Η ώρα είχε φτάσει δώδεκα! Μια νέα μέρα σε λίγο θα ξεκινούσε. Και για μια ακόμα φορά ο μικρός Ανδρέας βρισκόταν στην ταράτσα της πολυκατοικίας του και κοιτούσε τα λαμπερά αστέρια που φώτιζαν τον κατάμαυρο ουρανό.
Δεν τα μετρούσε, ούτε έκανε ευχές. Μόνο τα καταπράσινα μάτια του τα κοιτούσαν για ώρες ολόκληρες. Τις περισσότερες φορές περίμενε να βγει η πρώτη ηλιαχτίδα του ήλιου και από το σκούρο μαύρο να αλλάξει σε κίτρινο το χρώμα του ουρανού. Μόνο τότε γυρνούσε στο κρεβάτι του, κρυφά από τους γόνεις του,που πότε δεν είχαν καταλάβει τι έκανε εκεί πάνω.
Όπως πάντα, ο Ανδρέας ανέβηκε στην ταράτσα λίγο μετά αφού οι γονείς τους είχαν ξαπλώσει στο κρεβάτι τους.
Μόλις έπέσαν για ύπνο, έβγαλε την κουβέρτα από πάνω του, σηκώθηκε και έβαλε τα αθλητικά του παπούτσια. Πήγε από την καρέκλα του γραφείου του το ζεστό του φούτερ και προχώρησε στην πόρτα. Την άνοιξε αργά αργά για να μην κάνει φασαρία, βγήκε από το δωμάτιο και διέσχισε τον μεγάλο διάδρομο που ένωνε τα υπνοδωμάτια με το σαλόνι στις μύτες των ποδιών του. Όταν έφτασε στο σαλόνι, πήρε από το γυάλινο μπόλ , που ο μπάμπας του έβαζε όλα τα κλειδιά του, το κλειδί της ταράτσας και άνοιξε την εξώπορτα. Ανέβηκε τις σκάλες ήσυχα και άνοιξε με το κλειδί την πόρτα.
Ο ουρανός εκείνη τη βραδιά ήταν πεντακάθαρος. Δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο και όλα τα αστέρια ήταν φωτεινά. Τέτοιος ουρανός βοηθούσε τον Ανδρέα να ηρεμήσει, να ξεκουραστεί,να φανταστεί και να ονειρευτεί με τα μάτια ανοιχτά. Να δει καθαρά τι συμβαίνει την νύχτα και να ακούσει καλύτερα τους ήχους της πόλης. Για κάποιο όμως περίεργο λόγο,εκείνη η νύχτα δεν ήταν ίδια με τις άλλες. Ήταν ξεχωριστή και για πρώτη φορά ο Ανδρέας πίστευσε και ένιωσε τη μαγεία της νύχτας.
Από την ταράτσα,κάποιος μπορούσε να δει στον απέναντι δρόμο να βρίσκεται μια άμαξα με τρία πανέμορφα κατάλευκα άλογα.Ήταν ακίνητα και δεν κάνανε κάνενα ήχο.Ο οδηγός της άμαξας ήταν κουκουλωμένος με μια μακρύα κόκκινη κουβέρτα για να προστατευθεί από τους κρύους αέριδες του χειμώνα.Τον είχε αποκοιμήσει το σκοτάδι , η ησυχία και το φως των αστεριών.Το δυνατό του όμως ροχαλητό μπορούσε να σηκώσει όλη τη γειτονιά στο πόδι.Η άμαξα ήταν γεμάτη στολίδια.Παντού υπήρχαν πολύχρωμα λουλούδια, τριαντάφυλλα, μαργαρίτες και χρυσάνθεμα .Ήταν χρυσά στολισμένη από την ορόφη μέχρι τις ρόδες και υπήρχαν παντού μικρά σχέδια από αγγελάκια και λευκά περιστέρια.Ήτανε σαν να είχε μόλις βγει από τις σελίδες παραμυθιού.
Συνέχισε να την κοιτάζει για αρκετή ώρα, όσπου ξαφνικά από τη σιδερένια πύλη της απέναντι νεοκλασσικής μονοκατοικίας βγήκε μια σκιά. Στην γειτονιά του υπήρχαν πολλές μονοκατοικίες των παλιότερων, στις οποίες κατοικούσαν πλούσιοι βιομήχανοι και ευγενείς αλλά οι περισσότερες ήταν ερημομένες ή δεν ήξερε ποιος κατοικεί σε αυτές.Και εκείνος τότε είδε για πρώτη φορά κάποιον να βγαίνει από αυτό το αρχοντικό σπίτι. Μόλις η σκιά έφτασε στο δρόμο που το φως ήταν καλύτερο,είδε ένα θέαμα που ο Ανδρέας δεν θα ξεχνούσε ποτέ στη ζωή του.
