Ο Άρης ξύπνησε και για μια στιγμή ένιωσε πως δεν βρισκόταν στο ακατάστατο δωμάτιο του πατρικού του στην Καισαριανή, αλλά στην κρεβατοκάμαρα που μοιραζόταν με την γυναίκα του σπίτι τους στο Ελληνικό.
Οι φωνές του μικρού Έκτορα να αντηχούν στους τοίχους του σπιτιού και κάτι άλλο που έμοιαζε, ναι, με ήχους τακουνιών. Η Αμελί, σκέφτηκε και χαμογέλασε. Άκουσε τα βήματά της να πλησιάζουν. Είδε τη σκιά της στον απέναντι τοίχο. Ένιωσε την καρδιά του έτοιμη να πεταχτεί από το στέρνο του. Όταν πλέον φάνηκε στο κατώφλι του δωματίου η καρδιά του σταμάτησε. Το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο και αίμα έτρεχε από μια πληγή στο στήθος της. Τον κοίταξε κατάματα, καθώς προσπαθούσε να τον φτάσει και απελπισμένα τον ρώτησε γιατί, γιατί την άφησε.
Ο Άρης πετάχτηκε και αντίκρισε το αχνά φωτισμένο – από τις λίγες ακτίνες που κατάφερναν να περάσουν από τα μισόκλειστα παντζούρια – δωματίου. Δεν το πίστευε ότι θα ανακουφιζόταν αντικρίζοντας αυτή την εικόνα. Ανακάθισε στην θέση του ακουμπώντας την πλάτη του στον κρύο τοίχο και πήρε βαθιές ανάσες, Δεν μπορούσε να συνέλθει, σάρωσε τον χώρο με το βλέμμα σαν να φοβόταν μην επιστρέψει ο εφιάλτης, και τα μάτια του καρφώθηκαν στο μπουκάλι με την μαύρη ετικέτα που ήταν ακουμπισμένο στην συρταριέρα απέναντι από το κρεβάτι. Δεν θυμόταν αν ήταν άδειο και στο μισοσκόταδο δεν μπορούσε να διακρίνει.
Πέταξε με δύναμη το μαξιλάρι και σφράγισε τα μάτια του. Άκουσε το μπουκάλι να πέφτει στο πάτωμα, όμως έμεινε με τα μάτια κλειστά προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία του. Ξαφνικά, ένιωσε τα μάτια του υγρά και χωρίς να το καταλάβει ξέσπασε σε λυγμούς και δυνατές φωνές. Μόνο μια λέξη ξεχώριζε ανάμεσα στις άναρθρες κραυγές του. «Συγγνώμη».
Η Αθηνά περίμενε εδώ και μισή ώρα τον Φέρρη σε ένα παρακμιακό καφέ με την επωνυμία «Εκκρεμές» πίσω από το Πεδίο του Άρεως. Για την ακρίβεια ο Άρης είχε αργήσει μόνο δέκα λεπτά, απλά η Αθηνά έχοντας άγχος μην αργήσει – που με την μηχανή της σε συνδυασμό με τον τρόπο που οδηγούσε ήταν πολύ δύσκολο – έφυγε σχεδόν μισή ώρα νωρίτερα από το σπίτι της. Παρήγγειλε τον δεύτερο καπουτσίνο όταν τον είδε να περνά μπροστά από την φιμέ τζαμαρία και έμεινε να τον παρατηρεί.
Το ασταθές αλλά βαρύ περπάτημα του, το πολύ ελαφρύ καμπούριασμα, σε συνδυασμό με το τα μόνιμα τεντωμένα χαρακτηριστικά του τον έκανε να δείχνει μόνιμα ότι κατευθύνεται επιθετικά προς κάποιον. Η Αθηνά τον ακολούθησε μέχρι που μπήκε και χαιρέτησε με το μικρό της μια μεσήλικα σερβιτόρα – με ντύσιμο που πιο πολύ άρμοζε περισσότερο σε εργασία σε αμφιβόλου φήμης μπαρ παρά σε ένα καφέ 8 η ώρα το πρωί.
