Το πρωί βρήκε τον Άρη να προσπαθεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. Από τη στιγμή που επέστρεψε στη δουλειά είχε αποφασίσει ότι θα σταματήσει το ποτό. Η πρώτη μέρα δεν ήταν τόσο δύσκολη όσο περίμενε πως θα ήταν, όμως είχε πολύ δρόμο μπροστά του. Έβαλε μια κάψουλα espresso στην καφετιέρα και άναψε ένα τσιγάρο. Το παράθυρο της κουζίνας είχε θέα το δημοτικό σχολείο και πιο πέρα το παλιό γήπεδο του Εθνικού Αστέρα. Οι δυο χώροι που φιλοξένησαν τα περισσότερα από τα όνειρά του.
Τώρα, στεκούμενος απέναντί τους κάθε πρωί από τότε που μετακόμισε, ένιωθε πως κοιτούσε τον μικρό του εαυτό στον καθρέφτη και έπρεπε να του δώσει εξηγήσεις για το πως έφτασε μέχρι εδώ. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε πως τα έκανε τόσο σκατά. Ήπιε μια γουλιά καφέ και ακολούθησε την πρωινή ρουτίνα του. Πενήντα κάμψεις, είκοσι έλξεις στο μονόζυγο και εκατό κοιλιακούς. Μετά μπήκε για ένα γρήγορο μπάνιο πριν φύγει για το Αρχηγείο.
Η Αθηνά Σωτηριάδη κάθε πρωί έτρεχε 10 χιλιόμετρα στο στίβο των αθλητικών εγκαταστάσεων πίσω ακριβώς από το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Γύριζε σπίτι, έλεγχε τα mail της, μήπως είχε κάποια ειδοποίηση από τη σχολή, έκανε ένα γρήγορο ντους και μετά πήγαινε στη δουλειά. Με τη μηχανή ήταν το πολύ είκοσι λεπτά δρόμος. Κάθε μέρα το ίδιο ακριβώς πρόγραμμα.
Ο πατέρας της, λάτρης της ακρίβειας και της πειθαρχίας της είχε μεταδώσει αυτή τη φιλοσοφία. Μπορεί να μην της άρεσε, αλλά μέσα της ήξερε πως του έμοιαζε αρκετά. Αυτό την φόβιζε πολύ. Όπως την φόβιζε πολύ και ο νέος της «συνεργάτης». Η Αθηνά από την πρώτη στιγμή που έμαθε ότι θα συνεργαστεί με τον Φέρρη απογοητεύτηκε. Η ικανότητα του ανωτέρου της είναι περιβόητη στο Τμήμα και αδιαμφισβήτητη, αλλά το ποτό και τα χτυπήματα της μοίρας που δέχθηκε ο Αστυνόμος τον τελευταίο καιρό, τα οποία και οδήγησαν στην απομάκρυνση από τα καθήκοντά του για έξι ολόκληρους μήνες, τον έχουν καταστρέψει.
Ο Φέρρης ήταν γνωστός για την αποτελεσματικότητά του και το αλάθητο ένστικτό του, όπως και για τις ανορθόδοξες μεθόδους του, την ξεροκεφαλιά του και τις κακές του συνήθειες. Πίστευε πως η δουλειά της θα περιοριζόταν να συντάσσει τις αναφορές, κάτι που σαν «νέα» στο Τμήμα θα έκανε ούτως ή άλλως, όμως φοβόταν πως δεν θα έχει καμία συμμετοχή στις έρευνες γιατί είναι γνωστό πως ο Φέρρης «δουλεύει μόνος».
