Κεφάλαιο 8: Στοίχημα χαμένο

 

«Γαμώ το κέρατό μου!!!»

Ο Άρης άκουσε τον Βάρναλη να βρίζει ακατάπαυστα, καθώς εκείνος κάπνιζε ήδη το δεύτερο τσιγάρο στο ανοικτό παράθυρο του γραφείου του Αρχηγού του. Κουνούσε το κεφάλι του όλο κατανόηση καθώς χάζευε –για μια ακόμη φορά– την επένδυση από ξύλο που κάλυπτε τους τέσσερις τοίχους και τα κάδρα που διακοσμούσαν αυτούς με τη σειρά τους. Όλο το γραφείο είχε γίνει ανακατασκευή όταν ο Βάρναλης ανέλαβε τα ηνία του Σώματος προ τριετίας.

Advertising

Advertisements
Ad 14

«Με ακούς ρε ή χαζεύεις;». Ο ασπρομάλλης άντρας είχε κατακοκκινίσει, είχε λύσει τον κόμπο της γραβάτας του και τελικά σωριάστηκε στον σκούρο πράσινο καναπέ που βρισκόταν δεξιά από το γραφείο του.

«Σε ακούω αφεντικό, όμως περιμένω να ξεθυμάνεις ώστε να συζητήσουμε για τα επόμενα βήματα της έρευνας». Έσβησε το τσιγάρο του στο μπουκαλάκι με το νερό που κουβαλούσε και ακούμπησε το ποτήρι στο τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ πριν κάτσει στην πολυθρόνα ίδιου χρώματος απέναντι από τον Βάρναλη.

«Σχετικά με αυτό…»

«Μάλιστα…» Ο Άρης σήκωσε το κεφάλι του προς το ταβάνι και σηκώθηκε απότομα από τη θέση που μόλις είχε κάτσει. «Μου παίρνεις την υπόθεση».

Advertising

«Άρη, πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Ξέρουμε και οι δύο πως δεν είσαι έτοιμος να αναλάβεις μια τόσο σοβαρή υπόθεση, με τόση…»

«Με τόση προβολή, πες το. Τότε γιατί μου την έδωσες, επειδή θεωρούσες πως ήταν αυτοκτονία;»

«Ναι. Ήθελα να σιγουρευτώ ότι είσαι έτοιμος».

«Χμμμ, μάλιστα». Ο Άρης γέλασε ειρωνικά. Πλέον δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Ένιωθε έτοιμος να εκραγεί και διψασμένος για μια γουλιά ουίσκι, βότκα, τζιν, το πανάκριβο παλαιωμένο ρούμι που τον καλούσε από την πανάκριβή καράφα πίσω από τον Βάρναλη. Όμως όχι, δεν έδωσε σημασία στον πονοκέφαλο, ούτε στον κρύο ιδρώτα που έτρεχε στην πλάτη του. Θα κρατιόταν, όμως τα λόγια του δεν μπορούσε να τα μαζέψει. «Για αυτό μου πάσαρες την μικρή, ε; Για να σου δίνει αναφορά;» Ο Αρχηγός χάιδεψε το μουστάκι του και σηκώθηκε και αυτός και περπάτησε στο δωμάτιο»

Advertising

«Τι λες ρε, Άρη; Πώς σου πέρασε αυτό από το μυαλό;»

«Αφεντικό, πάντα ήσουν καλός να καταλαβαίνεις πότε λέει κάποιος ψέματα, αλλά δεν είσαι εξίσου καλός στο να τα λες»

«Άρη, άκου»

«Εσύ άκου. Δεν θέλεις τον αλκοολικό τύπο που έχασε την κόρη του να σε ξεφτιλίσει στους δημοσιογράφους και στους κουστουμάτους φίλους σου. Κατανοητό. Όμως ξεχνάς πως αυτός ο τύπος είναι ο καλύτερος που έχεις στο να βουτάει στα σκατά και να σου βρίσκει τη λύση».

Advertising

«Ήσουν Άρη. Τώρα είσαι…»

Διαβάστε επίσης  Κεφάλαιο 1: Η Απώλεια

«Μπελάς; Άχρηστος; Τι; Ήξερα ότι επρόκειτο για δολοφονία από την ώρα που τον είδα λιώμα κάτω από το παράθυρο της Βουλής. Μόνο εγώ μπορώ να σώσω τον κώλο σου από το να εκτεθεί και να μην ξανακάτσει σε αυτή τη θέση», έδειξε την ψηλή καρέκλα πίσω από το γραφείο του Βάρναλη και έμεινε να τον κοιτάει επίμονα.

