Πρωτοταξίδεψα στη Θεσσαλονίκη κλεισμένος μέσα στην κοιλιά της μητέρας μου και η μητέρα μου κλεισμένη μέσα στην κοιλιά ενός τεράστιου σιδερένιου πουλιού, μ’ ένα ελικοφόρο λοφίο πάνω στο κεφάλι του και με μία μικρότερη, έλικα στην ουρά του που, όπως έμαθα αργότερα, χρησιμεύει για την εξουδετέρωση της στροφορμής. Για να εμποδίζει δηλαδή την αντίρροπη περιστροφή της ατράκτου, εξασφαλίζοντας έτσι την ομαλή πτήση του ελικοπτέρου. Αλλιώς αυτό θα στριφογύριζε τυφλά γύρω απ’ τον άξονά του και η μάνα μου θα με γεννούσε πρόωρα στην, τότε, άνευ υποδομών και μονάδων προώρων νεογνών Λάρισα. Ίσως γι’ αυτό, όλη τη -μέχρι τώρα- αφύσικη και άναρχη ζωή μου, τη χαρακτήρισε παράλληλα και μια μεγάλη αγάπη για τη φυσική και της αρχές της.
Όπως, για παράδειγμα, η αρχή διατήρησης της στροφορμής, που έκανε αυτές τις δύο σάρκινες μπαμπούσκες -τη μία μέσα στην άλλη και τις δύο μαζί κλεισμένες μέσα σε μια μεγαλύτερη μεταλλική- να πετούν στον ουρανό της Σαλονίκης. Ένας βιομεταλλικός ιππόγρυπας που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει απ’ τις σελίδες του Βιβλίου των Φανταστικών Όντων του Μπόρχες. Ένα ιπτάμενο βογκητό από μηχανικά μέρη, έλικες και ραγισμένο αμνιακό υγρό, ένας μεταλλικός ολετήρας με το μισό σώμα ελικοφόρου πουλιού και με το άλλο μισό σώμα της κυοφορούσας ελαφίνας, της μάνας μου, που ο βασιλιάς σκότωσε το ελαφάκι της σαν βγήκε για κηνύγι, όπως τραγουδούσε η ίδια, κοιμίζοντας τις αδερφές μου με το γνωστό αυτό νανούρισμα.
Ένα παραμυθολογικό ιπτάμενο ον, σαν τον λευκό ελέφαντα με τους έξι μεταλλικούς χαυλιόδοντες που η βασίλισσα Νάγια, η μητέρα του Βούδα, τον είδε στο όνειρό της να μπαίνει στο σώμα της και οι μάγοι ερμήνευσαν πως ο γιος που θα γεννούσε θα κυβερνούσε ή θα έσωζε τον κόσμο. Δεν ξέρω τί όνειρο είχε δει η μητέρα μου την προηγούμενη νύχτα από τη γέννησή μου. Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να τη ρωτήσω. Ξέρω όμως πως το φύλο μου το είχαν προφητεύσει, πριν γεννηθώ, ένα ψαλίδι και ένα μαχαίρι. Ίσως γι’ αυτό η γέννηση μου είχε τέτοιο αιματοβαμμένο τέλος για τη μάνα μου.
Οργανωτής αυτής της αεροδιακομιδής, ήτανε ο πατέρας μου και έτσι του χρωστάω δύο φορές τη ζωή μου – και αυτή που έζησα και αυτή που θα σας αφηγηθώ. Όχι, δεν οδηγούσε αυτός το ελικόπτερο, όπως ήθελα να φαντάζομαι μικρός, όταν μου πρωτοδιηγήθηκε την ιστορία, αλλά το είχε ζητήσει ο ίδιος από τον Αρχηγό, καθώς τότε υπηρετούσε στο Αρχηγείο Τακτικής Αεροπορίας. Το ‘χε ζητήσει, δίπλα στον υπόγειο λαβύρινθο του ΑΤΑ, από εκείνον τον επιβλητικό αντιπτέραρχο που αρκετά χρόνια πριν, νέος υπασπιστής του ακόμη πιο νέου βασιλιά –του αληθινού τότε βασιλιά της χώρας και όχι αυτού του νανουρίσματος- είχε σηκώσει τα αεροπλάνα της μοίρας του, πρωτοστατώντας στο αποτυχημένο αντικίνημα κατά της δικτατορίας.
