1 Τζoν
Είχα αφήσει τα προβλήματα και τις σκοτούρες μου πίσω.
Ο δρόμος κύλαγε μπροστά μου και το ράδιο έπαιζε, πρόσφατα τραγούδια.
Βρέθηκα σε ένα σταυροδρόμι που δεν είχα ξαναδεί, ενώ περνούσα κάθε μέρα από εκεί πηγαίνοντας στη δουλειά μου. Μάλλον θα είναι καινούργιο, σκέφτηκα, καθώς παρατήρησα το χωμάτινο δρόμο που ξεχώριζε από τον νέο ασφαλτοστρωμένο που βρισκόμουν. Στάθηκα για μία στιγμή στο σταυροδρόμι με τους προβολείς να τρεμοπαίζουν και τη μηχανή αναμμένη.
Τι στο διάολο μπορεί να πάει στραβά ; Που μπορεί να πηγαίνει αυτό το δρομάκι ; Καθώς ξέρω πολύ καλά την περιοχή και εκεί που κατευθύνεται δε βγάζει πουθενά. Καμιά ταμπέλα να δηλώνει κάποιο προορισμό.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, γύρισα το τιμόνι, έστριψα αριστερά και μπήκα στον παράδρομο γεμάτος αγωνία για το τι θα προέκυπτε. Τα χαλίκια και οι μικρές πέτρες χτυπάγανε στο κάτω μέρος του αμαξιού καθώς ο δρόμος είχε αλλάξει από άσφαλτο σε χωματόδρομο. Ο παλιός δρόμος οδηγούσε μέσα στο σκοτάδι και πλάι του υπήρχαν πυκνά δέντρα να τον καλύπτουν.
Το ράδιο έκανε κάποια παράσιτα και έπειτα, συντόνισε σε κάποιο σταθμό που έπαιζε παλιά χιτ, αυτή τη φορά από την εποχή του ροκ εντ ρολ. Μία φωνή ακούστηκε από το ραδιοσταθμό και είπε – Καλησπέρα είμαι ο Έντυ Κόχραν και ακούτε την επιτυχία μου Summertime blues – Καλή διασκέδαση…
Κάτι μου έλεγε αυτό το όνομα και θυμήθηκα ότι αυτό είναι τραγούδι από το παρελθόν από τη δεκαετία του 1960. Θα ήταν καμιά ηχογράφηση από παλιά, κάποιο τρικ του σταθμού σαν να γινόταν τώρα η εκπομπή.
Προσπάθησα να αλλάξω τους σταθμούς γιατί δε συμπαθούσα πολύ αυτά τα τραγούδια, μα καθώς το έκανα όλοι οι σταθμοί έπαιζαν κομμάτια της ίδιας εποχής, του χίλια εννιακόσια εξήντα. Μάλλον θα χάλασε το ράδιο, μουρμούρησα.
Κάποια στιγμή ένα φως, φάνηκε στο τέλος του δρόμου, από το σκοτάδι και ερχόταν προς τα πάνω μου σαν εικόνα μαγική που έπαιρνε υπόσταση. Ένα βενζινάδικο εμφανίστηκε μπροστά μου με φωτεινές ταμπέλες νέον και αλουμίνιο. Νομίζω ήταν κάτι σαν ρετρό, στημένο διαφημιστικό κολπάκι για να είναι αληθινό. Ακόμα και οι αντλίες ήταν παλιομοδίτικες από την εποχή του 1950, κάτι που είχα δει σε πολύ παλιές ταινίες.
Ξαφνικά το λαμπάκι από τη βενζίνη άναψε δηλώνοντας ότι δεν είχα βενζίνη και σκέφτηκα ότι από κάπου υπάρχει διαρροή καθώς είχα γεμίσει το ντεπόζιτο πριν μία ώρα.
