Η αγάπη μου για τα δέντρα ξεκινάει από τα παιδικά μου χρόνια και με ένα διάλειμμα κάποιων ετών, οπότε και δοκιμάστηκε σοβαρά, φτάνει μέχρι σήμερα. Όταν ήμουν παιδί δεν είχα συνειδητοποιήσει τα συναισθήματά μου για τα δέντρα, απλά τα βίωνα. Πολύ αργότερα, με τη συμβολή της λογοτεχνίας, μη σας φανεί περίεργο, ειδικότερα του διηγήματος του Στρατή Τσίρκα με τίτλο ‘’Το δέντρο’’, ταυτοποίησα και τη δική μου αγάπη. Πέρασα ωστόσο μια περίοδο που η αγάπη αυτή αδρανοποιήθηκε. Ήταν η εποχή των πολλών ευθυνών, οικογενειακών και επαγγελματικών, μια εποχή που η σωματική και ψυχική κόπωση παραχώρησε την ευαισθησία και την τρυφεράδα στην απάθεια και ενίοτε τη σκληρότητα. Ντρέπομαι, αλλά θα το ομολογήσω. Υπήρξα, πριν δεκαετίες, θιασώτρια της κοπής ενός δέντρου, μιας τεράστιας ακακίας Κωνσταντινουπόλεως, διότι μου γέμιζε την είσοδο του παραθεριστικού με ξερά λουλούδια και φύλλα που, στο πρώτο φύσημα του ανέμου, έμπαιναν και στην πλακόστρωτη μικρή του αυλή και μ ‘’ανάγκαζαν’’ να είμαι καθημερινά με τη σκούπα στο χέρι!
Ευτυχώς για μένα, το έγκλημα δεν συντελέστηκε τότε, ελάχιστοι άλλωστε συμμερίζονταν το παράπονο και τον κόπο μου, διαφορετικά θα το είχα μεγάλο βάρος στη συνείδησή μου! Αρκετά χρόνια αργότερα όμως, όταν αρχές καλοκαιριού επισκέφθηκα το εξοχικό και διαπίστωσα την απουσία της ακακίας, πήρα το μάθημά μου. Ούτε σκιά πια, ούτε κελαηδήματα πουλιών, ούτε απάγγιασμα του βλέμματος, ούτε γαλήνεμα της ψυχής! Μόνο η άχαρη ταράτσα του απέναντι σπιτιού με τη μεταλλική εγκατάσταση του ηλιακού θερμοσίφωνα να αντανακλά τις φλογερές ακτίνες!
Τα πρώτα δέντρα που αγάπησα ήταν αυτά του κήπου μας. Μεγάλωσα σε συνοικιακή μονοκατοικία της δεκαετίας του εξήντα, με ευρύχωρο κήπο γεμάτο οπωροφόρα και λουλούδια.
Το σπίτι ήταν διώροφο. Μια αυτοσχέδια ξύλινη σκάλα από την άνετη βεράντα της κουζίνας οδηγούσε στην αυλή. Στα δεξιά της μικρής σκάλας υψώνονταν μια σχετικά κομψή για το είδος της συκιά. Καρποφορούσε άφθονα, άσπρα, γλυκύτατα σύκα κι η χαρά μου ήταν να τα ανακαλύπτω από τη βεράντα και να τα καταναλώνω άμεσα, λατρεμένο φρούτο! Με το που κατέβαινα στην αυλή αριστερά μου συναντούσα τη λυγερόκορμη, κοντούλα, μα πολύκλωνη κορομηλιά. Η σκιά στο μονοπάτι δίπλα της ήταν ανακουφιστική, τα φυλλαράκια της μικρά αλλά τόσο πυκνά, σχεδόν αδιαπέραστα! Τα ρείκια της με παίδευαν όμως! Περίμενα πώς και πώς να κιτρινίσουν, να μαλακώσουν και να γλυκάνουν για να μπορέσω να τα γευτώ με ευχαρίστηση, χωρίς γκριμάτσες ξινίλας στο πρόσωπο! Λίγο πιο πάνω από την κορομηλιά, καθώς ανηφόριζες προς το κοτέτσι, ένα επίπεδο ψηλότερα, στέκονταν ταπεινή, να εποπτεύει σχεδόν όλο τον κήπο λόγω θέσης, η ελιά. Λάτρευα το ασημόχρωμα των μυτερών της φύλλων, δεν μ ενδιέφεραν και πολύ τότε οι καρποί της, είχα μεγαλύτερη αδυναμία στα γλυκά φρούτα της αυλής, τα βερύκοκα κυρίως και τα σύκα! Η βερυκοκιά μας ως δέντρο ήταν μάλλον συνηθισμένη, κάπως άχαρη ίσως. Στην εποχή της καρποφορίας της όμως ήταν χάρμα οφθαλών! Το πράσινο των φύλλων της έρχονταν σε αρμονική αντίθεση με το πορτοκαλί των φρούτων της που μοσχοβολούσαν κι ήταν γευστικότατα, η αποθέωση των αισθήσεων!