Στη νεκρολογία του, έγραψα στην «Ηχώ των Αιθέρων» πως ενώ όλοι τον θυμούνται για τα αεροπλάνα που σήκωσε υπερασπιζόμενος τον όρκο και τα πιστεύω του, ενάντια στη χούντα, εγώ τον θυμάμαι για ένα ελικόπτερο που σήκωσε υπερασπιζόμενος τις αξίες της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης, ενάντια στη μοίρα του θανάτου.
Στη νεκρολογία της μάνας μου δεν μπορούσα ούτε να πω, ούτε να γράψω κάτι, γιατί το στόμα μου ήταν γεμάτο απ’ το αμνιακό υγρό, όταν εκείνη πέθαινε, γιατί τα χέρια μου ήταν σφιγμένα στις γροθίτσες του νεογνικού αντανακλαστικού της σύλληψης γυρεύοντας να κρατηθώ, τουλάχιστον εγώ, στη ζωή.
Έτσι, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από τότε που θυμάμαι αυτήν την ιστορία μα και τις τόσες άλλες που μου είπανε, γράφω. Γράφω δικές μου ιστορίες και διηγήσεις. Γράφω τις λέξεις που δεν πρόλαβα να πω στη μάνα μου. Μπλέκω και ξεμπλέκω τον μίτο της ζωής και της διήγησής μου και δίνω τη μορφή της σε όλες τις Αριάδνες που περνούν από την καρδιά και από τις μέρες μου. Κρύβομαι σε υπόγειους και υπέργειους λαβυρίνθους, ακόμη πιο δαιδαλώδεις από αυτόν του ΑΤΑ, χωρίς ποτέ να μπορέσω να βρω τον Μινώταυρο. Χωρίς ποτέ να μπορέσω να σκοτώσω το τέρας, χωρίς ποτέ να τα καταφέρω, παίζοντας σε αυτό το πολυμαιανδρικό βιντεοπαιχνίδι του μυαλού μου, να φτάσω στην τελευταία πίστα. Εκεί όπου αντιμετωπίζεις τον Αρχηγό. Τον Άρχοντα του Καλού ή του Κακού. Μα ακόμα και τη μία και μοναδική φορά που τα κατάφερα –ή μάλλον που νόμιζα ότι τα κατάφερα- να νικήσω τον εσωτερικό μου Μινώταυρο, πάλι ένας ζηλόφθονος θεός, ο θεός του Καλού και του Κακού που κρύβουμε μέσα μας, μού έκλεψε, από δικό μου σφάλμα, την Αριάδνη. Όπως αυτός ο μισητός αρχαίος θεός του κρασιού, του μεθυσιού και της αμπέλου, ο Διόνυσος, έκλεψε τη μυθική Αριάδνη απ’ τον Θησέα, στις ακρογιαλιές της Νάξου.
Τον γιατρό που με έφερε στον κόσμο τον λέγανε Ωριγένη. Όπως διάβασα αργότερα είχε το όνομα ενός μεγάλου θεολόγου της Αλεξάνδρειας που ευνουχίστηκε μόνος του για να ξεφύγει από τους πειρασμούς των γυναικών και να αφοσιωθεί στο διδακτικό και συγγραφικό του έργο. Να με συγχωρεί ο αναγνώστης -αν ποτέ αυτό που γράφω φτάσει, τελικά, να γίνει ανάγνωσμα και δεν μείνει μία ακόμα ανολοκλήρωτη και πρόωρα γεννημένη ιστόρηση, κλειδωμένη στο συρτάρι μου- αλλά η εικόνα ενός γιατρού με όνομα που έγινε συνώνυμο του αυτοευνουχισμού, ο οποίος σκύβει με τα νυστέρια και τους εξολκείς του, ανάμεσα στα πόδια της μητέρας μου, συνεχίζει να πυροδοτεί εντός μου νέα κύματα άγχους ευνουχισμού, αυτής της πιο εξελιγμένης από τις τρεις κύριες μορφές του άγχους. Ιδιαίτερα δε όταν συνδυάζω την εικόνα αυτή με το μαχαίρι και το ψαλίδι που κρύβονταν κάτω από δυο μαξιλάρια, περιμένοντας -μία διχαλωτή μεταλλική οχιά και ένας δίκοπος σιδερένιος σκορπιός- την έγκυο μητέρα μου να διαλέξει.