Δεν ήξερε αν αυτή η εξέλιξη θα βοηθούσε την καριέρα της και ένιωσε ιδιαιτέρως άβολα όταν έλαβε αυτή την ανάθεση από τον ίδιο τον Αρχηγό Βάρναλη με ιδιαίτερες οδηγίες για τις κακές συνήθειες του Φέρρη, για τις οποίες η ίδια θα πρέπει να τον ενημερώνει τακτικά. Αυτό το τελευταίο είναι που την είχε μπερδέψει. Ειδικά αφού, από τη πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους, ο Αστυνόμος της μίλησε για αμοιβαία εμπιστοσύνη και κοιτώντας τα μάτια του ένιωσε πως ήταν ειλικρινής, όμως τα θαμπά από την υπερκατανάλωση αλκοόλ μάτια του έκρυβαν και κάτι άλλο το οποίο την τρόμαζε ιδιαίτερα.
Τιμώντας τις παλιές συνήθειες, ο Άρης μπήκε στο καφέ «Πράσινο», από την άλλη πλευρά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, δεξιά στην απέναντι γωνία από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Μπαίνοντας χαιρέτησε όσους υπαλλήλους συνάντησε και πριν προλάβει να παραγγείλει, ο μπουφετζής, ένας νέος γύρω στα είκοσι γύρισε και τον ρώτησε αν θα ήθελε κάτι εκτός από τον διπλό αμερικάνο που ήξερε ότι πίνει ο Αστυνόμος.
«Κάνε τους δύο τους καφέδες σήμερα Γιαννάκη και βάλε και δύο κομμάτια μηλόπιτα».
«Έγινε», απάντησε ο μικρός καθώς κοιτούσε τα χαρτιά με τις παραγγελίες μπροστά του. Ο Άρης πήρε τους καφέδες και τα γλυκά κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Βγαίνοντας πήρε το μάτι του έναν πιτσιρικά στη γωνία που έμοιαζε στον γιο του τον Έκτορα, όμως σε δευτερόλεπτα κατάλαβε πως δεν ήταν εκείνος. Είχε μέρες να μιλήσει με τον γιο του και αυτό τον στεναχωρούσε πολύ. Μόλις έφτανε στο γραφείο θα τον έπαιρνε τηλέφωνο γιατί ήξερε πως εκείνος δεν θα σήκωνε το τηλέφωνο για να τον καλέσει.
Μπήκε στο γραφείο του και ξαφνιάστηκε όταν δεν είδε την Ανθυπαστυνόμο εκεί, όμως δεν έδωσε και ιδιαίτερη σημασία. Άφησε τον ένα καφέ και το ένα κομμάτι μηλόπιτα στο γραφείο της Αθηνάς, έβγαλε το παλτό του και έπεσε με φόρα στην καρέκλα. Άπλωσε τα πόδια του στο γραφείο και άρχισε να καταναλώνει το γλυκό του. Δεν πρόλαβε να καταπιεί τις πρώτες του μπουκιές, όταν είδε την φιγούρα της συνεργάτιδάς του να τρέχει προς την είσοδο του γραφείου.
«Αστυνόμε καλημέρα, πρέπει να φύγουμε», είπε η νεαρή αξιωματικός ασθμαίνοντας.
«Τι έγινε;», ρώτησε ο Φέρρης προσπαθώντας να αφουγκραστεί την αναστάτωσή της.
«Η γυναίκα σας… η πρώην γυναίκα σας». Ο Άρης δεν την άφησε να ολοκληρώσει την πρότασή της. Πήρε το γκρι παλτό του από την πλάτη της καρέκλας και όρμησε έξω από το γραφείο. Πέρασε από μπροστά της και χωρίς να την κοιτάξει της είπε να τον περιμένει στο πάρκινγκ.
Η μαύρη Μερτσέντες σταμάτησε έξω από την πολυκατοικία με τον αριθμό 14 της οδού Χαλδείας, του κτιρίου που κάποτε έμενε ο ίδιος ο Άρης. Πριν συμβούν όλα. Ο Φέρρης βγήκε από το αυτοκίνητο και μπήκε στο κτίριο από την είσοδο της πυλωτής που ήταν ανοικτή – πάντα τον ενοχλούσε αυτή η συνήθεια. Χωρίς να δώσει σημασία στον αστυφύλακα που τον περίμενε έσπρωξε την πόρτα, αφού ξεκλείδωσε με το κλειδί που είχε κρατήσει κρυφά από την Αμελί. Το ασανσέρ ήταν στον 5ο. Δεν είχε σκοπό να το περιμένει. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες τρέχοντας.
