Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015
Η πλατεία ήταν άδεια πλέον. Το τελευταίο μισάωρο είχε μείνει μια παρέα γυμνασιόπαιδων μόνο που δεν έλεγαν να γυρίσουν σπίτι για μεσημεριανό. Τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Καθόντουσαν σε ένα παγκάκι στη μέση της πλατείας, είχαν βάλει δυνατά trap μουσική στα κινητά τους και χόρευαν μόνα τους.
Κοίταξε το ψηφιακό ρολόι του. Η ώρα κόντευε τρεις το μεσημέρι. Γύρισε και κοίταξε το κορίτσι που καθόταν στη θέση του συνοδηγού και χαμογέλασε.
Όλα είχαν πάει καλά μέχρι στιγμής, όμως αν περνούσε μισή ώρα ακόμα περιμένοντας τα μαλακισμένα να φύγουν η απουσία του κοριτσιού θα γινόταν αντιληπτή και όλες οι εξελίξεις θα έτρεχαν με άλλη ταχύτητα ̶ κάτι που αυτός δεν ήθελε καθόλου. Ευτυχώς όμως για εκείνον, λίγα λεπτά αργότερα ξεκίνησε να βρέχει και τα πιτσιρίκια σκόρπισαν για τα σπίτια τους.
Πέρασε καιρό ψάχνοντας για έναν εξωτερικό χώρο που θα εξυπηρετούσε το σχέδιό του και κατέληξε στο ότι η συγκεκριμένη πλατεία ήταν το ιδανικό σημείο. Είναι πολύ μεγάλη, έχει τοίχους να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της περιμέτρου της – όλοι στη γειτονιά τη γνωρίζουν ως «μάντρα», το κολυμβητήριο που φτιάχτηκε πριν δύο χρόνια και που ακόμα δεν λειτουργεί͘ το καλύτερο είναι ότι οι γωνίες της καλύπτονται από θάμνους, πικροδάφνες και διάφορα δέντρα, κυρίως νεραντζιές, δημιουργώντας ιδανικές καβάτζες για παρέες που ψάχνουν κάπου να κρυφτούν για να καπνίσουν χόρτο και ζευγαράκια που θέλουν να ξεμοναχιαστούν.
Φόρεσε την κουκούλα του αδιάβροχου μπουφάν του, πήρε μια ομπρέλα από τα πίσω καθίσματα και βγήκε έξω. Πέρασε από το αυτοκίνητο και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Το κορίτσι καθόταν στο κάθισμα, άψυχη, σαν πάνινη κούκλα. Το κεφάλι της ακουμπούσε στην κολόνα του αυτοκινήτου και τα χέρια της ήταν ριγμένα στο πλάι. Σα μαριονέτα που περιμένει τον χειριστή της να τραβήξει τα σχοινιά και να την επαναφέρει στη ζωή.
Άνοιξε την ομπρέλα. Έπιασε το κορίτσι και το έβγαλε έξω. Κρατώντας την όρθια δίπλα του, έκλεισε την πόρτα με προσοχή και χωρίς θόρυβο. Η βροχή του χάριζε την απόλυτη κάλυψη. Πέρασε απέναντι και διέσχισε κατά μήκος την πλατεία μέχρι που έφτασε στον ακριβώς απέναντι τοίχο, έναν από τους τρεις που περιέφραζε την πλατεία. Στην δεξιά γωνία του, πίσω από τα δέντρα βρήκε ένα παγκάκι. Σήκωσε το αδύνατο κορμί του κοριτσιού και το τοποθέτησε ανάσκελα. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να το κοιτάζει. Κάτι δεν του άρεσε. Γύρισε το κεφάλι της να κοιτάει προς τον τοίχο, πήγε πίσω τα μαλλιά της και άφησε το αριστερό της πόδι να κρέμεται από το παγκάκι. Η καρδιά του χτυπούσε σε έναν πρωτόγνωρο, ξέφρενο ρυθμό. Φοβόταν. Το ήξερε από την αρχή ότι αυτό θα ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι. Με τα γαντοφορεμένα χέρια του έβγαλε από τις τσέπες του δυο αντικείμενα. Μια ένεση και ένα νυστέρι.