Μα πώς ήταν δυνατόν ;
Πήγα δίπλα από τις αντλίες και κορνάρισα να έρθουν να μου βάλουν βενζίνη. Υπήρχε μία φιγούρα μέσα στο μαγαζί που αχνο-φαινόταν σαν σκιά πίσω από το τζάμι. Περίμενα να με εξυπηρετήσουν λίγο ακόμα και αφού τελικά έχασα την υπομονή μου και ήμουν έτοιμος να πάω μέσα στο μαγαζί αφού κανένας δεν ερχόταν, άκουσα μία φωνή να λέει:
Πόσο να βάλω;
Κόντεψα να πεθάνω από την τρομάρα μου γιατί δεν είχα ακούσει κάποια βήματα να έρχονται προς τα μένα.
«Γέμισέ το» είπα και έψαξα στο πορτοφόλι μου για λεφτά. Έβγαλα ένα εικοσαδόλαρο και του το έδωσα. Μα αυτός δεν ήταν εκεί, είχε φύγει ξαφνικά από δίπλα μου και έβαζε στη θέση του την άκρη της αντλίας τροφοδοσίας μουρμουρίζοντας.
Δεν ανήκεις εδώ…
«Συγνώμη ; Τι είπατε ;»
Μα πριν προλάβω να πάρω απάντηση ο τύπος έφυγε πίσω στο πόστο του μέσα στο μαγαζί και κάθισε στην προηγούμενη θέση που τον είχα δει, δίπλα στο παράθυρο. Τα φώτα από το βενζινάδικο τρεμόπαιξαν για μία στιγμή.
Κατέβηκα κάτω να τον πληρώσω, είχε ξεχάσει να πάρει τα λεφτά του. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα στο μαγαζί. Αφήνοντας πίσω στο χρόνο την τελευταία του πνοή ήχου ένα κουδουνάκι πάνω από την πόρτα αντήχησε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.
Μία στιγμή στο χρόνο, αρκεί για να αποτυπώσει το βλέμμα την κατάσταση που κυριαρχούσε σε εκείνο το μέρος που το είχε καταπιεί ο χρόνος και το είχε χωνέψει με κάθε έτος που περνούσε.
Μερικοί πάγκοι ήταν πεσμένοι στο πάτωμα, καθώς η υγρασία είχε σαπίσει τα στηρίγματά τους. Στο πίσω μέρος τα ψυγεία δε λειτουργούσαν, και ό,τι υπήρχε μέσα είχε αποσυντεθεί και εξαφανιστεί σε μία μαύρη σκιά από βακτήρια. Παλιά περιοδικά είχαν ξεθωριάσει και μουχλιάσει με τις σελίδες να έχουν κολλήσει μεταξύ τους. Το πάτωμα δεν φαινόταν, καθώς ξερά χόρτα είχαν εμφανιστεί σπάζοντας τα πλακάκια ανάμεσά τους.
Πήγα προς το ταμείο να βρω τον τύπο που είχα μιλήσει πριν για να τον πληρώσω, αλλά δεν υπήρχε κανείς. Στη θέση του υπήρχε μία καρέκλα σκονισμένη δίπλα στην παλιά εξίσου σκουριασμένη ταμειακή μηχανή, πίσω από τον πάγκο. Γύρισα προς την πόρτα να φύγω και τότε το άκουσα.
«Κάνει 10 δολάρια κύριε», μίλησε μία φωνή πίσω από το ταμείο.
Σαν να γύρισε μία σβούρα και ανανέωσε το χώρο μου γύρω κατά τουλάχιστον πενήντα χρόνια γιατί την επόμενη στιγμή όλα άλλαξαν και έγιναν καινούργια. Το πάτωμα έλαμπε, οι πάγκοι γυάλιζαν γεμάτοι με πράγματα προς πώληση να υπάρχουν στα ράφια και ολοκαίνουργια περιοδικά να φιγουράρουν, πίσω τα ψυγεία να λειτουργούν, γεμάτα με γάλατα και χυμούς.
Ζαλισμένος από αυτή την αλλαγή γύρισα προς τη μεριά που προερχόταν η φωνή και αντίκρισα μία νεαρή κοπέλα με κότσο στα μαλλιά και φακίδες να μου χαμογελά.
