Στον πρώτο όροφο του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη οι δημοσιογράφοι είχαν καθίσει στις θέσεις τους περιμένοντας τους αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας να καθίσουν στις δικές τους, μπροστά από τα μικρόφωνα όλων των ειδησεογραφικών σταθμών της χώρας για να ανακοινώσουν τα καθέκαστα για το θάνατο του τέως Βουλευτή Παναγιώτη Κασάπη.
Πίσω από τους δημοσιογράφους, συνωστισμένοι όλοι οι εικονολήπτες, με τις κάμερες ανά χείρας, έτοιμοι για το πρώτο πλάνο. Πίσω από αυτούς στεκόταν στηριζόμενη στον τοίχο με το βάρος στο αριστερό της πόδι η Αθηνά, ντυμένη ακόμα με το μπουφάν της μηχανής, περίμενε να δει πως θα χειρίζονταν οι αξιωματούχοι το όλο θέμα. Ο Άρης τελευταία στιγμή στο πλαίσιο της αναφοράς του στον Βάρναλη, ενημερώθηκε ότι θα έδινε και εκείνος τον παρών στην συνέντευξη και μάλιστα θα αναλάμβανε και την ενημέρωση των δημοσιογράφων.
Στην πρώτη σειρά, στο πρώτο κάθισμα στην δεξιά πλευρά του διαδρόμου καθόταν η Σοφία Μάρκου, ρεπόρτερ του Πρώτου Καναλιού και Διευθύντρια της διαδικτυακής ιστοσελίδας ειδήσεων NewsFreak. Στα χέρια της κρατούσε το κινητό της –γυρισμένο στο πλάι– στέλνοντας με μαεστρία βιρτουόζου πιανίστα ένα mail στον αρχισυντάκτη του δελτίου ειδήσεων του καναλιού, ενώ ταυτόχρονα στα Bluetooth ακουστικά της άκουγε τη ραδιοφωνική εκπομπή του σταθμού, η οποία από στιγμή σε στιγμή θα πραγματοποιούσε και αυτή σύνδεση με την αίθουσα, όπου η ίδια βρισκόταν, για να μεταδώσει τη συνέντευξη τύπου.
Τελείωσε με το mail, έβαλε το κινητό ανάμεσα στα πόδια της για να το έχει στο νου χωρίς να κινδυνεύει να της πέσει και έβγαλε από την ταμπά Michael Kors τσάντα της ένα μαύρο δερμάτινο φάκελο σεμιναρίων, με ενσωματωμένο σημειωματάριο και μια σειρά στυλό γαντζωμένα σε αυτό. Κοίταξε το ρολόι της. 2 λεπτά μέχρι τις 10. Τα επόμενα δύο λεπτά τα πέρασε πιέζοντας τα μακριά μαύρα νύχια της στο εσωτερικό της παλάμης της.
Στις 10 ακριβώς, άνοιξε η πόρτα αριστερά από τον τοίχο με το σήμα της Ελληνικής Δημοκρατίας και την επιγραφή του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη με μεγάλα λευκά γράμματα και τέσσερις άντρες εισήχθησαν στον χώρο της συνέντευξης τύπου. Ο ένας, ο οποίος προπορευόταν όλων ήταν ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Κίμων Πετρίδης, ντυμένος με το μπλε σκούρο κοστούμι του και μια κίτρινη γραβάτα.
Πίσω του ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας Διονύσιος Βάρναλης ο οποίος φορούσε τη επίσημη στολή του, στις επωμίδες της οποίες άστραφταν τα χαρακτηριστικά του βαθμού του Αντιστράτηγου και στο αριστερό πέτο της κρέμονταν ένα σωρό διακριτικά και παράσημα που η Σοφία δεν είχε ιδέα τι σήμαιναν. Τρίτος ο Υπεύθυνος Τύπου και Δημοσίων Σχέσεων της Αστυνομίας, Γιώργος Κάτσος, ντυμένος με τη στολή του, η οποία φάνταζε σαν απλό κοστούμι δίπλα σε αυτή του Αρχηγού του και τελευταίος μπήκε και έκατσε στην πρώτη καρέκλα από την πόρτα κάποιος που η Σοφία ήξερε πολύ καλά.