Έβγαλε το καπάκι της ένεσης και κάρφωσε τη βελόνα στο λευκό λαιμό του κοριτσιού. Ήθελε να είναι σίγουρος πως δε θα ξυπνούσε τώρα. «Δεν θα ξυπνούσε ποτέ», σκέφτηκε. Κοίταξε δεξιά και αριστερά για να σιγουρευτεί ότι δεν τον έβλεπε κανείς και με το νυστέρι έσκισε το αριστερό μπατζάκι του τζιν της μέχρι ψηλά στον μηρό.
Πήρε μια ανάσα και έκανε μια εγκάρσια τομή στην μηριαία αρτηρία. Αίμα ανάβλυζε από την πληγή και άρχισε να τρέχει κατά μήκος του ποδιού της, βάφοντας κόκκινες τις λευκές της κάλτσες. Σε λίγα δευτερόλεπτα μια κόκκινη λίμνη είχε σχηματιστεί στο πλακόστρωτο κάτω από το παγκάκι. Η βροχή προσπαθούσε να το καθαρίσει από το αίμα, αλλά πλέον αυτό έρεε τόσο γρήγορα που το μόνο που κατάφερνε η βροχή είναι να το σκορπίσει σε ένα ποτάμι που έτρεχε για να εκβάλει στον υδραγωγό που υπήρχε αριστερά από το ξύλινο παγκάκι. Είχε περάσει ήδη μισό λεπτό και ήταν πλέον σίγουρος πως το κορίτσι δε θα ξυπνούσε. Είχε ήδη υποστεί καταπληξία και το πολύ σε δύο λεπτά θα πέθαινε.
Έμεινε εκεί να την κοιτάζει, καθώς το αίμα άρχισε να στραγγίζει από μέσα της μαζί με το τελευταίο ίχνος ζωής. Δεν του άρεσε το θέαμα όμως ήθελε να είναι σίγουρος πως τίποτα δε θα πήγαινε στραβά. Δεν πέρασαν πάνω από δύο λεπτά και πρόσεξε πως η ροή του αίματος είχε ελαττωθεί. Κοίταξε το ρολόι του και μέτρησε άλλο ένα λεπτό, δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο, ενώ ταυτόχρονα κοιτούσε μήπως έρθει κανείς.
Αφού πέρασε το ένα λεπτό, έφερε τα δάχτυλά του στο λαιμό της και σιγουρεύτηκε πως το κορίτσι ήταν νεκρό. Δεν ήταν σίγουρος πώς αισθανόταν για αυτό. Όμως ενδόμυχα ένιωθε να τον έχει κυριέψει ένας πρωτόγνωρος ενθουσιασμός. Δεν ήξερε αν έφταιγε η εμπειρία του φόνου (η δύναμη που νιώθεις πως έχεις όταν παίρνεις τη ζωή κάποιου άλλου) ή αν ένιωθε έτσι γιατί όλα πήγαιναν βάσει σχεδίου.
Θα το ανακάλυπτε στην πορεία. Σήκωσε τα βλέφαρα του κοριτσιού και άφησε τα πράσινα μάτια της να κοιτάζουν το κενό. Σήκωσε την ομπρέλα του, βγήκε από τα δέντρα και ̶ κρυμμένος κάτω από αυτήν ̶ προχώρησε προς το αυτοκίνητό του.
Όπως κάθε φορά μετά από την εξιχνίαση μιας υπόθεσης, όπως κάθε Παρασκευή και ορισμένες ακόμα ημέρες μέσα στο μήνα οι δύο Αστυνόμοι μπήκαν στο μπαρ «FullHouse» για μια μπύρα και ένα σφηνάκι.
