Δευτέρα 2 Μαΐου 2016
Περπατούσε στον άδειο διάδρομο του ενδέκατου ορόφου της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών που στέγαζε το Τμήμα Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής όταν άκουσε την πόρτα πίσω του να ανοίγει και βήματα να τον ακολουθούν με αργό ρυθμό.
«Πέρασε πολύς καιρός». Τα λόγια αυτά αντήχησαν στους τοίχους του έρημου διαδρόμου. Ο Άρης χαμογέλασε. Όσος καιρός και αν περνούσε η φωνή του Τάσου Νικολάου θα ήταν από τις λίγες που δεν θα κατάφερνε να ξεχάσει. Γύρισε και αντίκρισε τον παλιό του συνεργάτη. «Τάσο, τί κάνεις ρε;», το χαμόγελο άφησε τη θέση του σε μια έκφραση πίκρας και λύπης. «Συγγνώμη…».
«Μην πεις τίποτα, Άρη. Ξέρω πως ήθελες να μείνεις μόνος σου», απάντησε ο Αστυνόμος Α’ πλέον διαβάζοντας τη σκέψη του πρώην συνεργάτη του. «Ξεκουράστηκες;», συνέχισε αλλάζοντας θέμα.
«Σωματικά ναι», απάντησε ο Άρης και χάιδεψε την κοιλιά του θέλοντας να δείξει ότι πάχυνε από την ξεκούραση. Ο Τάσος χαμογέλασε, ή έστω προσπάθησε.
«Έτοιμος για δράση λοιπόν. Τέλεια, γιατί σε χρειαζόμαστε Αστυνόμε». Ο Άρης κατένευσε και του έτεινε το χέρι του. Ο Νικολάου του το έσφιξε και με το άλλο του χέρι τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Μην χαθείς. Έλα να πιούμε ένα ποτό με τα παιδιά το βράδυ», του πρότεινε. Ο Άρης χαμογέλασε σκεπτόμενος την έκφραση «ένα ποτό» και δέχθηκε την πρόταση του φίλου του και γύρισε να φύγει. Δεν πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα όταν άκουσε τον Νικολάου να τον φωνάζει. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του.
«Λυπάμαι που δεν τον πιάσαμε. Το ξέρεις». Ο Άρης κατένευσε άνευρα και συνέχισε τον δρόμο του καθώς έψαχνε τα τσιγάρα του στην εσωτερική τσέπη του σκούρου γκρι παλτό του. Αντί να πάει στα δεξιά προς το γραφείο του Αρχηγού, έστριψε αριστερά και βγήκε στον ανοιχτό χώρο του ορόφου και άναψε το πρώτο τσιγάρο από το πακέτο Lucky Strike.
Η καρέκλα απέναντι από αυτή του Αρχηγού έκρυβε ακόμα τα ίδια καρφιά κάτω από το ύφασμά της. Μπορεί ο Άρης και ο Διονύσης Βάρναλης να ήταν φίλοι για σχεδόν είκοσι χρόνια, όμως δεν έπαυε να είναι προϊστάμενός του και υπεύθυνος να λογοδοτεί για όλες τις μαλακίες που εκείνος έκανε.
«Λοιπόν, πώς είσαι Άρη;, έσπασε με την μπάσα και ταλαιπωρημένη από τα πολλά τσιγάρα φωνή του ο Αρχηγός.
«Άδειασε το μυαλό μου, γέμισε η κοιλιά μου», απάντησε προσπαθώντας να γελάσει ο Άρης. Ο Βάρναλης συνέχισε στον ίδιο ελαφρύ τόνο.
«Ναι, το πρόσεξα ότι πήρες κάποια κιλάκια», είπε ο Αρχηγός και ένα αχνό αλλά ειλικρινές χαμόγελο εμφανίστηκε πίσω από το παχύ γκρίζο μουστάκι. «Τώρα που επέστρεψες θα τα χάσεις, όμως. Σωστά;» και χωρίς να περιμένει απάντηση, συνέχισε. «Ξεκίνα τρέξιμο, εμένα με βοηθάει να σκεφτώ και να καπνίζω λιγότερο».
«Θα το σκεφτώ», απάντησε ο Άρης που στο άκουσμα τον λέξεων από τον Αρχηγό του έψαξε και βρήκε το πακέτο με τα τσιγάρα που υπήρχαν πάντα πάνω στο γραφείο του Βάρναλη. Εκείνος το αντιλήφθηκε, του πέταξε το πακέτο και έσπρωξε τον αναπτήρα του προς το μέρος του κατά μήκος της επιφάνειας του γραφείου.
