«Τι τον ήθελες τον Αμαζόνιο μάνα μου;» αναρωτιόμουν καθώς έτρεχα να γλιτώσω. Από πίσω μου έτρεχαν τρεις άντρες Cujareno και μπροστά μου ο Γιαννάκης. Πάντα ήθελα να πάω στη ζούγκλα, σε μία οποιαδήποτε ζούγκλα. Από τότε που ήμουν μικρή και τραγουδούσα στο αυτοκίνητο του μπαμπά μου πως θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν. Με τον Ταρζάν. Με τον Ταρζάν λέω, όχι με τον Γιάννη τον τζιτζιφιόγκο. Τον ξέρετε τον Γιάννη κύριε μου; Σας βλέπω μου γνέφετε αρνητικά. Ούτε κι εγώ τον ήξερα αλλά ας όψεται η ανάγκη. Και μου το έλεγε η μαμά μου να πάρω εκείνον τον πολιτικό μηχανικό που μου έκανε τεμενάδες, αλλά όχι. “Εγώ θα πάρω άντρα ψηλό και όμορφο” της έλεγα.
Στο τέλος πήρα ό,τι βρέθηκε μπροστά μου. “Αφού δεν είναι ψηλός και όμορφος, ας είναι καλός και πλούσιος” σκέφτηκα. Μπορεί να είμαι λίγο σιτεμένη, κρατιέμαι όμως, με ένα δύο μποτοξάκια, με κάνεις και 30. Τι όχι; Σας βλέπω με κοιτάτε περιφρονητικά. Έτσι παντρεύτηκα τον Γιαννάκη. Όταν με ρώτησε που θέλω να πάμε ταξίδι, του είπα πως θέλω να δω τα άγρια θηρία, τα Ανακόντα και τις φυλές του Αμαζονίου. Τι στο διάολο! Δύο μέτρα γυναίκα πήρε ας τα σκάσει… Με ακούτε ή κοιμηθήκατε;»
«Τι ακούν τ’ αυτιά μου να ρωτάς!»
«Φτάσαμε λοιπόν στον Αμαζόνιο και τακτοποιηθήκαμε στο δωμάτιό μας. Καλό ήταν δε λέω, αν εξαιρέσεις πως κρεμόταν πάνω σ΄ένα δέντρο και κουνιόταν σαν να το χτύπησαν έξι ρίχτερ, παράπονο δεν είχα. Για ξυπνητήρι το πρωί είχαμε το κελάιδισμα των πουλιών και για πάπλωμα το βράδυ τα χρώματα της ζούγκλας…»
«Είσαι και ρομαντική τρομάρα σου!»
«Πάντα ήμουν ρομαντική, μην με κοιτάτε έτσι που κατάντησα. Την επόμενη μέρα λοιπόν πήραμε ξεναγό. Νοικιάσαμε ένα ειδικό πλοιάριο και φύγαμε για την πρώτη εξερεύνηση. Στην αρχή ήταν πολύ όμορφα. Καθόμουν στο μπροστινό μέρος και έβγαζα φωτογραφίες. Κατά μήκος και των δύο οχθών η φύση οργίαζε, ήταν τόσο πυκνή που οι ακτίνες του ήλιου μόλις και μετά βίας περνούσαν ανάμεσα απ΄τα φυλλώματα των δέντρων. Παράξενα πτηνά με πλουμιστά φτερά και παράξενα ράμφη πετούσαν από κλαδί σε κλαδί και συναγωνίζονταν το ένα το άλλο σε κάλλος και ταχύτητα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που την πυκνή βλάστηση τάραζε κάποιο ερπετό που γλιστρούσε ανάμεσα. Ο ξεναγός μας είπε να μην κάνουμε καμία εξυπνάδα και βουτήξουμε στα νερά γιατί από κάτω καραδοκούσαν πιράνχας. Το ξέρετε κύριε πως ο ποταμός πήρε το όνομά του από τις μυθικές Αμαζόνες; Τέτοιες τοπικές φυλές πολεμιστριών συνάντησε και ο Orellana τον 16ο αιώνα και έδωσε το όνομά τους στον ποταμό. Αυτό μου το είπε ο Γιαννάκης που εκστασιασμένος είχε απομνημονεύσει όλες τις πληροφορίες για τη χλωρίδα και την πανίδα του μέρους».
«Μάθημα ιστορίας ήρθες να μου κάνεις; Τελείωνε πια!».