Φόραγε εκείνα τα μακριά φορέματα που είχα δει σε παλιές φωτογραφίες και μάσαγε τσίχλα.
«Κύριε, με ακούτε ;»
Μου μίλησε και μη έχοντας ακόμη πιστέψει τι είχε συμβεί, έβγαλα από το πορτοφόλι μου λεφτά και της τα έδωσα. Τότε ήταν που μπήκε κόσμος στο μαγαζί και όλοι φαινόντουσαν σαν να ήταν βγαλμένοι από ταινία.
«Τι θα γίνει ρε φίλε ; θα περιμένω πολύ ακόμα ;» ακούστηκε μια φωνή από το εξωτερικό του βενζινάδικου.
«Έχεις μπλοκάρει την είσοδο και θέλω να βάλω και εγώ βενζίνη».
Ένας τύπος ξανθός με αγροτική φόρμα και πολύ κίτρινα δόντια μου έλεγε να βγάλω το αμάξι μου γιατί μπλόκαρε τον διάδρομο της τροφοδοσίας βενζίνης.
«Δεν είσαι από αυτά τα μέρη έ ; Φαίνεσαι ξενόφερτος», είπε και σκούπισε τη μύτη του με μια κίνηση του βραχίονα.
«Εντάξει τι έπαθες ; μια στιγμή να το μετακινήσω», του είπα, «πληρώνω και φεύγω».
«Τώρα», μου είπε με επιτακτικό ύφος πιάνοντας μου το χέρι από τον καρπό.
Έκανα μια απότομη κίνηση και αποτραβήχτηκα προς τα πίσω αλλά με τη φόρα που πήρα έπεσα στο πάτωμα και έριξα κάτι κονσέρβες που ήταν στοιβαγμένες πίσω μου.
Σηκώθηκα γεμάτος νεύρα και ετοιμάστηκα να ρίξω μια μπουνιά στον χωριάτη αλλά ο τύπος είχε εξαφανιστεί από μπροστά μου. Γύρισα γύρω μου και πάλι το τοπίο ήταν κατεστραμμένο και σκονισμένο. Τα φώτα τρεμόσβησαν και μια μπουνιά – έκπληξη προσγειώθηκε στο πρόσωπο μου. Την επόμενη στιγμή τα φώτα άναψαν για τα καλά.
Η κοπέλα από το ταμείο κάθισε στο πάτωμα και μου καθάριζε το πρόσωπο από τα αίματα. Στο πρόσωπό μου άρχιζε να κάνει την εμφάνισή της μια μελανιά και όσο αυτή άπλωνε το μαύρο μελάνι της, εγώ βυθιζόμουν σε εκείνη την εποχή, με το σταυροδρόμι που είχα περάσει, να χάνεται στο σκοτάδι όλο και πιο μακριά.
Λίγο πριν χαθώ τελείως το βλέμμα μου εστίασε πίσω στον τοίχο σε ένα ημερολόγιο που έγραφε 1960. Κοιμήθηκα μέσα στο βενζινάδικο ανάμεσα στα ράφια και ένιωσα το σκοτάδι να απλώνεται πάνω μου σαν μαύρο πέπλο παίρνοντας όλη την ενέργεια που μου είχε απομείνει.
Κάποια στιγμή ξημέρωσε και καθώς άνοιγα τα μάτια μου, το τοπίο ξεθόλωνε διώχνοντας τις χθεσινές στιγμές μακριά. Γύρω μου όλα ήταν τακτοποιημένα και ζωντανά σαν ο χρόνος να μην είχε αφήσει τα σημάδια του στα έπιπλα .
Βρισκόμουν σε ένα μικρό δωμάτιο στο πίσω μέρος του βενζινάδικου ξαπλωμένος σε ένα παλιό κρεββάτι. Χωρίς κανέναν όμως να ακούγεται. Οι άνθρωποι ήταν σαν να μην υπήρχαν πουθενά γύρω. Σηκώθηκα και ένιωσα το τραύμα να με πονά κάνοντάς με να καταλάβω ότι είχα πραγματικά ζήσει τα χθεσινά και ότι αληθινά είχα φάει εκείνη την μπουνιά.