Η ροδιά και η συκιά με τα μαύρα σύκα συμπλήρωναν την παρέα των οπωροφόρων μας. Για τη ροδιά μας δεν θυμάμαι πολλά. Την καμάρωνα στην ανθοφορία της, παρατηρούσα τους καρπούς της να δένουν σιγά σιγά, να μεγαλώνουν, ν ανοίγουν, ν αποκαλύπτουν το χυμώδες εσωτερικό τους, τα χιλιάδες βυσσινιά σπυριά τους, αλλά ως εκεί. Τα αισθητικά υπέροχα ρόδια της ήταν αρκετά ξινά για τις προτιμήσεις μου. Την πιο στενή και αγαπητική σχέση απ όλα τα δέντρα μας την είχα με τη μαύρη συκιά! Ένα δέντρο θεόρατο, κάπως άγριο με τους άπειρους, σκληρούς κόμπους στον γκρίζο κορμό και τα κλαδιά της, τα τραχιά φύλλα της με τα πολλά νεύρα, τους σαρκώδεις, γεμάτους γάλα χοντρόφλουδους καρπούς της. Τις πιο πολλές φορές που τους γευόμουν, η πικρίλα από το γάλα τους μ έκανε να μετανιώνω για το κρέμασμά μου στα κλαδιά της, προκειμένου να τους φτάσω, αλλά και για τις κοκκινίλες και τη φαγούρα που προκαλούσε στο δέρμα μου η επαφή με τα φύλλα της! Παρόλα αυτά η μαύρη συκιά ήταν το καταφύγιό μου! Η κατανομή των κλαδιών της ήτανε τέτοια που μου επέτρεπε να εγκαταστήσω εκεί το δεντρόσπιτό μου. Σκαρφάλωνα με άνεση και καθόμουν στις διχάλες που σχημάτιζαν ο κορμός με τους βραχίονες των κλαδιών της επί ώρες μαζί με τις αγαπημένες μου κούκλες, τα κουζινικά μου, υποδυόμενη ρόλους μεγάλης γυναίκας. Το δεντρόσπιτό μου φιλοξενούσε και τις γειτονοπούλες φίλες μου, εκεί να δείτε παιχνίδι, έχει μείνει όμως μέσα μου κυρίως ως προσωπικός μου χώρος, μυστικός κι απροσπέλαστος στους πολλούς.
Το μοναδικό μη οπωροφόρο δέντρο που είχαμε ήταν το κυπαρίσσι. Ευθυτενές, θλιμμένο, αποκομμένο από τα υπόλοιπα, βρισκόταν στη νότια πλευρά του κήπου, στο όριο του οικοπέδου μας με το παρακείμενο κατηφορικό μονοπάτι που έβγαζε στον κάτω δρόμο. Μου προκαλούσε δέος, με τις δύο σημασίες του όρου, σεβασμό για τη μοναδικότητα και τη μοναξιά του και ταυτόχρονα φόβο για το απόκοσμό του. Από μικρή το είχα ταυτίσει με τα μνήματα όπου ήταν κυρίαρχο.
Δύο ακόμη δέντρα, όχι τόσο γνωστά και διαδεδομένα τώρα πια, πολύ αγαπητά όμως σ εμένα, συγκινούμαι σήμερα όταν αραιά και που τ ανακαλύπτω κάπου, έμειναν ανεξίτηλα στις μνήμες εκείνων των χρόνων. Πρόκειται για μια τζιτζιφιά και μια μουριά, μεγαλωμένες στην αυλή της γειτόνισσάς μας, που λόγω της πληθωρικότητάς, της τζιτζιφιάς κυρίως, ένα μεγάλο μέρος των κλώνων τους έγερνε πάνω από το λεπτό συρμάτινο φράκτη στη δική μας μεριά.
