10 Μαίρυ
Σαν κιμωλία πάνω σε μαυροπίνακα έβλεπα αυτά που μου έλεγαν προσπαθώντας να τα ερμηνεύσω και να μην τρελαθώ.
«Λείπεις τριάντα χρόνια, ξύπνησες, είμαστε γιος και πατέρας, το σπίτι σου ερειπωμένο και κλειδαμπαρωμένο και λίγο στοιχειωμένο ίσως. Η μουσική στο παρασκήνιο να παίζει ροκ εντ ρολ. Ένα μονοπάτι να με οδηγεί στο σκοτάδι μέσα σε ένα ρολόι. Ο χρόνος να χάνεται.
Γύρισα νωρίς σπίτι και μας έφτιαξα γεύμα. Άργησες λίγο αλλά ήρθες. Φάγαμε, πήγαμε επάνω και κάναμε έρωτα. Κάποια στιγμή σηκώθηκες, έφυγες και δε ξαναήρθες ποτέ, χάθηκες στο σκοτάδι.
Σε έψαχνα τόσο καιρό, σε όλη την περιοχή και όσο πέρναγε ο χρόνος τόσο ξεθώριαζε το όνομά σου και η μορφή σου χανόταν στο κενό. Τα λάστιχα του αμαξιού σου έσβηναν εκεί που δεν υπήρχε δρόμος, μέσα στα φύλλα ενός δάσους.
Χαμένη, κυκλοφορούσα στο σκοτεινό σπίτι σαν φάντασμα. Μία μόνο σκέψη με στοίχειωνε. Να βρισκόσουν ξανά στην αγκαλιά μου. Ώσπου μια μέρα έκοψαν το ρεύμα και κυκλοφορούσα με κεριά και όταν τελείωσαν και αυτά έψαχνα στα σκοτεινά με την ελπίδα να προσπαθεί να φωτίσει διώχνοντας τις παράλογες σκέψεις μου.
Κάποια στιγμή όταν έσβησε η φλόγα από το κερί απόκοιμήθηκα. Μα όταν ξύπνησα αντίκρισα τα χρόνια που έχασα. Να βρίσκομαι κλειδωμένη μέσα στα σκοτάδια και στη σκόνη, φυλακισμένη. Ήθελα τόσο πολύ να σπάσω τις σανίδες που με φυλάκιζαν. Να ανακτήσω τις αναμνήσεις μου ζώντας φυσιολογικά.
Είδα τα σημάδια από τα φώτα του αμαξιού σου να ξεπροβάλλουν ανάμεσα από τα δέντρα. Σαν κάτι να θέλουν να μου πουν.
Ο μαυροπίνακας έγραψε με κιμωλία μια ημερομηνία και κάποιος χτύπησε την βέργα πάνω του προκαλώντας με επιτακτικά να το κοιτάξω. Σαν να ήθελε να με κάνει να ξυπνήσω.
11 Τζόν
Τελικά κάποιος σαδιστής δημιούργησε την πραγματικότητα, για να γελάει.
Θυμήθηκα γιατί είχα χαθεί εξαρχής. Μία θλίψη πέρασε από τη γλώσσα μου λίγο πριν έρθει το κλάμα από τη συγκίνηση. Είναι εκείνο το σημείο που δεν παραδέχεσαι ότι βουρκώνεις, αλλά όμως το κάνεις παραδομένος στο συναίσθημα. Κοίταγα το σπίτι μου καθώς με κατέκλυζαν οι αναμνήσεις. Ήταν σαν τους εισβολείς να θέλουν με το ζόρι να μπουν μέσα γεμίζοντας βίαια τα κενά μνήμης μου.
Κοιτούσα το σπίτι μου, το γκαζόν που είχε η αυλή και το πέτρινο μονοπάτι που οδηγούσε στην κεντρική πόρτα του σπιτιού. Φως φαινόταν από τα παράθυρα και έδειχνε ζωντανό. Μούδιασα για μια στιγμή από τη χαρά μου αλλά και χωρίς δεύτερη σκέψη χτύπησα το κουδούνι.