«Χαμήλωσε τον τόνο σου, Άρη. Θα βρούμε λύση».

«Μια είναι η λύση. Κρατάω την υπόθεση, την λύνω, παίρνεις τα εύσημα για την επιλογή σου και τέλος. Αλλιώς…»

Advertising

«Αλλιώς, τι; Με απειλείς ρε;»

«Καλώς, δεν σε απειλώ. Θα κάνουμε μια συμφωνία. Κρατάω την υπόθεση και δεν κάνω θέμα σε φίλη μου δημοσιογράφο πως μου την παίρνεις επειδή επιμένω πως πρόκειται για φόνο και εσύ θες να το κουκουλώσεις, προχωράω στην έρευνα και βλέπουμε»

«Είπες για συμφωνία. Εγώ τι θα κερδίσω;»

«Εκτός ότι δεν θα ξεφτιλίσω εσένα και το Σώμα που διοικείς πανελληνίως, δεν θα πω στην Ανθυπαστυνόμο πως ξέρω ότι είναι ρουφιάνος σου και έτσι αν με δει να πίνω θα το μάθεις και την επομένη με σουτάρεις από το Σώμα και γλιτώνεις. Τί λες;»

Advertising

Ο Βάρναλης έκατσε στην καρέκλα του και έγειρε προς τα πίσω σταυρώνοντας τα χέρια του στη μέση. Δευτερόλεπτα αργότερα κάτω από το γκρίζο μουστάκι φανερώθηκε το αυθεντικό του χαμόγελο.

«Σύμφωνοι. Δώσε μου ένα τσιγάρο και σταμάτα επιτέλους να κοιτάς το ρούμι. Έχεις μια υπόθεση να λύσεις».

 

Ο Τάκης Χρηστίδης μπήκε στο μπαρ «Μόρντορ» στην Κυψέλη και έκατσε στην μπάρα. Ο τύπος πίσω από αυτή, ένας πενηντάρης με μακρύ μαλλί και γυαλιά – τα οποία ήταν μάλιστα κολλημένα με ταινία σε ένα σημείο – που περισσότερο θύμιζαν καθηγητή πανεπιστημίου παρά κάποιον που γεμίζει ποτά σε μαγαζί με death metal μουσική. Του παρήγγειλε μια «πέρδικα» και ο τύπος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά με μια έκφραση που θύμιζε περισσότερο ένδειξη κατανόησης παρά αφομοίωσης μιας πληροφορίας.

Μόλις ο Χρήστος πήρε μπροστά του το χαμηλό ποτήρι γεμάτο με μια γενναιόδωρη μερίδα Famous Grouse, ένιωσε ένα χέρι στην πλάτη του και κάτι σκληρό να τον ακουμπάει ψηλά στη μέση. Άπλωσε το χέρι του και άρπαξε το αντικείμενο από τα χέρια.  Ο άντρας, ντυμένος στα μαύρα, με ψηλές μπότες, μπουφάν και κράνος μηχανής βγήκε τρέχοντας από το μαγαζί και ο Χρήστος χάζευε τα χαρτονομίσματα που υπήρχαν στην χαρτοσακούλα που είχε ανάμεσα στα πόδια του.

Advertising

Όλα αυτά υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός περίεργου μπαρμαν.

 

Ο Άρης έβγαλε το κλειδί του αμαξιού από τη τσέπη του γκρι παλτό του, όμως πριν προλάβει να πατήσει το κουμπί για το ξεκλείδωμα χτύπησε το κινητό του.

Διαβάστε επίσης  Κεφάλαιο 1:ΕΚΕΙΝΗ

«Δεν θα φύγω απόψε, ε;»

«Ανέβα πάνω. Μόλις λάβαμε το mail της Σήμανσης και έχουμε όνομα», άκουσε την Αθηνά να του λέει ενθουσιασμένη.

Advertising

«Ανεβαίνω. Μέχρι να ανέβω να έχεις και το ένταλμα».

