“Στην αγκαλιά μου κι απόψε σαν άστρο κοιμήσου,
δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά…”
Κοίταξα το ρολόι μου: 18.54. Ακριβώς την ίδια ώρα με χθες. Και προχθές. Και αντιπροχθές. Είναι ένας μήνας τώρα που βγαίνει στο μπαλκόνι της, τοποθετεί ένα μικρό, στρογγυλό καθρέφτη στο τραπεζάκι μπροστά της, δίπλα από τον καθρέφτη το κασετοφωνάκι –παλιό, γκρι, με ροδέλα στο πλάι για να μετακινείς το δείκτη των FM και των AM, κατευθείαν από τη δεκαετία του ογδόντα–, ακούει το κομμάτι δύο φορές, και χτενίζει τα λευκά μαλλιά της με ίσιες, αργές κινήσεις, από πάνω προς τα κάτω, μ’ έναν τρόπο άκρως τελετουργικό. Ύστερα πάει πάλι μέσα. Λες κι αν δεν κάνει τις συγκεκριμένες κινήσεις, ακριβώς τη συγκεκριμένη στιγμή της μέρας, κάτι θα γίνει, ο κόσμος θα έρθει τούμπα, θα διαλυθεί, θα πάει στο διάολο!
Ένας μήνας η ίδια διαδικασία, κάθε μέρα. Κάποιοι εδώ μου έχουν πει πως αυτό γίνεται εδώ και πενήντα έξι χρόνια! Εντάξει, δεν ξέρω αν τους πιστεύω, εγώ είχα να πατήσω στο χωριό από τότε που ήμουν νήπιο και γνωρίζω πολύ καλά πως σε τέτοια μικρά μέρη τα φουσκώνουν λίγο τα πράγματα. Καμιά φορά πολύ.
«Όπου να ’ναι φτάνει, κυρά Τασία! Βιάσου!» φώναξε από κάτω ο μανάβης, ένας κοντόχοντρος τύπος με μια μουστάκα να και μια πεντακάθαρη λευκή ποδιά φορεμένη μπροστά του. «Ρε την μουρλέγκω!» είπε, ανάμεσα σε τρανταχτά γέλια, στη γυναίκα του που ήταν δίπλα. Το είπε δυνατά, χωρίς να τον νοιάζει αν η κυρά Τασία άκουγε.
«Κυρά Τασία, κάποιον βλέπω να ’ρχεται, λες να ’ναι εκείνος;» συνέχισε την πλάκα η γυναίκα του μανάβη.
Την παρατηρώ κάθε μέρα από τότε που γύρισα πίσω, στο πατρικό μου, στις αρχές Σεπτέμβρη· τα σπίτια μας είναι απέναντι το ένα στο άλλο και ακριβώς στο κέντρο του χωριού, πάνω από τη λεγόμενη Αγορά, με τα συνολικά δώδεκα μαγαζιά της.
Ναι, κάθε μέρα την βλέπω. Η ίδια διαδρομή, οι ίδιες κινήσεις, με τα ίδια αντικείμενα, και το ίδιο κενό βλέμμα. Ένα σχεδόν-βλέμμα, ένα μη-βλέμμα. Είναι λίγο τρομακτικό, νιώθεις ότι σε βλέπει, χωρίς να σε βλέπει. Σαν να μη βρίσκεται εδώ, τώρα, σαν να μην υπάρχει στο παρόν. Ακόμα και τα πέντε περίπου λεπτά που χτενίζεται δεν κοιτάει τον καθρέφτη, αλλά κάπου αόριστα μπροστά, στο τίποτα, στο αλλού.