«Με συγχωρείς που άργησα. Είχε λίγο κίνηση παραπάνω».
«Δεν πειράζει αφεντικό και εγώ μόλις ήρθα», απάντησε ψέματα η ανθυπαστυνόμος και τέντωσε ανεπαίσθητα τον μακρύ λαιμό της.
«Έφτασαν τα καφεδάκια. Ο διπλός αμερικάνο του Αστυνόμου και ο δεύτερος καπουτσίνο της όμορφης κοπελιάς», είπε φτάνοντας στο τραπέζι η σερβιτόρα. Η Αθηνά κοκκίνισε ελαφρώς καθώς το αθώο της ψέμα αποκαλύφθηκε. Ο Άρης δεν το σχολίασε, απλά χαμογέλασε.
«Αφεντικό είναι ο μεγάλος», είπε ο Αστυνόμος και πέρασε τον δείκτη του και τον αντίχειρα του πάνω από τα χείλια του σχηματίζοντας ένα μουστάκι. Πρόσεξε πως η συνεργάτης του χαμογέλασε και συνέχισε, «Εγώ είμαι ο Άρης, και για να σε προλάβω, δεν είναι θέμα οικειότητας και σεβασμού, αλλά εμπιστοσύνης. Ξέρω ότι έχεις ακούσει διάφορα για εμένα και ίσως τα περισσότερα να είναι αλήθεια, όμως, όσο σε ακούω να με λες αφεντικό ή αστυνόμο ή οτιδήποτε νιώθω την απόσταση και δεν νιώθω ότι με εμπιστεύεσαι και συνεπώς και ασφαλής να σε εμπιστευτώ. Έγινα κατανοητός;»
«Μάλιστα… Άρη, θα το δουλέψω». Η αναφορά του Φέρρη στο θέμα της εμπιστοσύνης της δημιούργησε έναν κόμπο στο στομάχι, όμως πρόσεξε πως σήμερα δεν μύριζε αλκοόλ και ενώ φοβόταν μπαίνοντας αρχικά σε αυτό το μαγαζί ότι θα τον έβλεπε να πίνει μπύρες πρωί πρωί, εκείνος παρήγγειλε καφέ. Ίσως τελικά να μην υπήρχε τίποτα το μεμπτό να αναφέρει στον Βενιέρη.
«Για αυτό σε έφερα εδώ. Ξέρω πως δεν είναι πολύ του γούστου σου, αλλά έρχομαι πολύ συχνά εδώ όταν θέλω να σκεφτώ. Δεν έχει πολύ κόσμο και όσοι θαμώνες έρχονται κάθονται ήσυχοι και πίνουν τον καφέ τους χωρίς να ασχολούνται με τον διπλανό τους».
«Τον καφέ τους;».
«Καφέ δεν πίνουμε;». Στο αξύριστο εδώ και σχεδόν εβδομάδα –αν υπολόγιζε σωστά η Αθηνά- πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα πονηρό χαμόγελο το οποίο τέντωσε τα χαρακτηριστικά και ζάρωσε κάποιες από τις ρυτίδες του Αστυνόμου, όπως αυτές στο μέτωπό του. Για λίγα δευτερόλεπτα άλλαξε όλη την φυσιογνωμία του μονίμως σκυθρωπού άντρα, μια μεταμόρφωση που η Αθηνά παρακολούθησε σαν σε slow motion.
Ο Άρης θεωρώντας πως έπρεπε να προσθέσει κάτι, έβγαλε το τσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα και τον αναπτήρα του, τα άφησε στο τραπέζι και χτύπησε τα σημεία του παλτό του που βρισκόντουσαν οι άδειες πλέον εσωτερικές τσέπες. «Είδες; Δεν κουβαλάω κανένα φλασκί με ουίσκι μαζί μου. Τέλος το αλκοόλ για μένα». Πήρε ένα στραβό τσιγάρο από το πακέτο και το άναψε κοιτώντας μέσα από την φλόγα και τον καπνό την ανέκφραστη ανθυπαστυνόμο. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα για να ανοίξει τα ασύμμετρα χείλη της για να απαντήσει.