«Στάθη, βάλε μας ένα γύρο από τα γνωστά», είπε ο Αστυνόμος Άρης Φέρρης και έκατσε σε ένα από τα σκαμπό ακριβώς απέναντι από την κλειστή τηλεόραση που άνοιγε μόνο τις ημέρες και ώρες αγώνων ποδοσφαίρου Αγγλικού πρωταθλήματος και Champions League. Ο Αστυνόμος Τάσος Νικολάου κάθισε δίπλα του, έβγαλε το μαύρο μπουφάν του, το οποίο άφησε στο άδειο σκαμπό στα αριστερά του, και ακούμπησε τους αγκώνες του στον ξύλινο πάγκο του μπαρ.
Ο Άρης τον μιμήθηκε, όμως δεν έβγαλε το γκρι παλτό του. Θα έπινε στα γρήγορα το ποτό του και θα επέστρεφε σπίτι. Ήθελε εκείνος και η Αμελί να βρεθούν για λίγο μόνοι πριν γυρίσει η Δάφνη από το σχολείο. Στιγμές αργότερα ο Στάθης –μπάρμαν και ιδιοκτήτης του μπαρ, εν αποστρατεία αξιωματικός των ειδικών δυνάμεων– άφησε μπροστά στον καθένα τους από ένα «μεγάλο» ποτήρι μπύρα –Άλφα για τον Τάσο, Estrella για τον Άρη– και από ένα ποτήρι Jack Daniel’s.
«Ποιο ματς θα δείξεις σήμερα;», ρώτησε ο Τάσος τον Στάθη.
«Ξέρεις πως όταν παίζει η “βασίλισσα” δεν υπάρχει περίπτωση να δεις άλλο ματς εδώ μέσα». Με βήμα βαρύ και καμαρωτό (κάποια πράγματα δεν αλλάζουν με τη συνταξιοδότηση) ο μπάρμαν έφτασε στην άλλη άκρη της μπάρας, έπιασε ένα μπουκάλι κίτρινη tequila Don Julio και σέρβιρε στον εαυτό του ένα σφηνάκι.
Επέστρεψε μπροστά στους δύο Αστυνόμους, που εκείνη την ώρα, νωρίς το απόγευμα δηλαδή, ήταν οι μόνοι του πελάτες.
«Τι γιορτάζουμε σήμερα Αστυνόμοι;».
«Ακόμα ένα αρχίδι θα βλέπει τον κόσμο μέσα από μια τρύπα με κάγκελα» απάντησε ο Νικολάου.
«Με τη νέα νομοθετική ρύθμιση που ψηφίστηκε δυστυχώς σε λιγότερο από δέκα χρόνια θα είναι έξω Τάσο» παρενέβη ο Άρης. Έβγαλε ένα μαλακό πακέτο Lucky Strike και έναν ασημένιο zippo από την δεξιά τσέπη του παλτό του. Χτύπησε το πακέτο και ένα τσιγάρο ξεχώρισε από τα άλλα. Το έφερε στο στόμα του και το άναψε. Έπιασε το σφηνάκι και το ύψωσε εν είδει πρόποσης. Οι συνδαιτυμόνες του τον μιμήθηκαν και με σχεδόν απόλυτο συγχρονισμό ήπιαν το ποτό τους.
«Τη “βασίλισσά σου” τη βλέπω να χάνει πάντως σήμερα» είπε ο Τάσος, θέλοντας να ελαφρύνει πάλι το κλίμα.
«Μεγάλο διπλό βλέπω σήμερα. Τρία γκολάκια θα βάλουμε».
«Πάμε ένα πενηντάρι στοίχημα;» Ο Τάσος ακούμπησε προκλητικά το πορτοκαλί χαρτονόμισμα πάνω στον πάγκο.
«Αν είσαι τόσο σίγουρος ας τα κάνουμε εκατό».
«Μέσα». Ο Τάσος έβγαλε άλλο ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ευρώ και το άφησε πάνω στο άλλο. Ο Στάθης έβγαλε ένα πράσινο χαρτονόμισμα και μαζί με αυτά του Νικολάου τα έβαλε σε ένα μαύρο κουτί Jack Daniel’s κάτω από τον πάγκο, δίπλα στα ποτήρια του νερού.