Ο θρύλος λέει πως τη μέρα του γάμου της, πενήντα έξι χρόνια πριν, στις τέσσερις του Δεκέμβρη το 1960, ο γαμπρός δεν εμφανίστηκε ποτέ. Αυτή ήταν είκοσι δύο χρονών κοπελίτσα και η ώρα ήταν 18.54 όταν ο πατέρας της την βούτηξε απ’ το μπράτσο –«Δεν θα περιμένουμε άλλο αυτό το κοπρόσκυλο», της έκανε– και την έσυρε πίσω, στο σπίτι. Από τότε τον περιμένει. Και βάζει να παίζει το τραγούδι που είχαν διαλέξει για τον πρώτο τους χορό. Που τελικά δεν έμελλε να χορέψουν ποτέ…
Αυτό λέει ο θρύλος, αν και κάποιοι το διαψεύδουν. Λένε πως ποτέ δεν υπήρξε μέρα γάμου, ποτέ δεν υπήρξε κανένας γαμπρός, κανένα γλέντι με συγκεκριμένα τραγούδια, πως η κυρά Τασία τα είδε όλα ένα βράδυ στον ύπνο της και από τότε δεν έχει ξυπνήσει…
«Την χαιρετάω, μα δεν ανταποκρίνεται. Προσπαθώ να της πιάσω κουβέντα, να πούμε κάτι, για τον καιρό, για την επικαιρότητα, αλλά τίποτα, σαν να μην υπάρχω», είπα μια μέρα στον Φώτη που είχε την ταβέρνα από κάτω. Στην ηλικία μου, τριαντάρης, ήσυχος άνθρωπος, με το χαμόγελο στα χείλη, έδειχνε να την λυπάται την κυρά Τασία, και μάλιστα δεν τον είχα πετύχει ποτέ να την κοροϊδεύει, σε αντίθεση με όλο το υπόλοιπο χωριό.
«Δεν μιλάει ποτέ, σε κανέναν. Τις ελάχιστες φορές που κατεβαίνει από το σπίτι της, αναγκαστικά δηλαδή, μόνο και μόνο για να αγοράσει τα απαραίτητα στο μίνι μάρκετ, δίνει το σημείωμα στον μπακάλη κι αυτός της ετοιμάζει τα ψώνια της – τα ίδια κάθε φορά. Τα παίρνει και πηγαίνει πάλι πίσω. Αν την δεις να περπατάει, νομίζεις ότι είναι υπνοβάτης. Δεν παρεκκλίνει ούτε εκατοστό από την πορεία της και δεν γυρίζει το κεφάλι ούτε δεξιά ούτε αριστερά, μόνο ευθεία. Έχεις προσέξει τα μάτια της; Τόσο γαλάζιο δεν έχω δει πουθενά!»
“τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου
μέτρα τον πόνο κι άσε με μόνο στην ερημιά”
Την επόμενη μέρα, στις έξι και πενήντα τέσσερα ακριβώς, πήγα και της χτύπησα την πόρτα. Καμία απόκριση. Χτύπησα ξανά. Τίποτα. Επέμεινα. Μηδέν. Περίμενα μέχρι να παίξει το κομμάτι δύο φορές, και όταν έπεσε σιωπή χτύπησα πάλι.
«Κυρά Τασία!» φώναξα. «Είμαι ο Πέτρος από απέναντι. Έχετε λίγο χρόνο;»
Περίμενα λίγο. Μάλλον δεν είχε. Έφυγα.
“Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου
σε περιμένω να ’ρθεις…”
Πάνε ακόμα δυο μήνες –Δεκέμβρης πια, η τέταρτη μέρα του– και συνεχίζεται η ίδια ιστορία. Πλέον είχα πάψει να την παρατηρώ αφού έτσι κι αλλιώς ήμουν στο ίδιο έργο θεατής, τίποτα δεν άλλαζε, κάθε φορά τα ίδια και τα ίδια. Μηχανικά και μόνο κοίταξα το ρολόι μου: 18.54. Χαμογέλασα.