Αφού πάτησα το κουμπί, ο ήχος ήχησε στο κενό σκοτάδι και διαπέρασε τις σκέψεις μου κορυφώνοντας την αγωνία μου. Η καρδιά μου σταμάτησε στον χρόνο και οι καρδιακοί χτύποι έμοιαζαν όλο και πιο απόμακροι ο ένας από τον άλλον.
Σε εκείνο το ενδιάμεσο κενό, άνοιξε η πόρτα και την είδα. Ήταν η κοπέλα από το βενζινάδικο που είχα γνωρίσει, η γυναίκα που εγώ είχα παντρευτεί.
-Πού ήσουν ; Σε περιμένουμε να φάμε εδώ και είκοσι πέντε λεπτά.
-Μα τόσα πέρασαν ; Μου φάνηκαν μήνες.
Με κοίταξε στα μάτια, γέλασε και με τράβηξε μέσα στο σπίτι να φάμε.
Πεινούσα σαν λύκος. Ένιωθα και πάλι ζεστασιά να με κατακλύζει. Δεν με ένοιαζε όλο αυτό που πέρασα καθώς άρχιζα να το καταχωρώ στις αναμνήσεις που χάνονται. Άλλωστε όλα έμοιαζαν σημερινά, μοντέρνα και όχι από μια άλλη εποχή. Όλα φαινόντουσαν για την ώρα σωστά. Τί όμορφο κέρασμα στο μυαλό μου να νιώθω ότι επιτέλους βρήκα το μέρος όπου ανήκα. Να μην είναι πλέον κυνήγι αναμνήσεων παρά μόνο στιγμές πραγματικές.
12 Μαίρυ
Σηκώθηκα απότομα τρομαγμένη σαν ένας κεραυνός να με χτύπησε και να μου ήρθε η ιδέα. Σκεφτόμουν ότι ήμουν μόνη χωρίς εσένα, μου έλειπε η αγκαλιά σου, το βλέμμα σου, να σε κρατώ. Όμως εσύ έφυγες μακριά. Μέσα σε όλον αυτόν το παραλογισμό, σε όλες τις περίεργες αναμνήσεις και στην σουρεαλιστική πραγματικότητά μου να υπάρχει αυτό το κατάλοιπο σκέψης.
Τα συναισθήματά μου απόμακρα, σχεδόν μη αναγνωρίσιμα στο πέρασμα όλων αυτών. Όταν τα συνέδεα με σένα, χανόντουσαν στο κενό. Κάτι είχε γίνει πιο δυνατό από αυτά και τα είχε κατακερματίσει. Σκεφτόμουν ότι ίσως είχαμε ζήσει ένα παραμύθι και με κάποιο μαγικό τρόπο είχαμε μπει μέσα σε αυτό. Ότι κάποια μέρα θα βρισκόμασταν.
Μέσα στο σκοτάδι των αναμνήσεων άρχισε να πέφτει ένας καταρράκτης και καθώς μπήκα από κάτω, τις άφησα να με διαπεράσουν. Χάθηκες μέσα στα χρόνια και μάλλον βρήκα τρόπο να σε ανταμώσω.
“Με ρώτησες γιατί δε λέω την αλήθεια και σου απάντησα.
Με ξαναρώτησες καθώς με πέταξες έξω από το αμάξι βρεμένη να σε κοιτώ με την πόρτα ανοιγμένη, να σε παρακαλώ να μπω μέσα να ζεσταθώ κι εσύ να μη μου ανοίγεις. Μα το βλέμμα σου δε με κοιτούσε. Να πατάς το γκάζι και να χάνεσαι μακριά. Τα φώτα του αμαξιού σου να χάνονται μέσα στη θύελλα και εγώ να κρύβω το δάκρυ μου στη βροχή. Με μια ερώτηση να παραμιλώ. Γιατί δε τόλμησα το σ’αγαπώ ;”
Ήμουν δεκαοχτώ χρονών όταν έπιασα δουλειά στο βενζινάδικο της περιοχής μας.