«Ωραία, έφυγε αυτός ο ελέφαντας από το δωμάτιο». Η Αθηνά βγήκε για πρώτη φορά από τη μόνιμη συστολή που βρισκόταν μπροστά στον Φέρρη. Μια στάση που δεν την χαρακτήριζε γενικά.
«Βλέπω πως θα τα πάμε καλά οι δυο μας».
Μπήκε στο σκοτεινό σπίτι και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Δεν άναψε το φως, προχώρησε χρησιμοποιώντας το ασθενές φως των ακτίνων του ήλιου που σαν χρυσά δάχτυλα περνούσαν από τις γρίλιες των παντζουριών και χάιδευαν το συμπαγές σκοτάδι του σαλονιού. Συνέχισε στον διάδρομο και μπήκε στο τελευταίο δωμάτιο της δεξιάς πλευράς. Αυτό το δωμάτιο δεν διαθέτει παράθυρο για αυτό πάτησε τον διακόπτη στα αριστερά του και ένας γλόμπος που κρεμόταν από το ταβάνι γέμισε τον χώρο με ένα κίτρινο θαμπό φως.
Κοίταξε το γραφείο στα δεξιά του και έλεγξε για μια ακόμη φορά πως είχε ότι χρειαζόταν και πως όλα ήταν στη θέση τους. Δεξιά κολλητά στον τοίχο μπουκάλια ορού σε δυάδες, Αριστερά τους, στοιχισμένα ανά τρία τα μικρά μπουκάλια προποφόλης. Στο κέντρο του επίπλου φωτογραφίες τοποθετημένες σαν να σχηματίζουν ένα κολλάζ έδειχναν τον Αστυνόμο Άρη Φέρρη σε διάφορα αποσπάσματα της καθημερινότητας του. Να βγαίνει από το σπίτι του, να μπαίνει στο αυτοκίνητο, να βγαίνει από ένα μπαρ στο Γκύζι, να πίνει τον καφέ του παρέα με την καινούρια του συνεργάτη.
Πήρε στα χέρια του την τελευταία και με το αριστερό του χέρι έκρυψε την φιγούρα του Φέρρη, απομονώνοντας αυτή της μπατσίνας δίπλα του και την περιεργάστηκε για λίγο. Τα καστανά της μαλλιά πιασμένα σε έναν μακρύ κότσο, τον μακρύ λαιμό της, την λεπτή σιλουέτα της. Κρίμα γιατί είσαι πολύ όμορφη, μονολόγησε με χαμηλή φωνή.
«Είναι κάποιος εκεί; Ποιος είσαι;», ακούστηκε μια φοβισμένη φωνή από το βάθος του δωματίου. «Σε ακούω. Απάντησέ μου, σε παρακαλώ. Τί θες από εμένα;»
Άφησε την φωτογραφία ακριβώς στο σημείο που τη βρήκε και το βλέμμα του πέρασε στα αστραφτερά αντικείμενα που ήταν τοποθετημένα στη σειρά από το μικρό προς το μεγαλύτερο ξεκινώντας από τα αριστερά των φωτογραφιών μέχρι την άκρη του γραφείου. Πέρασε το χέρι του από πάνω τους με τα δάχτυλα να κάνουν μια κίνηση σαν να πατάνε τα πλήκτρα ενός αόρατου πιάνου.
Εν τέλει επέλεξε το προτελευταίο. Πήρε το νυστέρι στο αριστερό του χέρι και την ένεση που είχε έτοιμη μπροστά από τα μπουκάλια προποφόλης στο δεξί του. Έβγαλε το καπάκι με το στόμα και το έφτυσε πάνω στο γραφείο, ακολουθώντας το με το βλέμμα για να δει που θα πέσει και να το μαζέψει μετά.
