Το παιδί κόλλησε τη μύτη του στο τζάμι της πόρτας και τον κοιτούσε επίμονα. Καθόταν, μόνος του ,σκυθρωπός ,βυθισμένος στις σκέψεις του . Κάθε τόσο έβγαζε από την εσωτερική τσέπη του παλτού του ένα μικρό πλακέ μπουκάλι και έπινε με μικρές ρουφηξιές. Όταν αντιλήφθηκε την παρουσία του παιδιού στο παράθυρο , ακούμπησε τα δάχτυλά του στις άκρες του στόματός του και έπειτα τα τράβηξε σχηματίζοντας ένα χαμόγελο. Το παιδί τον κοίταξε με απορία ,προσπαθώντας να καταλάβει αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει και να πάει να το πει στη μαμά του. Είχε συνηθίσει να περιμένει με τις ώρες σε μικρά ή μεγάλα δωμάτια ,με κρύο ή με ζέστη ,καθισμένος σε καρέκλες ,σκαμπό ,πολυθρόνες ή ξύλινους πάγκους . Η παρουσία του τραβούσε πάντοτε την προσοχή των παιδιών : ψηλός ,αδύνατος ,με μακρύ πρόσωπο και ίσια μαλλιά που ήταν μακριά στο πάνω μέρος του κεφαλιού του ,ενώ στη βάση του κρανίου ήταν κουρεμένα πολύ κοντά. Κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα μικρό βαλιτσάκι από ξεφτισμένο δέρμα . Εκεί μέσα ,εκτός από τα απαραίτητα για τη δουλειά του αντικείμενα , φύλαγε και την στολή που τώρα φορούσε :μακρύ μαύρο σακάκι με χρυσά κουμπιά ,μαύρο παντελόνι με κόκκινα σιρίτια στα πλαϊνά ,κόκκινο πουκάμισο και ημίψηλο καπέλο. Ήταν πολυκαιρισμένη και μέσα στη σκόνη ,καθώς είχε να πλυθεί πολύ καιρό .Πάνω στο τραπέζι εμπρός του είχε τοποθετήσει το καπέλο του ,ενώ δίπλα του είχε ακουμπισμένο ένα μπαστούνι με θαμπή μεταλλική λαβή . Το μπαστούνι αυτό ήταν τόσο κομψό και λεπτεπίλεπτο που χρησίμευε και ως ραβδί στα μαγικά του κόλπα. Ξεκίνησε να πίνει από το πρωί ,είχε ήδη κατεβάσει ένα μπουκάλι ουίσκι και κάτι μπίρες ,ενώ το στομάχι του ήταν άδειο εδώ και δύο μέρες σχεδόν. Έγειρε , ακούμπησε το κεφάλι του στη μεταλλική λαβή του μπαστουνιού και βάλθηκε να μουρμουρίζει ένα παιδικό τραγουδάκι ,όταν ξαναπρόβαλε στο τζάμι το ίδιο παιδικό πρόσωπο . Του έκανε νεύμα να έρθει κοντά του κι ήπιε ακόμη μια γενναία δόση από το ποτό που είχε στην τσέπη του. Το παιδί ήρθε με αργά ,μικρά βήματα κοντά του και τον κοιτούσε δίχως να μιλά. «Ξέρεις ποια είναι η διαφορά ενός λαγού από μια κότα;», ρώτησε το παιδί με ένα πονηρό χαμόγελο. Το παιδί εξακολουθούσε να τον κοιτάζει αμίλητο ,ενώ το βλέμμα του ήταν γεμάτο απορία και περιέργεια . «Τι; Δεν ξέρεις; Να σου πω εγώ ,λοιπόν: η κότα είναι πολύ χαζή για να πάρει μέρος σε ταχυδακτυλουργικά κόλπα . Ποτέ μην εμπιστεύεσαι μια κότα ,μικρέ . Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα σε αφήσει στα κρύα του λουτρού και θα γίνεις ρεζίλι» ,είπε κι έκλεισε το μάτι στον μικρό. Από κάπου μέσα ακούγονταν δυνατές παιδικές και γυναικείες φωνές , γέλια και μουσική ,ενώ το κουδούνι χτυπούσε κάθε λίγο καθώς νέοι επισκέπτες κατέφθαναν. Μια εκνευριστικά ένρινη γυναικεία φωνή υποδεχόταν τους καλεσμένους με επιτηδευμένη ευγένεια .Αντηχούσαν ευχές και κομπλιμέντα. «Να σου πω μικρέ,», έσκυψε το κεφάλι στο αυτί του παιδιού και η φωνή του πήρε εμπιστευτικό τόνο , «ξέρεις πού φυλάει η μαμά σου τα ποτά ; Θα μπορούσες να πεταχτείς να μου φέρεις ένα μπουκάλι;».
Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα του και μια ψηλή ,παχουλή γυναίκα γύρω στα τριανταπέντε μπήκε ορμητικά στο δωμάτιο . «Εδώ είσαι Αλέξανδρε;», είπε αυστηρά στο παιδί , « Σε ψάχνω τόση ώρα ,πήγαινε γρήγορα στο σαλόνι ,έχεις αφήσει τους φίλους σου μόνους τους. Τι θα πει ο κόσμος;» . Το παιδί έφυγε τρέχοντας χωρίς να πει τίποτε.
«Νομίζω πως είμαστε έτοιμοι», του είπε, «έχουν μαζευτεί σχεδόν όλα τα παιδιά .Υπάρχουν και μερικοί γονείς . Η παράσταση θα δοθεί στο μεγάλο σαλόνι. Είσαι εντάξει;», τον ρώτησε, ενώ διόρθωνε τα μαλλιά της στον καθρέπτη που βρισκόταν απέναντι του . «Είσαι καλά; Φαίνεσαι χλωμός», του είπε κοιτώντας τον εξεταστικά μέσα από τον καθρέπτη.
«Σε ένα λεπτό είμαι έτοιμος», της απάντησε βλοσυρά. «Σε ένα λεπτό», είπε η γυναίκα και βγήκε από το δωμάτιο . Σηκώθηκε αργά και προσεκτικά ,φόρεσε το καπέλο του, πήρε τη βαλίτσα, στηρίχτηκε στο μπαστούνι και έκανε να ξεκινήσει . Σαν να θυμήθηκε κάτι που είχε ξεχάσει έβγαλε και πάλι από το παλτό το κρυμμένο μπουκαλάκι ,το αναποδογύρισε στο ανοιχτό του στόμα και άδειασε σχεδόν όλο του το περιεχόμενο . Αισθάνθηκε μια ξαφνική ζαλάδα , τα πάντα γύρω του έμοιαζαν να χορεύουν,ένιωθε πως τα μόρια του αέρα γύρω του είχαν ανατιναχθεί σε χιλιάδες μικροσκοπικά λαμπερά αιχμηρά κομματάκια που του έσκιζαν το πρόσωπο. Μια γραμμή σάλιο ξέφυγε από το μισάνοιχτο στόμα του. Σκουπίστηκε γρήγορα και έκλεισε σφιχτά τα μάτια του,με τα χέρια του έπιασε τους κροτάφους του κι άρχισε να τους τρίβει . Όταν συνήρθε ,συνέχισε με αβέβαιο βήμα προς το δωμάτιο από όπου έρχονταν οι παιδικές φωνές.