Λίγο δύσκολο για την εποχή που ζούσαμε τότε για κορίτσι να δουλεύει σε μια αντρική δουλειά αλλά εγώ δεν το έβαζα ποτέ κάτω και κατάφερα να την πάρω.
Άλλωστε ήταν η εποχή που είχαμε μπει στο χίλια εννιακόσια εξήντα, η εποχή του ροκ εντ ρολ και όλα φάνταζαν να αλλάζουν δυναμικά και ρυθμικά γύρω μας, όπως και τα τραγούδια.
Θυμάμαι εκείνη την αμήχανη στιγμή που τους βούλωσα όλους με τις γνώσεις μου στα μηχανολογικά και ντρόπιασα όσους είχαν έρθει να δουν το θέαμα. Ένα κορίτσι να διεκδικεί μια αντρική δουλειά. Το αφεντικό με δέχτηκε με βασικό μισθό «ψίχουλων».
Με ένα ειρωνικό χαμόγελο με καλωσόρισε και με έριξε αμέσως στη δουλειά χωρίς να μου δείξει τα κατατόπια θέλοντας να αποδείξει ότι δεν είμαι η κατάλληλη για τη δουλειά αυτή από την πρώτη στιγμή. Λογάριαζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο καθώς ήμουν σε όλα πολύ καλή καθώς είχα δουλέψει στο συνεργείο του θείου μου από μικρή, και τον διέψευσα.
«Μην ανησυχείς Μαίρη θα τύχουν όμορφες μέρες και μερικές κακές», μου είπε με νόημα.
«Κάποια μέρα θα καταλάβεις».
Τον κοίταξα αποσβολωμένη καθώς δε μπορούσε το μυαλό μου να ακολουθεί όλες τις χαζομάρες που άκουγε και συνέχισα τη δουλειά μου, κουνώντας το κεφάλι μου ειρωνικά.
«Ναι μερικές μέρες θα είναι και μαλακισμένες Ρον, κάτι θα ξέρεις», είπα από μέσα μου.
Δεν είχαν περάσει παρά μόνο λίγες μέρες που δούλευα στο βενζινάδικο του Ρον και όλα είχαν πάρει τη ροή τους πάρα πολύ γρήγορα. Ο Ρον, το αφεντικό αποκοιμιόταν στο ταμείο από το βενζινάδικο ενώ πέρναγαν αραιά τα αυτοκίνητα για να γεμίσουν βενζίνη ή να φουσκώσουν τα λάστιχο και να ελέγξουν τα λάδια τους.
Εκείνη η μέρα είχε κυλήσει πολύ βαρετά, ο Ρον είχε πάρει τον υπνάκο του και το σούρουπο άρχιζε να παίρνει θέση στην ατμόσφαιρα. Ένα αεράκι σηκώθηκε από το πουθενά και μέσα από τα δέντρα εμφανίστηκε ένας δρόμος και πέρασε ένα αμάξι.
Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο αμάξι ποτέ μου και δε μπορώ να το περιγράψω, πρέπει να ήταν κάποιο καινούργιο στην παραγωγή.
Τα φώτα του δρόμου και της εγκατάστασης αναβόσβησαν και τη μία στιγμή έλουζαν στο φως το βενζινάδικο ενώ την άλλη το έριχναν στο σκοτάδι. Το περίεργο είναι ότι το αυτοκίνητο έχανε και αυτό την υπόσταση από την πραγματικότητα κάνοντας με να πιστέψω ότι έχω κάποιο πρόβλημα με τα μάτια μου και ακόμα περισσότερο με το μυαλό μου.
Πώς γίνεται να εμφανίζεται κάτι και μετά να εξαφανίζεται ;
Ο χρόνος κύλησε πολύ αργά όταν άνοιξε την πόρτα και ο οδηγός πάτησε το πόδι του στο χώμα. Σε αργή κίνηση τον παρατήρησα να πηγαίνει προς το βενζινάδικο, να ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει μέσα.