«Μην κάνεις απότομες κινήσεις γιατί στο δεξί σου χέρι σου έχω βάλει ορό για να μην υποσιτιστείς. Δεν θέλουμε να σπάσει καμιά φλέβα και να έχουμε άλλα».
«Πώς βρέθηκα εδώ; Πόσες μέρες είμαι εδώ;». Το κορίτσι έχοντας δεμένα τα μάτια της κούνησε τα χέρια της στον αέρα σε μια προσπάθεια να εκτιμήσει τον χώρο που βρισκόταν. Μετά έκανε να σηκωθεί και άκουσε ένα θρόισμα από κάτω της σαν αυτόν που κάνει μια συσκευασία όταν προσπαθείς να την ανοίξεις και τσαλακώνεις το πλαστικό της.
Τα πόδια της δεν την κράτησαν και όπως έπεσε ένιωσε ένα τράβηγμα και έναν πόνο στον αριστερό της αστράγαλο. Την είχαν δέσει και από κάτω της υπήρχε στρωμένο πλαστικό. Είχε δει όλους τους κύκλους του Dexter και όντας σίγουρη ότι στο ίδιο δωμάτιο με αυτήν υπήρχε ένας ψυχοπαθής με πράσινη χειρουργική φόρμα έτοιμος να την διαμελίσει άρχισε να ουρλιάζει απελπισμένα ζητώντας βοήθεια.
«Μην φοβάσαι; Δεν θα αργήσεις να φύγεις;». Είχε μια ιδιαίτερη χροιά ενώ ψεύδιζε ελαφρώς. Κάτι της θύμιζε όμως δεν ήταν σίγουρη. Ο τόνος της φωνής του φανέρωνε πως ήταν ψύχραιμος και είχε έναν καθησυχαστικό ύφος σαν αυτόν του ιατρού πριν σου κάνει την ένεση. Εκείνη αντί να την ηρεμήσει την τάραξε ακόμα περισσότερο.
«Τί θες από εμένα παλιομαλάκα; Τί σου έκανα ρε ψυχάκια;» Τα ουρλιαχτά μετατράπηκαν σε λυγμούς και η κοπέλα άρχισε να κλαίει γοερά ψελλίζοντας διάφορες βρισιές και ζητώντας τη μαμά της.
«Κλάψε να ηρεμήσεις. Όλα θα τελειώσουν σε λίγο. Σου το υπόσχομαι». Τελειώνοντας την έκφραση του τράβηξε την βελόνα από τον ορό και πέταξε την ένεση στον κάδο με τα σκουπίδια δίπλα του.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα τα βλέφαρά της έκλειναν χωρίς να μπορεί να τα ελέγξει και μέσα στο πυκνό σκοτάδι, στο οποίο ένιωθε να βυθίζεται, είδε το πρόσωπό του.
«Να μπω;». Ο Άρης σήκωσε το κεφάλι του και είδε τον Νικολάου να τον κοιτάει από την ανοικτή πόρτα.
«Μπες μέσα και άσε τις μαλακίες ρε».
«Που είναι η μικρή;». Ο Τάσος έδειξε με τον αντίχειρά του προς το παλιό του γραφείο, καθώς καθόταν στην καρέκλα απέναντι από τον παλιό του συνεργάτη.
«Την ήθελε ο Αρχηγός για την αναφορά της για την υπόθεση με τη ληστεία στην Κηφισιά ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων».
«Μα αυτή η υπόθεση έχει κλείσει μέρες τώρα». Ο Άρης έκατσε καλά στην καρέκλα του και έσκυψε προς τον συνομιλητή του».
«Ώστε έτσι, ε;» Το βλέμμα του χάθηκε για λίγο. Ο Τάσος τον ήξερε καλά. Εκτός από συνεργάτες ήταν χρόνια φίλοι και κουμπάροι, αφού εκείνος είχε βαφτίσει την μικρή Δάφνη. Ήξερε πως κάτι σκεφτόταν, τον είχε δει άπειρες φορές να παίρνει αυτό το ύφος. «Όλα καλά ρε μαλάκα;»
«Ναι ρε συ. Κάτι θυμήθηκα. Μάλλον δεν έδωσα και πολύ σημασία στην Αθηνά όταν μου μίλησε» Ψέματα.