Φορώντας ένα γκρι παλτό και από μέσα ένα λευκό πουκάμισο και μια μαύρη γραβάτα – που κατά πάσα πιθανότητα δανείστηκε από κάποιον υπάλληλο του Υπουργείου για τις ανάγκες της Συνέντευξης – ο Αστυνόμος Άρης Φέρρης κοιτούσε τους δημοσιογράφους με το ύφος που ένα παιδάκι κοιτάει τα μυρμήγκια στο έδαφος κουβαλώντας ένα δυσανάλογο για το μέγεθος τους φορτίο προς τις φωλιές τους. Ήξερε από πρώτο χέρι πως ο Αστυνόμος δεν γούσταρε τους δημοσιογράφους. Η Σοφία είχε μάθει από νωρίς πως ο Φέρρης ήταν ο επικεφαλής της έρευνας και ξαφνιάστηκε γιατί δεν τον είχε δει στη Βουλή το προηγούμενο βράδυ.
Τον λόγο πήρε ο Υπεύθυνος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ., ο οποίος έθεσε το πλαίσιο των δηλώσεων, ανακοίνωσε ότι θα γίνουν μετρημένες ερωτήσεις καθ’ υπόδειξη του και μετά τις όποιες ανακοινώσεις είχαν να γίνουν εκ μέρους των αρμοδίων. Αφού άφησε λίγα δευτερόλεπτα να περάσουν για να ησυχάσει τελείως ο όχλος από τα μουρμουρητά των δημοσιογράφων έδωσε τον λόγο στον Υπουργό. Ο Κίμων Πετρίδης πάτησε το κουμπί του μικροφώνου του.
«Αρχικά, θα ήθελα πρωτίστως προσωπικά ως φίλος και εν συνεχεία εκ μέρους της ηγεσίας και του συνόλου του κόμματος να συλλυπηθώ την οικογένεια του Πάνου. Ο Παναγιώτης Κασάπης αποτελούσε υπόδειγμα πολιτικού, αναγνωρισμένο από το έργο του σε όλα τα πόστα που του είχαν ανατεθεί σε αυτή την μακρόχρονη σταδιοδρομία, αναγνωρισμένο από τους συναδέρφους του και παράδειγμα προς μίμηση για τους νέους που θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική και τα κοινά, αποτελούσε ένα φάρο ηθικής στο πολιτικό σκοτεινό τοπίο και σύσσωμο το πολιτικό σώμα της χώρας πενθεί για το χαμό του.
Η αυριανή μέρα λοιπόν, 6η Μαΐου 2016 και ημέρα Παρασκευή, κηρύττεται ημέρα πένθους στην μνήμη του Παναγιώτη Κασάπη. Τα σχολεία και οι δημόσιες υπηρεσίες δεν θα λειτουργήσουν. Το ίδιο και η Βουλή των Ελλήνων, η οποία δεν θα πραγματοποιήσει καμία συνεδρίαση. Για τις λεπτομέρειες σχετικά με τον θάνατο του εκλιπόντος θα ενημερωθείτε από τον Αρχηγό του Σώματος της ΕΛ.ΑΣ. και έπειτα από τον επικεφαλής της έρευνας. Αρχηγέ;»
Ο Υπουργός έκλεισε το μικρόφωνο του και έκανε μια ευγενική χειρονομία προς τον Βάρναλη προσκαλώντας τον πάρει τον λόγο. Η Σοφία παρατήρησε καλά τον Κάτσο και ήταν σίγουρη πως ήταν όντως συγκινημένος.
Ο Αρχηγός Βάρναλης χτύπησε άγαρμπα το μικρόφωνο και ξεκίνησε με ένα χαιρετισμό και μια σειρά από καλά λόγια για τον νεκρό πολιτικό, τον οποίο πιθανότατα να μην είχε συναντήσει ποτέ. Μετά ξεκίνησε με τα σχετικά με τον θάνατο αυτού:
«Καλημέρα σας. Με τη σειρά μου, θέλω και εγώ να εκφέρω τα συλλυπητήρια μου στην οικογένεια του αποθανόντος. Η Ελληνική Αστυνομία δίνοντας την πρέπουσα σημασία στην υπόθεση θανάτου ενός διακεκριμένου Έλληνα, όμως παράλληλα, χωρίς να βάζει σε δεύτερη μοίρα τις λοιπές τρέχουσες υποθέσεις του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής της ΕΛ.ΑΣ… Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις που να μας επιτρέπουν την υπόθεση περαιτέρω σεναρίων πλην της αυτοκτονίας, όμως τιμώντας τη μνήμη του εκλιπόντος, αναθέσαμε σε έναν από τους κορυφαίους επιθεωρητές μας να τεκμηριώσει 100% την υπόθεση αυτή. Σας παραπέμπω λοιπόν, στον Αστυνόμο Β΄ Άρη Φέρρη, ο οποίος θα απαντήσει και στις ερωτήσεις σας. Ευχαριστώ πολύ για την υπομονή σας».