«Ναι, ναι! Τελειώνω! Μισό λεπτάκι θα κάνω μόνο. Όπου σταματούσαμε συναντούσαμε φυλές με περίεργες πολύχρωμες ενδυμασίες, ζωγραφισμένα πρόσωπα και κάτι μύτες σαν μελιτζάνες τρυπημένες με ξύλινες βελόνες. Όταν ο ξεναγός σταμάτησε για να συνεννοηθεί με κάποιους ντόπιους, ο Γιάννης μου πρότεινε να κατέβουμε κι εμείς. Τον είχαν πιάσει ορεξούλες τον βουκόλο, βλέπετε θυμήθηκε την καταγωγή του, βγαλμένος από τα βιβλία του Δαρβίνου, γέννημα θρέμμα των νήσων Γκαλαπάγκος…
“Πρόσεξε τα καινούργια μου εσώρουχα, είναι και Victoria’s Secret” έσκουξα.
“Μην στενοχωριέσαι θα σου πάρω άλλα”.
“ Όχι εδώ. Μας βλέπουν!” του είπα ξανά μήπως τον αποφύγω.
“Τότε πάμε πιο μέσα ζαργάνα μου” απάντησε χωρίς να σηκώνει αντίρρηση. Με έπιασε από το χεράκι και με έσυρε σε ένα ξέφωτο. Ούτε εκεί όμως του άρεσε. Πήγαμε πιο μέσα και πιο μέσα και πιο μέσα. Στο τέλος, δεν ξέρω πως, χαθήκαμε. Πρέπει κι ο ξεναγός να μας άφησε, να είπε: “δεν πειράζει να τους παρατήσω εδώ ούτως ή άλλως βλαμμένα είναι”. Εκεί που περπατούσαμε και κανείς δεν μας αναζητούσε ούτε είδαμε ελικόπτερα να ίπτανται και να μας ψάχνουν, ανακαλύψαμε ότι είχε αρχίσει να βραδιάζει.
“Πάμε να ταμπουρωθούμε κάπου να περάσουμε το βράδυ” μου είπε ο Κολοκοτρώνης της κακιάς συμφοράς. Πριν προλάβω να συμφωνήσω μαζί του… Με παρακολουθείτε; Σας βλέπω κοιτάτε το ρολόι σας».
«Τελείωνε είπαμε, σε λίγο έρχονται τα πούλμαν με τις νέες αφίξεις».
«Τελειώνω. Που είχα μείνει; Α, ναι! Πριν προλάβω να συμφωνήσω, βλέπω ένα, δύο, τρία βέλη να κατευθύνονται προς το μέρος μας. Εγώ ξέρετε είμαι μύωψ. Τα γυαλιά μου, ηλίου και μυωπίας, τα είχα αφήσει στη βάρκα, δεν τους είδα πίσω απ΄την τροπική βλάστηση…».
«Φλυαρείς. Έχουν ασπρίσει τα μαλλιά μου να περιμένω να τελειώσεις. Σε λίγο έρχεται το αφεντικό για επιθεώρηση, πρέπει να σε έχω τακτοποιήσει στο δωμάτιο».
«Δώστε μου λίγα λεπτά ακόμη, σας παρακαλώ! Τους είδε που λέτε ο Γιάννης που άρχισε να τρέχει, για να είμαι πιο ακριβής, με παράτησε και άρχισε να τρέχει κι έτσι ζουμπάς και ξερακιανός όπως ήταν έγινε Λούης.
“Που πας ρε Γιάννη χωρίς το στεφάνι σου;” του φώναξα. Καμία απάντηση.