«Αθηνά;»
«Ξέρεις πως δεν τα πάω καλά με τους βαθμούς και τα επίθετα. Όπως και να το κάνουμε είναι συνεργάτης μου και θέλω να είμαστε κοντά, σαν ομάδα. Η απόσταση δεν βοηθάει όταν ο άλλος πρέπει να βάλει να βάλει το κεφάλι του στην αγχόνη για σένα».
«Πόσο κοντά, Αρούλη;» Ο Νικολάου χασκογέλασε. «Γιατί δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά η Ανθυπαστυνόμος είναι τρομερό κομμάτι!;»
«Τί κομμάτι ρε; Κρέας είναι; Άσε που μου πέφτει λίγο μικρή».
«Just saying».
«Τράβα γαμήσου ρε Τάσο και άσε τα just saying σε εμένα. Πρόσεχε, γιατί είναι η συνεργάτης μου τώρα».
«Πάω πάσο. Έτσι κι αλλιώς ξέρεις πως δεν μου αρέσει να χέζω εκεί που τρώω. Ο Άρης σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήρε το παλτό του από την πλάτη της.
«Για πάμε μια βόλτα έξω να κάνουμε ένα τσιγάρο».
«Όλα καλά, Αρχηγέ. Δεν έχω κάτι να αναφέρω».
«Όλα καλά, μάλιστα». Ο Βάρναλης είχε γείρει πίσω την μεγάλη καρέκλα του και επεξεργαζόταν την Αθηνά, η οποία στεκόταν όρθια περίπου δύο μέτρα από το γραφείο του και με το βλέμμα στον μεγάλο πίνακα που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο πίσω από τον Αρχηγό της και αναπαριστούσε ένα λόχο στρατιωτών να διασχίζει τη διαδρομή του. Ήταν σίγουρη πως τον είχε ξαναδεί κάπου αυτό τον πίνακα. «Αν είχες κάτι να μου αναφέρεις, θα το έκανες , σωστά Ανθυπαστυνόμε;»
«Μάλιστα Αρχηγέ».
«Ωραία». Ο Βάρναλης έτριβε τα χέρια του, ένα από τα τικ που εξέφραζε συχνά όταν προσπαθούσε να παραμείνει ψύχραιμος. «Εχθές ο Αστυνόμος Φέρρης βρωμοκοπούσε αλκοόλ. Το παρατήρησες;»
«Μάλιστα Αρχηγέ».
«Τότε, τί όλα καλά γαμώ το μου;»
Δεν κατάφερε τελικά να παραμείνει ψύχραιμος.
«Εχθές ήξερα ότι τον είχατε συναντήσει και εσείς, αρά δεν θεώρησα πως περιμένατε από εμένα κάποια ενημέρωση». Η νεαρή αξιωματικός προσπάθησε να κρύψει την ταραχή και το άγχος της. «Σήμερα ο Αστυνόμος ήταν καθαρός και δεν μύριζε αλκοόλ».
Πήρε μια ανάσα και συνέχισε: «Ακόμα, σε μια μεταξύ μας συζήτηση μου εκμυστηρεύτηκε ότι αποφάσισε να κόψει το αλκοόλ για να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του στο Σώμα και να μην κινδυνεύει κανείς από κάποια δική του ολιγωρία».
«Μάλιστα. Τον πίστεψες;».
«Μάλιστα Αρχηγέ. Θεωρώ πως ήταν ειλικρινής μαζί μου. Πιστεύω πως η εμπιστοσύνη είναι πολύ σημαντική αρχή για τον Αστυνόμο, Αρχηγέ». Θυμήθηκε που έχει δει τον πίνακα. Ήταν ένα αντίγραφο του έργου «Νυχτερινή περίπολος» του Ρέμπραντ. Είχε δει τον πρωτότυπο από κοντά στο Rijksmuseum, όταν ταξίδεψε στο Άμστερνταμ για ένα σεμινάριο ψυχολογίας.