##
Άνοιξε την πόρτα διάπλατα και ενστικτωδώς έβαλε το χέρι πάνω στα μάτια του για να τα προστατεύσει από το φως που τον θάμπωνε. Σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο ,ενώ ένιωσε να καρφώνονται πάνω του δεκάδες μάτια. Έβαλε όλες του τις δυνάμεις να περπατήσει με βήμα σταθερό , σαν να εξαρτιόταν από αυτό η ζωή του. Διέσχισε το μικρό διάδρομο που τον χώριζε από το τραπεζάκι που είχε ετοιμαστεί στο μέσο της σάλας ειδικά γι’ αυτόν. Πίσω από το τραπεζάκι και σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε ο ίδιος δώσει , ήταν στημένο ένα βυσσινί παραβάν . Στάθηκε μπροστά στο τραπεζάκι,ενώ από την άλλη μεριά του δωματίου ακούστηκε η φωνή της οικοδέσποινας : « Παιδιά , μικρά και μεγάλα , έχω την τιμή να σας παρουσιάσω τον γνωστό για τις ικανότητές του ταχυδακτυλουργό και μάγο Αλφόνσο . Παρακαλώ τα παιδάκια να κάνουν ησυχία για να απολαύσουμε όλοι μαζί μια μοναδική παράσταση» ,είπε και με το χέρι της έδειξε προς τη μεριά του. Ένιωσε ένα ξαφνικό ανακάτεμα στο στομάχι την ώρα που με κόπο έκανε μια βαθιά υπόκλιση . Πήρε πόζα ,σήκωσε το μπαστούνι και μαστίγωσε τον αέρα . Κατόπιν ,άνοιξε το βαλιτσάκι και πήρε προσεχτικά να μην τον δουν στα τρεμάμενα χέρια του το αυγό που θα χρησιμοποιούσε στο πρώτο του κόλπο. Σήκωσε αργά τα χέρια του ψηλά ,κι ετοιμάστηκε ,όταν ,ξαφνικά, το αυγό που είχε κρυμμένο στην κόχη της χούφτας του ξεγλίστρησε κι έσκασε με έναν οξύ ήχο στο τραπεζάκι μπροστά του . Μετά από λίγα δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής ακολούθησαν χαχανητά που ολοένα δυνάμωναν . Ένιωσε να τον λούζει κρύος ιδρώτας και, σαν να του μεταδόθηκε ο πυρετός του κοινού ,αισθάνθηκε ένα ζεστό κύμα να τυλίγει το κορμί του . Οι κόρες των ματιών του ,διεσταλμένες , χοροπήδησαν στις κόγχες , το κεφάλι του γύρισε προς τα πίσω και σωριάστηκε μονομιάς πάνω στο βυσσινί παραβάν . Ένα καυτό κίτρινο παχύρευστο υγρό ξεχύθηκε από το στόμα του με ακατάσχετη ορμή πάνω στο μεταξωτό χαλί της σάλας.
##
Όταν άνοιξε τα μάτια,ήταν ξαπλωμένος πάνω σε έναν καναπέ. Αναγνώρισε πάνω από το κεφάλι του τα θυμωμένα μάτια της οικοδέσποινας. «Μας κοψοχόλιασες, άνθρωπέ μου! Τι σου ήρθε να εμφανιστείς πιωμένος σε παιδική γιορτή; Μας κατέστρεψες το πάρτι!», είπε και, αμέσως μετά, σαν να μετάνιωσε για τα λόγια της, ρώτησε : «Νιώθεις καλύτερα ; Μήπως θέλεις να φωνάξω το γιατρό;» . Έγνεψε αρνητικά με τα μάτια του,ανήμπορος να αρθρώσει λέξη. «Πάω να σου φτιάξω έναν δυνατό καφέ», είπε και έφυγε. Την διαδέχθηκε πάνω στο πρόσωπό του το καστανόξανθο κεφάλι του μικρού. Είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω του σαν να προσπαθούσε να διαπιστώσει αν είναι ακόμη ζωντανός. Σήκωσε αργά το χέρι του και τον χάιδεψε στο μάγουλο. «Συγγνώμη ,μικρέ», είπε, «μιαν άλλη φορά. Στο υπόσχομαι». Γύρισε το κεφάλι από την άλλη μεριά και έκλεισε τα μάτια. Ο μικρός πλησίασε το πρόσωπό του : «Τώρα πέθανες στα αλήθεια ή το κάνεις στα ψέματα;», είπε και άγγιξε τα με τα χέρια του τα μάτια του. Εκείνος γύρισε ,τον κοίταξε με τη θολή του ματιά, πήρε το κεφαλάκι του ανάμεσα στα χέρια του και του είπε :«Είμαι καλά, μικρέ. Καλά είμαι». Προσπάθησε να το πιστέψει με όλη του τη δύναμη.
Πηγή φωτογραφίας:
43 Magician HD Wallpapers/Backgrounds For Free Download, BsnSCB Gallery