Η τζιτζιφιά δέσποζε επιβλητικότατη στη μικρή αυλή, αλλά τη μεγαλύτερη δόξα τη γνώριζε στην εποχή της ανθοφορίας της. Έβγαζε ένα διακριτικό, λεπτεπίλεπτο, μικρό, ζωγραφιστό θάλεγες, κίτρινο ανθάκι, σαν αυτά που κοσμούσαν τα τσίτια που συνηθίζονταν πολύ τότε. Οι καρποί της είχανε το χρώμα της ώχρας, κομψοί κι αυτοί, στο μέγεθος της ελιάς, λεπτόφλουδοι, ιδιαίτερα στυφοί όμως στη γεύση. Όσο για τη μουριά, δεν μπορώ να πω πως είχε ξεχωριστή ομορφιά ως δέντρο, οι σκουρόχρωμοι χυμώδεις καρποί της όμως, λες και τους γεύομαι τώρα, μου έχουν μείνει αξέχαστοι!
Αν με ρωτήσει κανείς για το παρόν, τα δέντρα που έκλεψαν το θαυμασμό μου και διεκδίκησαν την αγάπη μου αδιαπραγμάτευτα βρίσκονται μακριά μου, όχι πια στο χρόνο, αλλά σε απόσταση. Είναι τα δέντρα που συναντώ στα ετήσια εδώ και μερικά χρόνια ταξίδια μου στη Νέα Αγγλία. Κυρίαρχη θέση στην καρδιά μου κατέχουν οι ανθισμένες μανόλιες της Βοστόνης, δέντρα απίστευτης ωραιότητας, που διεγείρουν την όραση, την όσφρηση και την αφή όσο κανένα άλλο. Υπερμεγέθεις οι περισσότερες, φουντωτές, καλοσχηματισμένες, υπερήφανες, με τα στιλπνά τους φυλλώματα να λάμπουν κάτω απ τον ανοιξιάτικο ήλιο, επιδεικνύουν φιλάρεσκα τα ροδόχροα μοσχομυριστά τους άνθη στον περαστικό, ηδονική απόλαυση που προσφέρεται ανέξοδα, απλόχερα, χωρίς καμία φειδώ.
Ένα άλλο δέντρο αρκετά συχνό στις επίπεδες, καταπράσινες εκτάσεις της περιοχής, είναι ένα είδος βελανιδιάς. Δεν το έχω πετύχει ποτέ στην ανθοφορία του, μόνο τους ξερούς του καρπούς έχω δει σε στρώματα γύρω του, τ απομεινάρια τους για να είμαι ακριβής, άδεια καύκαλα, καφετιά, χιλιοαπασμένα. Το δέντρο αυτό όμως έτσι και το δεις δεν το ξεχνάς. Κορμός πλατύς, παμπάλαιος, ρυτιδιασμένος, γεμάτος κάθετες χοντρές ραβδώσεις σαν αυλάκια, ωστόσο στιβαρός, άκαμπτος. Ρίζες που απλώνονται μέτρα μακριά βγαίνουν στην επιφάνεια κι ανοίγονται προς όλες τις κατευθύνσεις, αδιάψευστοι μάρτυρες της επιμονής του, της ιστορίας και της κυριαρχίας του. Δυσθεώρητο ύψος και κλαδιά που ξεκινούν χαμηλά απ τον κορμό, κάνουν ένα ελαφρύ σπάσιμο στο πλάι και στη συνέχεια ορθώνονται με την πλούσια φυλλωσιά τους, αποζητώντας το χάδι του ήλιου.
Περιέγραψα τα πιο αγαπημένα δέντρα της μέχρι τώρα ζωής μου κι εύχομαι ο κατάλογος να μην τελειώσει εδώ και να μου δοθεί η ευκαιρία να βάλω στην καρδιά μου ακόμα περισσότερα δέντρα! Να παίρνω χαρά, ελπίδα και δύναμη μόνο μόνο επειδή υπάρχουν!