«Ξέρεις Σωτηριάδου πως γνωρίζω τον πατέρα σου πολλά χρόνια και ότι εκείνος ήταν ένας από τους λόγους που επέλεξα εσένα θέση και σου έδειξα την εμπιστοσύνη για αυτή τη θέση και ότι συνεπάγεται βέβαια με αυτή».
«Το γνωρίζω, Αρχηγέ».
«Είμαι σίγουρος πως δεν θες να απογοητεύσεις ούτε εμένα ούτε τον πατέρα σου, Ανθυπαστυνόμε». Ο Βάρναλης χάιδεψε το γκρίζο μουστάκι του και πρόσθεσε: «Νομίζω πως του χρόνου προβιβάζεσαι κιόλας, σωστά;»
«Σωστά».
«Και εις ανώτερα εύχομαι. Στο χέρι σου είναι. Ελεύθερη και όπως είπαμε».
«Μάλιστα. Σας ευχαριστώ πολύ, Αρχηγέ».
Έκλεισε την πόρτα πίσω της, χαιρέτησε την γραμματέα του Αρχηγού προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία της. Στο μυαλό της είχε ακόμα την εικόνα του πίνακα του Ρέμπραντ. Αν ο Αρχηγός ήταν ο διοικητής της Νυχτερινής περιπόλου, εκείνη ήταν ο νάνος στην αριστερή γωνία του έργου.
Ο Άρης μόλις είχε μπει στο αυτοκίνητό του. Λίγο πριν πατήσει το start-stop engine button της Μερτσέντες πρόσεξε τις πόρτες του ενός ανελκυστήρα να ανοίγουν.
Μέσα από το κουβούκλιο εμφανίστηκε η Αθηνά. Του φάνηκε αναστατωμένη. Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και αντί να κατευθυνθεί προς την έξοδο, έστριψε προς τον χώρο στάθμευσης μοτοσυκλετών. Σταμάτησε ακριβώς δίπλα στην μηχανή της Ανθυπαστυνόμου, ενώ εκείνη να παίρνει στα χέρια το κράνος της από τον δεξιό καθρέφτη, όπου και το είχε στερεώσει. Το φιμέ τζάμι της E200 κατέβηκε αργά.
«Πώς πήγε με το Αφεντικό;»
«Όλα καλά». Η Αθηνά, χαμένη στις σκέψεις της, δεν είχε προσέξει ότι το μαύρο αυτοκίνητο είχε σταματήσει δίπλα της. Πρόσεξε το διερευνητικό βλέμμα του Φέρρη και προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. «Ξέμπλεξα επιτέλους με τα διαδικαστικά αυτής της υπόθεσης και είμαι όλη δική σας… δική σου».
«Μάλλον σε πιέζει αρκετά, ε;»
«Πάρα πολύ».
«Θέλει να παίρνει το μάξιμουμ από όλους και γενικά πάντα παίρνει αυτό που θέλει». Εκείνη κόμπιασε. Έκανε να βάλει το κράνος της μήπως ο Φέρρης δεν προσέξει την έκφρασή της.
«Είμαι σίγουρη», ακούστηκε παραμορφωμένη η φωνή της μέσα από το λευκό κράνος της.
«Αν χρειαστείς βοήθεια ή αν θες να μου μιλήσεις για κάτι ξέρεις που θα με βρεις».
«Αφού δεν θες να σε ενοχλούν στο κινητό».
«Έτσι είναι, αλλά για αυτό είναι οι συνεργάτες. Είμαστε ομάδα, δεν το ξέχασες, έτσι;»
«Όχι, βέβαια».
«Χαίρομαι. Μιλάμε». Ο Αστυνόμος από νεκρά πέρασε στην πρώτη ταχύτητα στο κιβώτιο ταχυτήτων και απομακρύνθηκε με ταχύτητα.
Μάλλον ξέρει, σκέφτηκε η Αθηνά και καβάλησε την λευκή BMW.