιγαν έναν πύργο πιατικών στο νεροχύτη της κουζίνας. Ένα σκηνικό αποσύνθεσης και ακαθαρσίας που έδενε απόλυτα με αυτό της τραπεζαρίας. Πάνω στο τραπέζι, η ατζέντα του συζύγου της. Τι αφηρημένος! Ξέχναγε συχνά πράγματα σε διάφορα σημεία, πράγμα που κάποια στιγμή θα του δημιουργούσε μπελάδες. Την ατζέντα του όμως δεν την είχε ξεχάσει ποτέ ως τώρα. Έπρεπε να του τηλεφωνήσει για να τον ενημερώσει.
Το τηλέφωνο συνήθιζε να το αφήνει στην κρεβατοκάμαρα, οπότε κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, πέρασε τον διάδρομο με τους καθρέφτες και μπήκε στο δωμάτιο. Έψαξε ολόγυρα και το βρήκε πάνω στο μαξιλάρι του. Χωρίς να χάσει χρόνο, κάλεσε τον αριθμό του. Η φωνή από την άλλη πλευρά της γραμμής την ενημέρωσε ότι το νούμερο αυτό ήταν απενεργοποιημένο. Ατυχία! Πιθανότατα, θα βρισκόταν ήδη σε κάποιο συμβούλιο από εκείνα που κατέτρωγαν πολύ χρόνο από τη ζωή τους.
Η εξάντληση την κυρίευσε. Ένα απροσδιόριστο άγχος την έπεισε να ξαπλώσει. Η μουσική της Εlla πλημμύρισε και πάλι όλα τα δωμάτια, μέχρι που τρανταχτά γέλια ξέσπασαν στο χώρο. Άραγε, είχε επιστρέψει κάποιος;
Γεμάτη περιέργεια σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το ισόγειο, περνώντας από το διάδρομο με τους πολλούς καθρέφτες. Τη διακόσμηση είχε επιμεληθεί η ίδια και γι’ αυτό ήταν πολύ περήφανη. Λάτρευε τους καθρέφτες, γιατί ήταν αποδέκτες των σκέψεων της. Την καταλάβαιναν και δεν την κατέκριναν ποτέ γι’ αυτές.
Κοντοστάθηκε. Ο καθρέφτης στα δεξιά της αντανακλούσε το είδωλό της που κρατούσε σφιχτά το φυλαχτό της αδερφής της. Κι αντικρύ, εκείνη με τη βέρα της. Δεν μπορεί. Πώς δυο εικόνες χωρούσαν στην ίδια στιγμή; Πώς να εξηγήσει αυτό που συνέβαινε; Πόσες φορές είχε επαναληφθεί αυτή η σκηνή στο διάδρομο;
Ο φόβος αυτής της ανακάλυψης την έσπρωξε να τραβήξει τη μικρή σκαλίτσα που οδηγούσε στη σοφίτα. Κάτωχρη και με τρεμάμενα χέρια πιάστηκε από την ξύλινη σκάλα κι ανέβηκε. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, αλλά εκείνη γνώριζε το χώρο σαν την παλάμη του χεριού της. Αργά και μετρώντας βήματα έφτασε στον αγαπημένο της τριθέσιο καναπέ. Με σιγουριά άφησε το κορμί της να πέσει βαρύ. Παραμένοντας στα σκοτεινά, πίεσε τον διακόπτη του πορτατίφ που βρισκόταν στο τραπεζάκι και απαλό φως ξεχύθηκε στο δωμάτιο.
-Καλημέρα σας, δεσποινίς Φοίβη. Ήρθε η ώρα για το χάπι σας.
Είχε ξαναβρεί τη χαμένη της γαλήνη. Είχε ψηλαφίσει την αλήθεια για μία ακόμα φορά.