Κοιτάζω πίσω, βλέπω τρεις κοντοπίθαρους με καρέ μαλλί και φράντζα ως τη μύτη, με πεσμένα στήθη και φούστες κλαρωτές, με φυσοκάλαμα στο λαιμό και τόξα στα χέρια που τα κουνούσαν προς το μέρος μου να τρέχουν κατά πάνω μου. Στην αρχή δε φοβήθηκα, έτσι με κούρευε η μάνα μου όταν ήμουν μικρή, με μαλλί σαν κάσκα από μοτοσακό. Όταν όμως άρχισαν να ξαναρίχνουν βέλη και να φωνάζουν ακατάληπτα, άρχισα να τρέχω κι εγώ προς το μέρος που έτρεχε ο Γιάννης. Κάπου εκεί πρέπει να κατάλαβα ότι πατούσα πάνω σε ένα “χαλί” από έντομα. Άρχισα να τσιρίζω. Από την τρομάρα μου έχασα την ισορροπία μου και έπεσα κάτω. Δεν πρόλαβα να σηκωθώ και οι ιθαγενείς έσκυψαν από πάνω μου. Ο ένας απ΄αυτούς έβαλε στο στόμα το φυσοκάλαμο που κρεμόταν στο στήθος του και φύσηξε κάτι σαν σκόνη στο πρόσωπό μου. Τα πάντα γύρω μου άρχισαν να θολώνουν, το στομάχι μου ανακατεύτηκε. Ξεράθηκα στον ύπνο. Μόλις συνήλθα ήμουν ξαπλωμένη πάνω σε ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι από ξύλα στη μέση του χωριού τους και γύρω μου χόρευαν κυκλικά καμιά πενηνταριά από δαύτους. Ήταν πια βράδυ. Το μόνο που φώτιζε το μαύρο του τροπικού δάσους ήταν οι αναμμένες δάδες έξω από τα αχυρένια σπίτια και οι φωτιές που είχαν ανάψει στο κέντρο.
“Ντου γιου σπηκ ίνγκλις;” τους ρώτησα. Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να ήταν καμιά πλακίτσα του βλάκα του άντρα μου και να ξεπεταχτεί από καμιά γωνιά σκασμένος στα γέλια. Αμ δε! Κοίταξα δεξιά αριστερά, άφαντος ο Γιαννάκης. Οι ιθαγενείς συνέχισαν να με κοιτάνε άγρια και να κουνούν τα χέρια τους απειλητικά. Μία γυναίκα με πλησίασε. Τα μαλλιά της, άσπρα σαν του χιονιού, πετάγονταν προς όλες τις κατευθύνσεις λες και τα είχε χτυπήσει κεραυνός. Τύφλα να΄χε ο Einstein κύριέ μου, θα τη ζήλευε τέτοια κουπ. Άρχισε να με μυρίζει. Τα ρουθούνια της ανοιγόκλειναν σαν του σκύλου.
“Ντόλτσε ε Γκαμπάνα, λάιτ μπλου” της είπα. Μου έδειξε τα δόντια της. Κρίμα γιατί ήταν και ωραία κολόνια. Ένας άλλος με κάτι φτερά στη μύτη και στο κεφάλι, μάλλον ο αρχηγός, μου τραβούσε τα ρούχα για να μου τα βγάλει. Πετάχτηκα πάνω!
“Κάτω τα χέρια σου ρε πυγμαίε. Εδώ άλλοι κι άλλοι δεν τα κατάφεραν” φώναξα.
Κι εκεί που πάλευα με τους ανθρωποφάγους, ξεπετάγεται από τα δέντρα ο Γιάννης με πέντε μπρατσαράδες Βραζιλιάνους οπλισμένους σαν αστακούς. Έγινε ένας μικρός σαματάς στο τέλος με πήραν και φύγαμε. Κι έτρεχα μπροστά εγώ, πίσω το στεφάνι μου και πιο πίσω οι αρματωμένοι ώσπου ξαφνικά ένιωσα κάτι να με καίει. Μία σφαίρα είχε τρυπήσει το υπέροχο, λευκό, απαλό δερματάκι μου. Και του Γιάννη το ίδιο. Όχι πως είχε υπέροχο, λευκό, απαλό δερματάκι είχε όμως τη φαεινή ιδέα να φέρει για βοήθεια μία ομάδα λαθροκυνηγών που μπορεί να μας βοήθησαν, μετά όμως μας πυροβόλησαν, μας καταλήστεψαν και μας παράτησαν στη ζούγκλα. Τους πέρασε λέει για κομάντο. Μπορείτε να ρωτήσετε τον ίδιο που στο καλό τους βρήκε. Δίπλα μου στέκεται, μην κοιτάτε που δεν τον αφήνω να μιλήσει. Κιχ δεν θα βγάλει έτσι που τα κατάφερε».
«Να μου λείπει το βύσσινο, αρκεί τόση λογοδιάρροια. Εκατοστός όροφος, δωμάτιο χίλια έντεκα και οι δύο».
«Μαζί με αυτόν Άγιε Πέτρο μου;»
«Ας άκουγες τη μάνα σου».
Πηγή φωτογραφίας:
http://4.bp.blogspot.com/-W7yblSw8a9k/VpD31T6nxPI/AAAAAAAAClI/a7BipbnD5NU/s640/10.jpg