Μια νεαρή κομψή κοπέλα διέσχιζε το πεζοδρόμιο για να φτάσει στην άμαξα. Ήταν όμορφη, ψηλή με λευκό δέρμα σαν το γάλα. Φορούσε ένα πανέμορφο μακρύ καταγάλανο μεταξένιο χωρίς τιράντες φόρεμα με μια τεράστια ουρά. Τα μελαχρινά της μαλλιά ήταν πιασμένα σε κότσο, αν και μπορούσες να δεις κάποιες μπούκλες να πέφτουν στο μετωπό της, και τα πράσινά της μάτια γυάλιζαν στο φως. Το μακρύ λαιμό της στόλιζε ένα διαμαντένιο περιδέραιο.Το σώμα της έλαμπε σαν τα αστέρια και το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο και αγνό σαν τον ουρανό.Φώτιζε τα πάντα γύρω της. Ο Ανδρέας είχε θαμπωθεί από την ομορφιά της.Δεν είχε δει ποτέ ξανά μία κοπέλα τόσο λαμπερή και γοητευτική μπροστά στα μάτια του.
Η νεαρή κοπέλα κοίταξε προς τα πάνω και είδε τον μικρό Ανδρέα να την κοιτά με θαυμασμό. Του χαμογέλασε και του είπε:
<<Γεια σου! Τι κάνεις τέτοια ώρα εκεί πάνω; Δεν έπρεπε να είσαι στο κρεβάτι σου;>>
O Ανδρέας εκείνη τη στιγμή τρόμαξε και κρύφτηκε κάτω από τα κάγκελα της ταράτσας. Μετά από λίγο σηκώθηκε και την κοίταξε και πάλι.
<<Μην ανησυχείς! Δεν θα σε πειράξω.>>του είπε και άρχισε να γελά γλυκά και σιωπηλά.
Ο Ανδρέας δεν ήξερε τι να πει. Είχε ενθουσιαστεί που του μίλησε,αλλά ντρεπόταν και να της απαντήσει. Το πρώτο πράγμα που του ήρθε τότε να της πει ντροπαλά ήταν:
<<Είσαι πριγκίπισσα;>>
<<Μπα όχι>>είπε γλυκά και έκανε μια γρήγορη περιστροφή <<Αλλά μοιάζω με μια δεν νομίζεις; Θα ήθελα πάρα πολύ να είμαι! Πώς σε λένε;>>
<<Ανδρέα!>>της απαντήσε και σήκωσε πιο ψηλά το κεφάλι του
<<Ανδρέα,τι ωραίο όνομα!>>είπε με ενθουσιασμό και σηκώνοντας λίγο το φόρεμά της έκανε ένα βήμα πιο μπροστά <<Εγώ είμαι η Στέλλα. Γιατί είσαι ξύπνιος τέτοια ώρα;>>τον ρώτησε <<Τα παιδιά είναι στο κρεβάτι τους τώρα!>>
<<Έρχομαι εδώ κάθε βράδυ.Μου αρέσει να είμαι εδώ πάνω. Κοιτάω τα αστέρια και κάνω υπέροχα και όμορφα όνειρα.Όπως είσαι και εσύ!>>της είπε με ένα πλατύ χαμόγελο.
<<Ααα σε ευχαριστώ πολύ>>του είπε γλυκά και του έκανε μια μικρή υπόκλιση. Αν και ήταν δεν ήταν πραγματική πριγκίπισσα, χάρηκε που άκουσε τόσο όμορφα λόγια από ένα μικρό αγόρι.
Ξαφνικά,μια άλλη γυναίκα βγήκε από την πύλη φωνάζοντας σιγανά
<<ΣΤΕΛΛΑ,ΣΤΕΛΛΑ!!!>>
<<Εδώ είμαι μητέρα!>>απάντησε στη μητέρα της.