Φτάνοντας στον 5ο όροφο έστριψε δεξιά και κατευθύνθηκε στην είσοδο του διαμερίσματος. Στην πόρτα τον περίμεναν δυο ένστολοι οι οποίοι τον χαιρέτησαν καθώς τους προσπερνούσε. Μπαίνοντας μύρισε τον αέρα. Τίποτα.
Τίποτα γνώριμο. Αυτή η έλλειψη οικειότητας του γέννησε ένα αίσθημα θλίψης.
Αλλά η σκέψη αυτή εξαφανίστηκε από το μυαλό του μόλις την είδε. Η Αμελί καθόταν στο μπαλκόνι έχοντας πλάτη προς το εσωτερικό του σπιτιού, φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα και ήταν ξυπόλυτη. Ο Άρης βγήκε έξω. Ο κρύος αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο. Στάθηκε δίπλα της και της μίλησε κοιτώντας μπροστά του, χαζεύοντας την θάλασσα να χάνεται στο θαμπό χειμωνιάτικο ουρανό.
Έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του παλτό του το πακέτο με τα τσιγάρα του και τον αναπτήρα. Χτύπησε τον πάτο του πακέτου και έφερε το τσιγάρο που εξείχε στο στόμα του. Το άναψε και έκανε να βάλει τα τσιγάρα πίσω στην τσέπη, μα η Αμελί τον σταμάτησε.
Πήρε τα τσιγάρα από το χέρι του, έβγαλε ένα στραβό Lucky και το έφερε στα χείλη της. Ο Άρης τής το άναψε. Η Αμελί τράβηξε μια ελαφριά τζούρα και έβγαλε μια τούφα μαλλιά από τα μάτια της. Ο Άρης λάτρευε το φυσικά σπαστό μαλλί της, το προτιμούσε από τις φορές που τα ίσιωνε, του άρεσε να χαζεύει την εναλλαγή αποχρώσεων του καφέ καθώς έπεφτε το φως πάνω τους.
«Γιατί έχεις κλειστό το κινητό σου;», ρώτησε χωρίς να προσπαθεί να κρύψει την ταραχή και το θυμό της η πρώην γυναίκα του. «Μην μου πεις τις κλασικές μαλακίες τύπου «όταν το έχεις ανοικτό δεν σταματάει να χτυπά»», πρόσθεσε χωρίς να περιμένει απάντηση και συνέχισε ενώ άρχισε να περπατάει πάνω κάτω κατά μήκος του μπαλκονιού. «Έμενα γάμα με, έχεις και ένα παιδί που σε χρειάζεται. Μπορεί να συμβεί οτιδήποτε ρε Άρη!». Οι τελευταίες λέξεις βγήκαν με το ζόρι από το στόμα της.
«Έχεις δίκιο, δεν θα το ξαναφήσω κλειστό. Ηρέμησε όμως και πες μου τι συνέβη».
«Άρη, ήρθε αυτός και με βρήκε». Η Αμελί του μιλούσε χωρίς να τον κοιτάει. Από τη φωνή της εκείνος αντιλήφθηκε πως ήταν έτοιμη να κλάψει. «Είμαι σίγουρη».
«Ποιος;», ρώτησε και πρόλαβε να μαζέψει τη λέξη αγάπη μου πριν βγει από το στόμα του.
«Αυτός… Αυτός που πήρε το κοριτσάκι μας».
«Δεν μπορούμε να το ξέρουμε αυτό». Ο Άρης στηρίχτηκε με τους αγκώνες στην κουπαστή του μπαλκονιού και έφερε το τσιγάρο στο στόμα. «Πες μου τι έγινε… με λεπτομέρειες».