Τελευταίος λοιπόν, ετοιμαζόταν να πάρει τον λόγο από τον Αρχηγό του, ο Άρης Φέρρης, αναφερόμενος ως επικεφαλής της έρευνας. «Ποιας έρευνας όμως; Γιατί τόση σοβαρότητα για μια αυτοκτονία; Ακόμα και αν αφορά έναν επιφανή πολιτικό είναι λίγο υπερβολικό», σκέφτηκε η Σοφία.
Όσην ώρα μιλούσε ο Βάρναλης, ο Άρης κοιτούσε μία τον ανώτερό του, μία το γραφείο μπροστά του, όπου δεν υπήρχε κάποιο χαρτί σε αντίθεση με τους υπόλοιπους αξιωματούχους. Κάποια στιγμή το βλέμμα του διασταυρώθηκε με αυτό της Σοφίας. Εκείνη του χαμογέλασε, ενώ εκείνος έμεινε να την κοιτάει με εκείνο το διερευνητικό βλέμμα του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πολλά από την εικόνα του. Το ντύσιμο του δεν ήταν διαφορετικό από κάθε φορά –εκτός της δανεικής γραβάτας –, αξύριστος λίγες ημέρες όπως τον θυμόταν. Δεν μπόρεσε να εντοπίσει πάνω του κανένα από τα σημάδια της εγκατάλειψης που περίμενε από αυτά που είχε ακούσει. Μόνο το πρόσωπό του είχε χαραγμένο μια θλίψη και κάποιες παραπάνω ρυτίδες. Λογικό, δεν πέρασε λίγα, σκέφτηκε. Έσκυψε προς το μικρόφωνο για να μιλήσει.
«Τα συλλυπητήρια μου στην οικογένεια Κασάπη για την απώλειά τους. Είναι πολύ δύσκολο να χάνεις έτσι ξαφνικά ένα αγαπημένο σου πρόσωπο, ένα δικό σου άνθρωπο. Δεν υπάρχουν ενδείξεις που να αποκλίνουν από το σενάριο της αυτοκτονίας, ακόμα εξετάζουμε μάρτυρες για οποιαδήποτε πληροφορία, ενώ στο γραφείο του εκλιπόντος έχει τοποθετηθεί ομάδα της Σήμανσης, η οποία εργάζεται νυχθημερόν και ελέγχει το χώρο ενδελεχώς για στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να κλείσουμε σύντομα την υπόθεση. Δεν υπάρχουν λαυράκια για εσάς σήμερα, όμως έχω να ανακοινώσω κάτι που μάθαμε μόλις πριν λίγο κατόπιν της τέλεσης της νεκροψίας.
Για να σας προλάβω, έχουμε ήδη ενημερώσει σχετικά την οικογένεια Κασάπη». Έδωσε λίγο χρόνο στα κοράκια από κάτω να κατανοήσουν τον πρόλογό του και συνέχισε: «Ο Παναγιώτης Κασάπης δεν πέθανε από την πτώση, όπως αρχικά είχαμε υποθέσει, αλλά από καρδιακή προσβολή. Από οξύ έμφραγμα που υποθέτουμε ότι εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της πτώσης, πριν το κορμί του συναντήσει το έδαφος κάτω από το παράθυρο του γραφείου του στη Βουλή».
Ο Άρης έκατσε πίσω στην καρέκλα του, δηλώνοντας πως τελείωσε με την ενημέρωση. Πιάνοντας το νόημα, ο Υπεύθυνος Τύπου δήλωσε πως θα γίνουν 5 ερωτήσεις, από δημοσιογράφους που ο ίδιος θα επιλέξει. Τότε επικράτησε ένας πανικός, σηκωμένα χέρια που αποζητούσαν την προσοχή του Κάτσου, αλλά κυρίως διαμαρτυρίες από τους περισσότερους δημοσιογράφους για τον αριθμό των ερωτήσεων.