Τα φώτα αναβόσβησαν ξανά και μέσα στο βενζινάδικο ακούστηκαν φωνές και κάποιος τσακωμός. Πήγα να δω τι έγινε και καθώς άνοιξα την πόρτα είδα τον Ρον να σου δίνει μια μπουνιά και ξαφνικά εσύ να χάνεσαι στο κενό.
Έμεινα άναυδη για μια στιγμή και έκλεισα τα μάτια μου για ένα δευτερόλεπτο προσπαθώντας να πιστέψω τι έβλεπα. Όταν την επόμενη στιγμή τα άνοιξα, είδα τους άλλους σαστισμένους και αποσβολωμένους να κοιτάνε το κενό, εκεί που είχες πέσει στο πάτωμα.
Αντίκρισα όμως κάτι πιο τρομακτικό από όλα αυτά. Είδα τον χώρο να έχει παλιώσει, σαν ο χρόνος να πέρασε πάρα πολύ γρήγορα και όλα τα αντικείμενα έδειχναν σκουριασμένα, σκονισμένα, έχοντας χάσει το χρώμα τους.
Το σώμα σου όμως ήταν πεσμένο στο πάτωμα κάτω να αναπνέει δύσκολα.
Σε σήκωσα όρθιο και με το που το έκανα, οι φωνές γύρω μου αύξησαν την δύναμή τους καθώς έγιναν επιθετικές και μου έλεγαν να μην το κάνω, να σε αφήσω εκεί που ήσουν, να σε παρατήσω.
Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω αλλά κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου ένιωθα ότι σε είχα ξαναδεί. Κάτι με παρότρυνε να σε βοηθήσω, εσένα τον περίεργο ταξιδιώτη που εμφανίστηκες από το πουθενά και εισέβαλες στην πραγματικότητά μου.
Δε ξέχασα ποτέ αυτό που είχα δει. Όλα γύρω μου να έχουν παλιώσει, σαν τις αναμνήσεις που παραμονεύουν στη γωνία, κρυμμένες, να αποκαλύπτονται. «Σου τη φέραμε» ,να λένε, «μετά από χρόνια , μας θυμάσαι ;» Να μένω με την απορία αν τρελαίνομαι ή όχι.
Περιποιήθηκα τη μελανιά στο μέτωπό σου. Με γκρίνια από τον μαλακισμένο Ρον και με τη βοήθεια δυο κολλητών μου φίλων επειδή περιποιούμουν έναν άγνωστο, σε πήγα σπίτι μου βάζοντάς σε να κοιμηθείς. Ευχαρίστησα τους δυο φίλους μου για την βοήθεια που σε κουβάλησαν και πήγα και εγώ με τη σειρά μου για ύπνο.
Το βράδυ τα μάτια μου έκλεισαν και είδα εκείνο το μέρος που είχε πλέον σαπίσει και παραιτηθεί από το χρόνο. Περιπλανήθηκα μέσα στο χώρο και συνειδητοποίησα ότι ήταν το μέρος που δούλευα -το βενζινάδικο του Ρον και όλα είχαν αφεθεί στο έλεος των δεκαετιών.
Είδα το μέρος που είχες πέσει ανάμεσα στους πάγκους και φαινόταν η σκιά σου, σημάδι ότι ήσουν εκεί. Σαν παλμός αναβόσβηνε περίεργα, σαν να μου μιλούσε, μα όταν παράτεινα το χέρι μου να την αγγίξω αυτή με τράβηξε μέσα της σαν βαρκούλα μιας ατελείωτης θάλασσας.
Να νιώθω τα κύματα να με ταξιδεύουν και εγώ να μη βλέπω τίποτα άλλο πέρα από την ομίχλη που κατάπινε εμένα και τις αναμνήσεις μου.