«Εγώ θα σας κοντράρω με πενήντα ευρώ στην ισοπαλία. 2/1 η απόδοση. Το βρίσκετε δίκαιο;» μπήκε σφήνα ο Φέρρης και πέταξε ένα τυλιγμένο στη μέση πενηντάρικο.
«Είσαι σίγουρος, Άρη;»
Ο Τάσος φάνηκε σκεπτικός.
«Φιλικό στοίχημα είναι ρε Τάσο. Σιγά τον τζόγο». Ο Άρης κατέβασε μια γενναία γουλιά από τη μπύρα του.
«Εγώ ξέρω ότι έβγαλα εύκολα εκατόν πενήντα ευρώ σήμερα» είπε ο ασπρομάλλης, ενώ πήρε το χαρτονόμισμα και το έβαλε στο ίδιο κουτί με τα άλλα.
«Δεκτή η απόδοση από εμένα, Άρη».
«Δε γαμιέται, κι από εμένα».
Στο μπαρ έπαιζε χαμηλά το “You look good on the dance floor” των Arctic Monkeys, όμως το καπέλωσε το “Extreme Ways” του Moby που ακούστηκε πιο δυνατά καθώς κάποιος καλούσε τον Άρη. Κοίταξε την οθόνη και είδε τη φωτογραφία της Αμελί να του χαμογελάει με φόντο την παραλία Περούλια στη Μεσσηνία. Ο Αστυνόμος απάντησε στην κλήση της γυναίκας του χωρίς να ξέρει πως θα έκανε πολύ καιρό την ξαναδεί να χαμογελά.
Η μαύρη Μερτσέντες σταμάτησε πίσω από την κόκκινη κορδέλα που είχε τοποθετηθεί από την Ελληνική Αστυνομία στην αρχή της οδού Αραχώβης.
Μια ώρα νωρίτερα το Τηλεφωνικό Κέντρο Άμεσης Δράσης είχε λάβει μια κλήση στην οποία ένας άντρας (πιθανότατα, καθώς η φωνή του ήταν παραποιημένη) ενημέρωσε πως το πρωί της ίδιας ημέρας είχε απαγάγει ένα ανήλικο κορίτσι, το οποίο λίγες ώρες αργότερα δολοφόνησε. Ισχυρίστηκε πως είχε παρατήσει το πτώμα του σε ένα παγκάκι στην Πλατεία Τζων Κέννεντυ στην περιοχή Λόφος Αξιωματικών στο Περιστέρι.
Με ένα περιπολικό από το Α’ Αστυνομικό Τμήμα Περιστερίου κατευθύνθηκαν οι αστυνομικοί στην υποδειγμένη από τον άγνωστο περιοχή και όντως εντόπισε το νεκρό κορίτσι ξαπλωμένο σε ένα παγκάκι στην βορειοδυτική πλευρά της πλατείας. Άμεσα κλήθηκε το Τμήμα Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας οι υπεύθυνοι του οποίου, αφού έκαναν αξιολόγηση της κατάστασης, κάλεσαν στο κινητό τον Αστυνόμο Τάσο Νικολάου ̶ εφόσον του Άρη ήταν κατειλημμένο. Οι δύο αστυνόμοι σηκώθηκαν άρον – άρον από τη μπάρα και τώρα περνούσαν κάτω από την δεύτερη κόκκινη κορδέλα της αστυνομίας στο πεζοδρόμιο της ανοικτής πλευράς της πλατείας.
Ένας νεαρός αστυφύλακας τους πλησίασε, τους ενημέρωσε στα γρήγορα –από τον τρόπο που περιέγραφε την σκηνή του εγκλήματος ήταν ξεκάθαρο πως δεν είχε ξαναβρεθεί σε παρόμοια κατάσταση– και τους οδήγησε προς το πτώμα του μικρού κοριτσιού.