Η Αμελί γύρισε και τον κοίταξε βουρκωμένη. Του αφηγήθηκε τα πάντα. Πώς την πλησίασε κάποιος καθώς έμπαινε στην πολυκατοικία και την ρώτησε για εκείνον. Του περιέγραψε τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τα οποία ερχόντουσαν σε πλήρη αντίθεση με τους λεπτούς τρόπους του. Η συζήτηση δεν κράτησε για πάνω από λίγα δευτερόλεπτα, όσο όταν συναντάς κάποιον γνωστό στον δρόμο και απλά ρωτάει αν είσαι καλά, όμως δημιούργησε μεγάλη ανησυχία στην Αμελί.
«Μπορεί να ήταν οποιοσδήποτε, ίσως κάποιος παλιός γνωστός μου που ίσως δεν ήξερε ότι έχουμε χωρίσει», προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Φέρρης.
«Άρη, δεν είμαι τρελή. Αρχικά δεν έδωσαν καν σημασία σε αυτή τη συνάντηση. Όμως, λίγα λεπτά αργότερα χτύπησε το τηλέφωνό. Το σήκωσα και στην αρχή δεν απάντησε κανείς. Ήμουν έτοιμη να το κλείσω, όταν ξαφνικά άκουσα ένα κλάμα. Το κλάμα της Άρη. Ήταν η Δάφνη», τα τελευταία λόγια της βγήκαν με δυσκολία, αφού δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά της και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Άρης την αγκάλιασε χωρίς να πει τίποτα. Η Αμελί ένιωσε στα μαλλιά της τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια του Αστυνόμου.
«Θα τον βρω», στο υπόσχομαι.
Κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε στο πεζοδρόμιο. Κοίταξε όλα τα μπαλκόνια. Έκανε δυο τρεις φορές πάνω κάτω την οδό και σάρωσε όλες τις γωνίες και όλα τα σημεία από όπου μπορούσε κάποιος να παρακολουθεί. Γιατί ήταν σίγουρος πως κάποιος τον παρακολουθούσε, κάποιος ήξερε ότι μετά από αυτή την συνάντηση θα πήγαινε να βρει την Αμελί. Γυρνώντας στο αυτοκίνητο έβγαλε το κινητό, το ενεργοποίησε και πληκτρολόγησε απ’ έξω έναν αριθμό.
Ο Έκτορας Φέρρης διάβαζε τα νέα από το κινητό του όπως κάθε μέρα, καθισμένος στο μετρό πηγαίνοντας στη σχολή του.
“Παντού γραμμένα τα ίδια ψέματα”, σκέφτηκε.
Μισούσε τους δημοσιογράφους αυτού του είδους και ήξερε ότι αυτός ήταν ο λόγος που δεν θα έβγαζε ποτέ λεφτά από αυτό το επάγγελμα. Όμως το κίνητρό του δεν ήταν τα λεφτά, αλλά η αλήθεια. Πολύ επικίνδυνη σκέψη. Φανταζόταν πως το ίδιο θα σκέφτεται ο πατέρας του αλλάζοντας τη λέξη αλήθεια με την λέξη δικαιοσύνη.
Βγαίνοντας από το σταθμό Ομόνοια, χτύπησε το κινητό του. Φοβήθηκε πως ήταν ο πατέρας του, όμως έπρεπε να το σηκώσει αυτή τη φορά.
«Ναι».
«Τί κάνεις αγόρι μου;», ακούστηκε η φωνή του Άρη Φέρρη.
«Καλά είμαι πατέρα».
«Ωραία. Πας στη σχολή;»
«Ναι, όπως κάθε μέρα. Εσύ, όλα καλά;».
«Έτσι λέω. Από εχθές επέστρεψα στη δουλειά και προσπαθώ να μπω σε ρυθμό».
«Κατάλαβα. Σε αφήνω γιατί συνάντησα κάτι συμφοιτητές», είπε ψέματα ο Έκτορας.
«Εντάξει. Σε φιλώ, να προσέχεις…»
Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει τη φράση του. Η κλήση είχε ολοκληρωθεί.