Όσο για τις άλλες δύο μορφές άγχους, το άγχος αποχωρισμού έγινε σύμφυτο με την προσωπικότητά μου από την πρώτη στιγμή της γέννησής μου και την απώλεια της Δανάης, ενώ για το άγχος αφανισμού διάλεξα τον δρόμο της αφήγησης για να το αντιπαλέψω και ελπίζω να σταθώ περισσότερο τυχερός από τον μεγάλο ιστορητή Ωριγένη, από αυτόν τον ευνουχισμένο αφ’ εαυτού και αφορισμένο από τις Οικουμενικές Συνόδους και επί πλέον λησμονημένο απ’ τους αιώνες συγγραφέα, ο οποίος όμως θεωρείται ως ο πολυγραφότερος όλων των εποχών. Ελπίζω εγώ, που δεν αξιώθηκα να δω τυπωμένη ούτε μισή σελίδα από αυτά που έχω γράψει, να σταθώ πιο τυχερός από τον συγγραφέα τόσων βιβλίων που όμως, στο διάβα του χρόνου παρέμεινε ένας ευνούχος της λησμονιάς.
Ελπίζω κάποτε να μπορέσω και εγώ να αποτυπώσω στο χαρτί τις πολλαπλές πραγματικότητες και τους πολλαπλούς κόσμους της ανθρώπινης ψυχής, όπως ο Αλεξανδρινός Ωριγένης που ως πρωτοχριστιανικός μαιευτήρας προσπαθούσε μάταια να ξεγεννήσει πρόωρες θεολογικές αλήθειες, μιλώντας για έναν Θεό που αναγεννά συνεχώς νέους, προϋπάρξαντες και επόμενους, κόσμους και για τις ψυχές οι οποίες είναι ψυχθέντα πνεύματα που αμάρτησαν και τιμωρήθηκαν στις φυλακές των σωμάτων.
Ελπίζω να σταθώ τόσο τυχερός όσο και ο μυθικός Περσέας, γιατί το μόνο που ζητώ είναι να ταξιδέψω στη θάλασσα, μέσα σε ένα ξύλινο κουτί, με τη μητέρα μου. Γι’ αυτό και φτιάχνω συνέχεια καραβάκια από χαρτί, μ’ όλες αυτές τις ιστορίες ή ίσως, πάλι, επειδή αυτά τα χάρτινα καράβια καίγονται πιο εύκολα.
Όσο όμως μακριά κι αν ρίχνω τον δίσκο ή τη σφαίρα της αφήγησής μου, στο τέλος πάντα πετυχαίνω και σκοτώνω κάποιον κοντινό μου και ας μην έχω κανέναν παππού Αρκίσιο, γιατί ο πατέρας της Δανάης λεγότανε Δημήτρης και έπεσε ως ήρωας, όχι της μυθολογίας αλλά του έπους της Αλβανίας και ο δύσπιστος αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει το όνομά του σε ένα παλιό στρατόπεδο της Θεσσαλίας. Μπορεί να καταφέρνω, χάρη στον μαγικό καθρέφτη του μύθου αλλά και του παραμυθιού, να σκοτώνω τη Μέδουσα και τους αντικατοπτρισμούς της, αλλά στο τέλος σπάω τον καθρέφτη μου, μαζί με τα πολλαπλά είδωλα του εαυτού μου, σπάω τον μαγικό καθρέφτη του καλού και του κακού κι ένα μικρό γυάλινο θραύσμα μπαίνει πάντα στο μάτι μου και με κάνει να δακρύζω, με αλλάζει όπως τον ήρωα στο παραμύθι της Βασίλισσας του Χιονιού, θολώνει την όραση μου, δεν βλέπω και στο τέλος, λίγο πριν την πανηγυρική βολή της ευτυχίας, πάντα κάποιον δικό μου πετυχαίνω κατακούτελα, χωρίς ποτέ να το θέλω. Τη Δανάη ή τον εαυτό μου….