Μπροστά μπήκε ο Νικολάου και βλέποντας το άψυχο σώμα να κείτεται στο πράσινο παγκάκι, πάγωσε. Πίσω του ο Άρης του είπε να κάνει πέρα να περάσει κι αυτός, όμως ο συνεργάτης και κουμπάρος του γύρισε και τον τράβηξε μακριά.
«Άρη, δεν είμαι σίγουρος ότι πρέπει να το δεις αυτό».
«Τι έπαθες ρε μαλάκα; Εντάξει, δεν είναι το καλύτερό μου αλλά τόσα πτώματα έχουμε δει». Ο Άρης σάστισε με την αντίδραση του Τάσου, ο οποίος είχε βουρκώσει τώρα.
«Φίλε δεν ξέρω πως να στο πω. Το κορίτσι που δολοφονήθηκε… είναι η Δάφνη αδερφέ μου». Ο Τάσος δεν αντέδρασε προς στιγμή όμως το κενό του βλέμμα έδειχνε πως δεν είχε συνειδητοποιήσει τι είχε ακούσει.
«Τί λες ρε μαλάκα; Κάνε στην άκρη». Ο Τάσος προσπάθησε να τον εμποδίσει, κρατώντας τον από την μέση και χρησιμοποιώντας το χαμηλό κέντρο βάρους του, αλλά δεν τα κατάφερε αφού η διαφορά ύψους και το μυϊκό εκτόπισμα του Άρη δεν τον δυσκόλεψαν να τον παραμερίσει.
Είδε το κοριτσάκι του ξαπλωμένο ανάσκελα στο παγκάκι, με τα αριστερά του άκρα να κρέμονται. Το βλέμμα του έπεσε στην μεγάλη πληγή στο εσωτερικό του αριστερού μηρού της. Έκλαιγε βουβά, όμως δεν σταμάτησε να την κοιτάει. Δεν ήθελε να του ξεφύγει καμία λεπτομέρεια. Ένιωσε τα πόδια του να μην το κρατάνε, έπεσε στις μύτες και ακούμπησε το χέρι του στο έδαφος πριν προλάβει να πέσει προς τα μπροστά. Το δέρμα της ήταν ακόμα λευκότερο, σαν τις πορσελάνινες κούκλες που είχε η γιαγιά του στη βιτρίνα με τα ποτήρια στο σαλόνι της. Πάντα τις σιχαινόταν αυτές τις φρικιαστικές κούκλες. Τα μάτια της, ανοικτά, ένιωσε πως τον κοιτούσαν ζητώντας του βοήθεια͘ όμως δεν κοιτούσαν εκείνον και δεν ήθελαν να εκφράσουν τίποτα, γιατί η Δάφνη του ήταν νεκρή.
Η βροχή μαστίγωνε ασταμάτητα το παρμπρίζ της μαύρης Μερτσέντες. Το κινητό του δεν είχε σταματήσει να χτυπά. Δεν το σήκωνε γιατί ήξερε ποιος ήταν. Η Αμελί τον καλούσε για να του πει ότι η κόρη τους δεν είχε επιστρέψει από το σχολείο. Τα ματωμένα χέρια του κατηύθυναν το τιμόνι μια δεξιά και μια αριστερά ενστικτωδώς. Το βλέμμα του καρφωμένο στο δρόμο, όμως χωρίς να τον βλέπει στην πραγματικότητα. Ένα του κομμάτι ευχόταν να μην έφτανε ποτέ. Από τα κενά του μάτια έτρεχαν δάκρυα. Πέρασε το φανάρι της Ολυμπιακής με κόκκινο. Στο μυαλό του ζούσε ξανά και ξανά τη σκηνή του εγκλήματος. Είχε αποτυπωθεί στον εγκέφαλό του και ήξερε ότι θα έμενε εκεί για πάντα. Ένιωθε το ξεραμένο αίμα της να του καυτηριάζει τα χέρια σαν οξύ.
Έστριψε στην Ιασωνίδου και μετά στην Χαλδείας. Έφτασε, όμως δεν είχε ιδέα πως θα της έλεγε αυτό που είχε συμβεί.