Ο αρμόδιος για τις δημόσιες σχέσεις της ΕΛ.ΑΣ. παρακάλεσε για ησυχία και απείλησε με λήξη της συνέντευξης τύπου αν δεν υπήρχε ανταπόκριση. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα επικράτησε απόλυτη ησυχία και πάνω από πενήντα δημοσιογράφοι ύψωναν τα χέρια τους για να κάνουν την ερώτησή τους.
Οι πρώτες τέσσερις ερωτήσεις αφορούσαν το πολιτικό σκηνικό μετά τον θάνατο του Κασάπη και την επόμενη μέρα στο κυβερνών κόμμα. Είχε μείνει μια ερώτηση. Ο Άρης πρόσεξε την Σοφία Μάρκου να σηκώνει το χέρι. Την κοίταξε επίμονα και της έκανε νόημα να το κατεβάσει. Κουνώντας κυκλικά και σε οριζόντια θέση τον δείκτη του δεξιού του χεριού της έδωσε να καταλάβει ότι θα μιλήσουν μετά κατ’ ιδίαν.
Η δημοσιογράφος κατέβασε το χέρι της και άλλαξε στάση στην καρέκλα της, αφού έκατσε πιο άνετα και έβαλε το δεξί της πόδι πάνω από το αριστερό σε ένα χαλαρό σταυροπόδι. Τότε ο Κάτσος έδειξε έναν καραφλό δημοσιογράφο με καφέ σακάκι και γκρι πουκάμισο στη δεύτερη σειρά. Ο Άρης τον αναγνώρισε. Ήταν ο Γιώργος Καλλέργης, του οποίου οι πηγές στην αστυνομία τον είχαν βάλει σε σκέψεις.
«Αστυνόμε Φέρρη, πέραν της σοβαρότητας του θανάτου ενός αξιωματούχου του κράτους, το οποίο κάνει κατανοητή την οργάνωση αυτής της συνέντευξης, υπάρχουν μήπως ενδείξεις που να καθιστούν υπαρκτό κάποιο άλλο ενδεχόμενο πέραν της αυτοκτονίας;».
«Νομίζω ότι δηλώσεις μου κάλυψαν την ερώτησή σας. Αν οι πηγές σας σάς έχουν ενημερώσει κάτι διαφορετικό, τότε είναι ψευδές και θα πρέπει να αναθεωρήσετε για αυτές». Ο Άρης ευχαρίστησε τους παρευρισκομένους και σηκώθηκε από την καρέκλα του, ενώ ο δημοσιογράφος έκατσε στη θέση του με μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπο. Ο Βάρναλης χάιδεψε το μουστάκι του και λοξοκοίταξε τον Άρη που περνούσε την πόρτα της αίθουσας. Ο Υπεύθυνος Τύπου ευχαρίστησε τους πάντες και τότε σηκώθηκε μαζί με τον Υπουργό και τον Αρχηγό και άφησαν την αίθουσα η οποία είχε γίνει κατάφωτη πλέον από δεκάδες φλας φωτογραφικών μηχανών.
Έκλεισε την τηλεόραση και άφησε το δωμάτιο να φωτίζεται μόνο από τις ελάχιστες ακτίνες του ήλιου που τρύπωναν από τις ανοικτές γρίλιες των κλειστών παραθυρόφυλλων. Στο μισοσκόταδο αχνοφάνηκε η κατάλευκη οδοντοστοιχία του που εμφανίστηκε σταδιακά δημιουργώντας ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
Η εμφάνιση του Φέρρη στην τηλεόραση ως επικεφαλής της έρευνας του θανάτου εκείνου του βουλευτή – που μάλλον η συνείδησή του δεν άντεξε το βάρος των πράξεων του – ήταν η ιδανική ευκαιρία για να προχωρήσει στο επόμενο βήμα του σχεδίου του.
Σηκώθηκε, διέσχισε το χολ και μπήκε στο τελευταίο δωμάτιο δεξιά. Άναψε το φως και πήρε και φόρεσε μια μάσκα που ήταν κρεμασμένη πίσω από την πόρτα. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου και έβγαλε μια Polaroid φωτογραφική μηχανή.
«Σε παρακαλώ». Η κοπέλα μέσα στο κελί προσπαθούσε με τα χέρια της να καταλάβει αν ήταν κοντά της. Ο γαλάζιος τοίχος με τα σύννεφα και τον κίτρινο ήλιο πίσω της σε συνδυασμό με τα χοντρά κάγκελα του αυτοσχέδιου κελιού δημιουργούσαν μια σουρεαλιστική εικόνα.