Πήγα στην κουζίνα να φτιάξω έναν καφέ. Γυρνώντας, όταν πέρασα μπροστά από την κλειστή μπαλκονόπορτα, κάτι έπιασα με την άκρη του ματιού μου. Κάτι αλλαγμένο από το παγιωμένο εδώ και τρεις μήνες –ή πενήντα έξι χρόνια, δεν ξέρω– σκηνικό. Σαν να μπήκε ένα λεπτό, διαφανές ύφασμα μπροστά στην απαράλλαχτη εικόνα, το οποίο την έκανε να μοιάζει κάπως διαφορετική, αλλιώτικη. Άφησα την κούπα με τον καφέ στο τραπέζι, γύρισα στην μπαλκονόπορτα, τοποθέτησα τα χέρια μου δεξιά κι αριστερά απ’ το πρόσωπό μου, που είχα κολλήσει στο τζάμι για να εστιάσω απέναντι, και κοίταξα καλύτερα.
Διάολε, η κυρά Τασία φορούσε νυφικό! Τα άσπρα της μαλλιά ήταν σαν το πέπλο που έλειπε απ’ το κεφάλι της. Η κάτασπρη φιγούρα της έμοιαζε με φάντασμα που έχασε το δρόμο του και τώρα δεν γνώριζε πώς να γυρίσει πίσω.
Άνοιξα την μπαλκονόπορτα. Γέλια ακούστηκαν από κάτω. Είχαν βγει όλοι έξω και γιουχάιζαν, κορόιδευαν –«Η ώρα η καλή!», «Να ζήσετε, καλούς απογόνους!», «Το σεντόνι να μας δείξει ο γαμπρός, το σεντόνι!»–, χλεύαζαν την γριά γυναίκα. Μαζί τους κι ο Φώτης…
Κοίταξα πάλι απέναντι. Το γαλάζιο, κενό μέχρι πρότινος, βλέμμα της κυρά Τασίας ήταν υγρό. Δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια της, το σαγόνι της έτρεμε, το στήθος τιναζόταν απ’ τα αναφιλητά. Ένα συνεχές, υπόκωφο κι αλλόκοσμο βουητό, κάτι σαν βουβή κραυγή, έβγαινε απ’ το στόμα της, απ’ τα σωθικά της.
Αντί να βρίσω και να στείλω στο διάολο και ακόμα παραπέρα τους από κάτω που συνέχιζαν να γελάνε με την όλη κατάσταση, βγήκα έξω και έτρεξα προς το σπίτι της.
Η πόρτα της ήταν ανοιχτή, σαν να περίμενε κάποιον. Μπήκα μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη, πήγα στο μπαλκόνι, την έπιασα απαλά από το μπράτσο, την έφερα κοντά μου, την αγκάλιασα απ’ τους ώμους –«Να ο γαμπρός, επιτέλους έφτασε, χα χα χα!» από κάτω– και με ήρεμες κινήσεις την έβαλα μέσα.
«Δεν θα έρθει, να δεις που δεν θα έρθει!» μου έκανε η γριά γυναίκα, ενώ συνέχιζε να κλαίει, συνέχιζε να βγάζει εκείνο το υπόκωφο βουητό απ’ τα βάθη της ψυχής της. Ειλικρινά, δεν είχα ακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Δεν ήταν τρομακτικό, μα έβγαζε τόση θλίψη που σε έκανε να υποφέρεις, να πονάς σωματικά.
«Σσς…» προσπάθησα να την καθησυχάσω.
«Δεν θα έρθει… Δεν θα έρθει… Δεν θα έρθει… Δεν θα έρθει…»
Μονολογώντας έτσι, αποκοιμήθηκε. Το πρόσωπό της ηρέμησε, μέχρι που νομίζω ότι διέκρινα ένα μισοχαμόγελο στα χείλη της· ποιος ξέρει τι όνειρο έβλεπε και πού βρισκόταν μες στον ύπνο της.
Η μουσική απ’ έξω συνέχιζε να παίζει:
“μ’ ένα τραγούδι του δρόμου να ’ρθεις όνειρό μου
το καλοκαίρι που λάμπει τ’ αστέρι με φως να ντυθείς”.
Πηγή εικόνας:
http://i.huffpost.com/gen/1914001/images/o-LONELY-ELDER-WOMAN-facebook.jpg