Γιατί όμως η χρονολογία που έγραφε το ημερολόγιο έλεγε 1960 ; Μήπως ήταν κάποια φάρσα ; Ή είχα παραισθήσεις από το χτύπημα ;
Έχουμε 1996 σήμερα και το θυμάμαι πάρα πολύ καλά. Σίγουρα είναι κάποια καλοστημένη φάρσα.
Η πόρτα άνοιξε και κόσμος μπήκε μέσα στο βενζινάδικο. Η πρώτη που με υποδέχτηκε, ήταν η κοπέλα που την προηγούμενη βραδιά με περιποιήθηκε, αυτή που είχα δει πριν χάσω τις αισθήσεις μου ξαπλωμένος στο πάτωμα.
«Καλημέρα ελπίζω να κοιμήθηκες καλά. Πώς είναι το τραύμα σου ; Βλέπω επουλώθηκε, έχω φέρει και δυο φίλους να σε γνωρίσου». Πίσω τους δυο σκιές ζωντάνεψαν καθώς ήρθαν μπροστά στο φως και μου συστήθηκαν.
«Το όνομά μου είναι Ρόμπ» είπε ο ένας και ο άλλος πρόσθεσε «Το δικό μου Σάμ, χαιρόμαστε που σε γνωρίζουμε».
«Εγώ είμαι η Μαίρη», συστήθηκε η κοπέλα καθώς ο πόνος στο κεφάλι μου παρέμενε ακόμα.
Καθώς έβγαινα από το βενζινάδικο, υποβοηθούμενος από τους δυο νέους που μόλις είχα γνωρίσει, ο ήλιος μπέρδευε την όρασή μου, καθώς το αμάξι που είχα παρκάρει με κάποιο τρόπο άλλαζε, και έπαιρνε άλλη μορφή, γινόταν πιο παλιό.
Η διάθλαση αυτή, με έκανε να αισθάνομαι σαν να μην είχα υπάρξει ποτέ κάτοχος ενός αμαξιού της σημερινής εποχής, δηλαδή του 1996 και η πραγματικότητα συνέχεια μεταμορφωνόταν και με μπέρδευε δηλώνοντάς μου ότι ανήκα στο παρελθόν.
Όταν μύρισα το εσωτερικό του αμαξιού τότε ήμουν σίγουρος ότι είχα πολλά κοινά με εκείνη την εποχή που είχε ξαφνικά εισβάλλει στη μνήμη μου σαν ανάμνηση που είχα από μικρός όταν έμπαινα στο οικογενειακό μας αμάξι. Έτσι μύριζε το αυτοκίνητο του παππού μου, μια αίσθηση του παλιού, σαν κάτι να είχε έρθει για να μείνει κι έτσι χανόμουν μέσα στην ανάμνηση αυτή, στη μυρωδιά της.
Χαμογέλασα, χαιρέτησα τους ανθρώπους που με βοήθησαν, μπήκα στο αμάξι μου και ξεκίνησα, να πάω στο σπίτι μου. Πίσω από εκεί που ήρθα όμως ο καινούργιος δρόμος δεν υπήρχε πλέον. Το μόνο που υπήρχε ήταν ένα σπίτι στο τέλος του δρόμου αρκετά γνώριμο.
Πίσω μου οι φιγούρες που προηγουμένως με περιέθαλψαν, άρχιζαν να χάνονται στο σκοτάδι, αφήνοντας την αίσθηση της υπόστασής τους σε μια άλλη στιγμή που είχε πια περάσει. Πάτησα το γκάζι και συνέχισα πιο βαθιά μέσα στον δρόμο που είχα παρακάμψει το προηγούμενο βράδυ και που όλα φαινόντουσαν τόσο παλιά αλλά και τόσο γνώριμα.
Συνέχισα να οδηγώ στο τέλος του δρόμου αφήνοντας την ανάμνηση του σήμερα να μπερδεύεται με την εποχή που είχα έρθει.
Το παρελθόν.