Η μητέρα της την πλησίασε και της έδωσε μια μεγάλη και γλυκιά αγκαλιά.Ήταν σχετικά μεγάλη σε ηλικία.Όμως ήταν όμορφη σαν την κόρη της με κοντά ξανθα καρέ μαλλιά και μεγάλα καστανά μάτια. Φορούσε ένα απλό άσπρο φόρεμα με μακριά μανίκια και από πάνω μια μάυρη φαρδιά γούνα. Στο λαιμό της φορούσε ένα απλό μαργαριτένιο κολιέ αγκάλια τον λαιμό της. Μόλις την άφησε την ρώτησε:
<<Τι κάνεις ακόμα εδώ;Θα έπρεπε να είσαι στη άμαξα τώρα!>>
Πριν προλάβει η Στέλλα να απαντήσει στην μητέρα της,την έπιασε από τον αγκώνα και της είπε:
<<Έλα πάμε τώρα.Πρέπει να γυρίσουμε σπίτι!>>
<<ΌΧΙ,ΜΗΝ ΦΎΓΕΙΣ!!>>φώναξε ο Ανδρέας και ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
Η μητέρα της Στέλλας ταράχτηκε μόλις άκουσε τη δυνατή φωνή του Ανδρέα και γύρισε να τον δει.
<<Καλέ, ποιος είσαι εσύ; Στέλλα, ποιο είναι αυτό το αγοράκι;>>τον ρώτησε ξαφιασμένη.
Η Στέλλα την τράβηξε προς τα πίσω και της είπε:
<< Μητέρα, μην ανησυχείς θα το αναλάβω εγώ!>>
Γύρισε προς τον Ανδρέα, έκανε προς τα μπροστά δύο βήματα και με ευγενικό τρόπο του είπε:
<<Ανδρέα, πρέπει να πάω στο σπίτι μου τώρα. Και έσυ να πας για ύπνο! Είπαμε! Τα καλά παιδιά είναι στο κρεβάτι τους τώρα!>>
<<Γιατί; Γιατί πρέπει να φύγεις;>> την ρώτησε τσατισμένα
<<Γιατί είμαι κουρασμένη και θέλω να πάω για ύπνο. Και η μητέρα μου είναι κουρασμένη. Θέλει να πάει για ύπνο.>> του απαντήσε τρυφερά, πάντα χαμογελαστή
<<Δεν θέλω να φύγεις!>>της απάντησε λυπημένα
<<Ναι αλλά όμως πρέπει. Δεν είπαμε ότι τα καλά παιδιά κοιμούνται τέτοια ώρα; Γι’αυτό πρέπει να γυρίσω σπίτι μου και φυσικά να πας εσύ για ύπνο.>>
<<Θα ξαναέρθεις ποτέ;>>την ρώτησε στεναχωρημένα
<<Μπορεί να ξαναέρθω! Αν και θα είμαι πάντοτε στα όνειρά σου. Και εγώ με τη σειρά μου, θα σε θυμάμαι για πάντα!>>του απάντησε γλυκά <<Τώρα όμως πρέπει να φύγω!>>
<<Αντίο, Στέλλα >>την αποχαιρέτησε κουνώντας το χέρι του
<<Γειά σου, Ανδρέα! Όνειρα γλυκά!>> του είπε και του έδωσε ένα γλυκό φιλί στον αέρα απλώνοντας του το χέρι της
<<Έλα καλή μου. Πάμε σπίτι μας!>> είπε η μητέρας και της έπιασε το χέρι
<<Ναι μητέρα! Πάμε!>>απάντησε η Στέλλα
Η μητέρας της χαμογέλαστη την αγκάλιασε και οι δύο γυναίκες προχώρησαν προς την χρυσή άμαξα. Όταν έφτασαν,ξύπνησαν τον οδήγο, που η μεάλη του μύτη είχε γίνε κατακόκκινη από το κρύο, και μπήκαν μέσα. Ο οδήγος,που τα ματιά του ακόμα ανοιγόκλειναν, κούνησε χαλαρά τα χαλινάρια των αλόγων και χωρίς να κάνουν φασαρία ξεκίνησαν το δρόμο του για σπίτι.
Ο μικρός Ανδρέας γύρισε στο κρεβάτι του και έπεσε για ύπνο. Από εκείνη την νύχτα δεν ανέβηκε στην ταράτσα και δεν ξαναείδε ποτέ την Στέλλα. Όμως για πολλά χρόνια την έβλεπε στα όνειρά του και αναρωτιόταν που βρισκόταν και αν τον θυμόταν. Και όταν απέκτησε εκείνος δικά του παιδιά κάθε φορά που δεν μπορούσαν να κοιμηθούν τους έλεγε για εκείνη την μαγική νύχτα!
Πηγή εικόνας: https://www.youtube.com/watch?v=SUcDKqfjRvM