 

«Τάκης Χρηστίδης», είπε η Αθηνά και έδειξε την φωτογραφία ενός τύπου με μεγάλο κεφάλι, κοντοκουρεμένο μέχρι το δέρμα στο πλάι, μαλλί χτενισμένο προς τα πίσω και αξύριστο πρόσωπο με άγριο βλέμμα. «Τύπος γνωστός στο Σώμα για ένα μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων. Κλοπές, ξυλοδαρμοί, ένοπλες ληστείες, διακίνηση, μαστροπεία».

«Κι όμως είναι έξω και κυκλοφορεί», μουρμούρισε ο Ανθυπαστυνόμος Ελευθερίου.

«Όχι για πολύ», αντιγύρισε η Ανθυπαστυνόμος και συνέχισε.

Advertising

«Βρέθηκε δείγμα δέρματος στα νύχια του θύματος και η ταυτοποίηση ήρθε άμεσα, καθώς εννοείται πως ο Χρηστίδης διαθέτει φάκελο και μάλιστα τετράτομο.»

«Το ένταλμα;», μουρμούρισε ο Άρης, ο οποίος είχε απλώσει τα πόδια στην καρέκλα μπροστά του, είχε πλέξει τα χέρια του πίσω από το κεφάλι και έπαιζε με ένα στραβό τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του. Πριν προλάβει να απαντήσει η συνεργάτης του το τηλέφωνο στο κέντρο του τραπεζιού κουδούνισε δυνατά.

«Να το».

 

Advertising

Τα μπλε φώτα αναβοσβήνουν και δίνουν ένα ψυχεδελικό τόνο στην οδό Δημητρακοπούλου στα Πετράλωνα. Ανάβουν και αποτυπώνουν τις σκιές των ενόπλων αστυνομικών που στήνονται στην είσοδο της πολυκατοικίας με τον αριθμό 17. Σβήνουν και όλα πάλι βυθίζονται στο σκοτάδι. Το μόνο που δεν αλλάζει είναι η στάση και το ύφος του Άρη. Στέκεται και κοιτάει σκεπτικός την μπαλκονόπορτα του διαμερίσματος του Χρηστίδη. Το φως αναμμένο όμως καμία κίνηση. «Ομάδα Άλφα, έτοιμοι». Ο Άρης κατέβασε το κεφάλι του και κοίταξε την ομάδα στα αριστερά της εισόδου. Ακόμα μια ομάδα των τεσσάρων, η οποία είχε περάσει από την διπλανή πολυκατοικία και παραφυλούσε στην έξοδο της ταράτσας. «Ομάδα Βήτα, έτοιμοι». 

    «Δώσε τους σήμα. Τί έπαθες;», ρώτησε η Αθηνά, η οποία στεκόταν δίπλα του αφοσιωμένη στην επιχείρηση, καθώς ήταν η πρώτη τέτοια της.

«Κάτι δεν πάει καλά», απάντησε και έδωσε σήμα στις ομάδες να ξεκινήσουν.

 

Το τεράστιο κορμί του Χρηστιδή ήταν απλωμένο στο γκρι χαλί του σαλονιού. Περιμετρικά από το κεφάλι του ένας κόκκινος κύκλος είχε δημιουργηθεί από το αίμα που είχε ποτίσει το χαλί. O Άρης κοιτούσε μια το πτώμα, μια τον γύρο χώρο προσπαθώντας να ρουφήξει κάθε λεπτομέρεια, με ύφος που εξέφραζε την απογοήτευση που ένιωθε.

Advertising

«Πώς το ήξερες;», ρώτησε η Αθηνά.

«Φωνάξτε τη Σήμανση και μην μπει κανείς άλλος μέσα εκτός από εμένα και την Ανθυπαστυνόμο Σωτηριάδη.»

Αφού έδωσε τις κατάλληλες εντολές, γύρισε προς την Αθηνά. «Είσαι ένα ρεμάλι σαν το Χρηστίδη. Με το βιογραφικό σελίδων ίσων με μυθιστόρημα του Κινγκ και έχεις ξεκάνει και ένα βουλευτή. Βλέπει λοιπόν, ότι τα διακριτικότατα μπλε φώτα των περιπολικών – που άναψαν τα σαΐνια μας – έχουν πλημμυρήσει τη γειτονιά σου και δεν έχεις βγει στο παράθυρο να δεις μήπως ήρθαν να σε μαζέψουν. Δεν δίνεις καμία σημασία; Δεν κάνεις καμία κίνηση;». Δεν περίμενε απάντηση από την συνεργάτη του, η οποία κουνούσε το κεφάλι της αποδεχόμενη την τόσο απλή μα και τόσο έξυπνη σκέψη του Φέρρη, ενώ εκείνος είχε σκύψει με τα γόνατα λυγισμένα πάνω από το κεφάλι του νεκρού και με το τηλεκοντρόλ σήκωσε λίγο το κεφάλι του.