«Ηρέμησε». Την πλησίασε και προσπάθησε να της βγάλει την μάσκα ύπνου που της είχε φορέσει. Η κοπέλα απομακρύνθηκε. Στην αρχή νόμιζε ότι δεν ήθελε να νιώσει το άγγιγμα του.
«Δεν θέλω να την βγάλω».
«Γιατί όχι;». Δάκρυα κύλησαν μέσα από την μαύρη μάσκα.
«Όσο δεν έχω δει το πρόσωπό σου μπορεί και να με αφήσεις να ζήσω». Τα τελευταία λόγια η κοπέλα τα πρόφερε με δυσκολία.
«Πρέπει να σε βγάλω μια φωτογραφία. Να σε αναγνωρίσουν οι δικοί σου. Πρέπει να με βοηθήσεις για να σε βοηθήσω. Τι λες;».
«Θα ζητήσεις λύτρα;».
«Ναι». Πίσω από την μάσκα χαμογέλασε λέγοντας ψέματα.
«Δεν θα σ’ τα δώσουν».
«Για την κόρη τους θα τα δώσουν».
«Δεν με αγαπούν τόσο όσο τα λεφτά τους». Αυτή η παραδοχή έκανε το χαμόγελο να σβήσει από τα χείλη του.
«Μαρία…». Το άκουσμα του ονόματός της είχε έναν περίεργο αντίκτυπο στην κοπέλα. Τα μαζεμένα στην κοιλιά άκρα της χαλάρωσαν για μια στιγμή. «Αν δεν πάρω τα λεφτά μου δεν θα έχει σημασία αν θα με δεις ή όχι. Βγάλε μόνη σου την μάσκα σε παρακαλώ». Η Μαρία έγνεψε καταφατικά με δισταγμό και με δάχτυλα που έτρεμαν λόγω φόβου αλλά και εξάντλησης, έβγαλε την μαύρη μάσκα ύπνου και αυτό που αντίκρισε της πάγωσε το αίμα.
Ένα παραμορφωμένο χλωμό πρόσωπο με ένα τραβηγμένο χαμόγελο με μεγάλα λευκά δόντια και ματωμένα χείλη. Είχε κολλήσει στον τοίχο και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Μόνο όταν τα μάτια της ξεθόλωσαν και οι σφυγμοί της έπεσαν σε κανονικά επίπεδα αναγνώρισε το πρόσωπο που είχε μπροστά της. Ο τρελός που την είχε απαγάγει φορούσε μια μάσκα του Joker, του ήρωα που ενσάρκωσε εκείνος ο κούκλος ηθοποιός που πέθανε πριμ κυκλοφορήσει η ταινία.
«Say cheese!!!». Η φωνή του απαγωγέα της ταίριαζε τόσο πολύ με την παρανοϊκή έκφραση του Joker. Δεν προσπάθησε καν να χαμογελάσει και τρόμαξε από το φλας της περίεργης φωτογραφικής μηχανής από την οποία βγήκε απευθείας μια φωτογραφία. Υπό άλλες συνθήκες θα το έβρισκε πολύ πρώτο, αλλά τώρα της είχε φανεί απλά περίεργο. «Σε ευχαριστώ πολύ». Ο «Joker» άφησε την μηχανή σε ένα γραφείο γεμάτη φάρμακα και κάτι γυαλιστερά αντικείμενα σαν εργαλεία και πήρε μια ένεση στο χέρι.
«Όχι, σε παρακαλώ. Δεν θέλω να ξανακοιμηθώ». Έκανε πίσω μέχρι που τέντωσε την αλυσίδα που είχε στο πόδι της, όμως κατάλαβε ότι όποια αντίστασή της ήταν μάταια. Ο ψηλός άντρας με τη μάσκα τρύπησε με την ένεση τον ορό που βρισκόταν έξω από το κελί και πίεσε το έμβολο της αδειάζοντας το περιεχόμενο της στο διαφανές πλαστικό μπουκάλι. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ένιωσε τα βλέφαρα της να κλείνουν. Λίγο πριν αποκοιμηθεί σκέφτηκε τους γονείς της να αρνούνται να δώσουν τα λύτρα και πως η μόνη της ελπίδα να σωθεί ήταν ο Batman. Ήξερε πλέον πως δεν θα ξαναβγεί από το κελί της.