Διαβάστε επίσης  Κεφάλαιο 3: Σατανοφιλοσοφίες

«Βλέπεις;» Η Αθηνά κοίταξε, όμως πριν προσπαθήσει να απαντήσει, ο Άρης συνέχισε. «Του κόψανε τον λαιμό».

Advertising

«Το βλέπω».

«Καμία προσπάθεια να φανεί σαν ατύχημα»

«Σωστά». Η Ανθυπαστυνόμος προσπαθούσε να πιάσει τον συλλογισμό του.

«Οργανώνεις τόσο καλά ένα φόνο ενός βουλευτή, προσπαθώντας και σχεδόν καταφέρνοντας να φανεί σαν αυτοκτονία. Όμως, μετά σκοτώνεις αυτόν που έβαλες να κάνει τον πρώτο φόνο βιαστικά και τσαπατσούλικα. Κάτι δεν μου κολλάει».

Advertising

«Σωστά. Διότι, αν ήταν από την αρχή μέρος του σχεδίου να πεθάνει ο Χρηστίδης θα είχε γίνει εξίσου οργανωμένα. Απλά θα τον εξαφάνιζαν, ποιος θα έψαχνε ένα ρεμάλι σαν αυτόν».

«Α, γεια σου. Τώρα μιλάμε».

«Τι λες ότι συνέβη; Μήπως τους ζήτησε περισσότερα λεφτά», ρώτησε και έδειξε ένα πακέτο με χαρτονομίσματα των 100 ευρώ που υπήρχε στο ξύλινο τραπεζάκι. Όμως ο Άρης δεν την άκουγε. Το βλέμμα του είχε κολλήσει σε ένα σημάδι στο σβέρκο του νεκρού. Ένα τατουάζ, με σχήμα barcode.

 

«Καλησπέρα σας. Να σας κρατήσω την πόρτα».

Advertising

«Καλησπέρα. Σε ευχαριστώ παιδί μου. Την ευχή μου να έχεις».

Βοήθησε την γηραιά κυρία να ανέβει το πλατύσκαλο και την καληνύχτισε καθώς έκλεινε την πόρτα του διαμερίσματος του ισογείου. Περίμενε ώρα μια ευκαιρία να γλιστρήσει στο κτίριο, όμως καμιά από τις προσπάθειες του να χτυπήσει τα τρία από τέσσερα κουδούνια της εισόδου –καθώς ο ιδιοκτήτης του τέταρτου ήξερε ότι απουσίαζε– δεν βρήκε αντίκρισμα. Είδε την κυρία από το διαμέρισμα του ισογείου, φόρεσε το καλό γοητευτικό χαμόγελό του, αυτό που δεν αφήνει κανένα ασυγκίνητο και έδειξε την προθυμία να τη βοηθήσει να ανέβει με το καρότσι της το σκαλί της εισόδου.

Έτσι, τώρα βρισκόταν έξω από την πόρτα του τέταρτου ορόφου. Κοίταξε το κουδούνι και είδε το επώνυμο «ΦΕΡΡΗΣ» γραμμένο με μπλε στυλό. Κοίταξε αριστερά προς τις σκάλες και το ασανσέρ και αφού σιγουρεύτηκε πως δεν έρχεται κανένας κόλλησε ένα κομμάτι χαρτί στο ύψος του ματιού της πόρτας.

Γεννήθηκα στην Αθήνα. 29 χρόνια μετά ζω ακόμα σε αυτή την πόλη που ακόμα δεν έχω καταλάβει αν τη τη μισώ ή τη λατρεύω. Μεγάλες αγάπες μου τα βιβλία, οι ταινίες και το ποδόσφαιρο.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Μύθος λογοτεχνία

Ο μύθος στην τέχνη του λόγου

Ανάμεσα στους πολλούς και ποικίλους δυισμούς που διέπουν και καθορίζουν

Άγιοι Δέκα: το ιστορικό χωριό της Κέρκυρας

Άγιοι Δέκα Οι Άγιοι Δέκα είναι ηπειρωτικός οικισμός της Κεντρικής