«Νιώθεις έτοιμος ή μήπως είναι καλύτερα να πάρεις κι άλλο χρόνο;». Ο Άρης ένιωσε πως η φωνή του Βάρναλη προερχόταν από το εσωτερικό του κεφαλιού του. Άλλωστε αυτό δεν αναρωτιόταν και ίδιος; Άναψε το τσιγάρο που κρεμόταν από τα χείλη του και ύστερα άναψε και αυτό του προϊσταμένου του που τον είχε ήδη μιμηθεί.
«Είμαι έτοιμος, Αρχηγέ». Το άκουσμα του αξιώματος του έκανε τον Βάρναλη να χαμογελάσει.
«Τέλεια, λοιπόν». Έσκυψε στα δεξιά του, άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε έναν μπλε χάρτινο φάκελο. «Θέλω να πάρεις αυτόν τον φάκελο και να μελετήσεις την αναφορά της Ανθυπαστυνόμου Σωτηριάδη».
«Ποιανής;».
«Της νέας σου συνεργάτιδας», ο Αρχηγός έκανε μια παύση για να ψαρέψει την αντίδραση του Φέρρη. Τζίφος. Όλα του τα χαρακτηριστικά είχαν μείνει άκαμπτα, όπως όταν κάποιος προσπαθεί να κρύψει μια μεγάλη μπλόφα σε μια παρτίδα πόκερ. «Είναι νέα στην Υπηρεσία, αλλά είναι πανέξυπνη και πολλά υποσχόμενη. Με κάποιον έμπειρο δίπλα της, σαν εσένα, πιστεύω πως έχει λαμπρό μέλλον στο Σώμα. Ο Αστυνόμος, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία στη φιλοφρόνηση που απευθυνόταν σε εκείνος, εξέφρασε την απορία του.
«Τί θες από εμένα, Διονύση;». Η μπλόφα φανερώθηκε με το άκουσμα του μικρού ονόματος του Αρχηγού.
«Η εν λόγω υπόθεση θα κλείσει πολύ σύντομα, όμως θέλω να πάρεις μια γεύση από τη νέα σου συνεργάτιδα». Χωρίς να δώσει σημασία στην έκφραση δυσαρέσκειας του Φέρρη, έσβησε το τσιγάρο και σηκώθηκε βάζοντας έτσι τέλος στην κουβέντα. Πάρε τον φάκελο, μελέτησε τον και τα λέμε αύριο.
Ο Άρης έσβησε το τσιγάρο του, το οποίο είχε καπνίσει μέχρι την γόπα και σηκώθηκε. Αφού έσφιξε το δυνατό χέρι του Βάρναλη, κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Γύρισε το πόμολο, όμως πριν την τραβήξει, γύρισε και ρώτησε κάτι τελευταίο. «Πού θα βρω το παιδί θαύμα;».
«Στο γραφείο απέναντι από το δικό σου». Ο Αστυνόμος έκλεισε την πόρτα πίσω του χωρίς να πει κάτι άλλο.
Ο Άρης έκατσε στο γραφείο του μετά από περισσότερο από έξι μήνες. Το βλέμμα του ταξίδεψε στον χώρο εξετάζοντας όλες τις λεπτομέρειες σαν να παρατηρούσε τον σκηνή ενός εγκλήματος. Αυτό έκανε πάντα. Το ίδιο έκανε και με τους ανθρώπους, τους σκάναρε με την πρώτη ματιά, εξέταζε τις εκφράσεις του και την χροιά της φωνής τους. Χαρακτηριστικό που δεν τον έκανε και τον πιο συμπαθή τύπο σε όσους τον συναντούσαν για πρώτη φορά.
Όλα είχαν μείνει ίδια στο δικό του γραφείο. Το γραφείο απέναντι από το δικό του, που παλιότερα καθόταν ο Αστυνόμος Νικολάου, ήταν πεντακάθαρο. Οι φάκελοι στοιβαγμένοι ανά χρώμα, μολύβια ξυμένα και στοιχισμένα στα δεξιά του πληκτρολογίου. Καμία σχέση με το αχούρι που άφηνε πίσω του ο Τάσος, σκέφτηκε. Όμως δεν αυτή η μόνη διαφορά που παρατήρησε. Είχε αλλάξει κάτι ακόμα. Το άρωμα του χώρου. Η βαριά τσιγαρίλα που οσφραινόταν και είχε ποτίσει τους τοίχους του γραφείου μέχρι πριν έξι μήνες είχε δώσει τη θέση της σε κάτι που θύμιζε άνθη και κίτρο. «Δεν είναι κακό αυτό», μονολόγησε.
Έκατσε στην καρέκλα του και ένιωσε το οικείο τρίξιμό της να τον καλωσορίζει. Άφησε τον φάκελο της Σωτηριάδη μπροστά του και τον άνοιξε. Κοίταξε για λίγο τη φωτογραφία μια νέας κοπέλας, φωτογραφία που θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται στο πάσο μιας φοιτητικής κάρτας. Ο Βάρναλης είχε μαντέψει σωστά πως θα ήθελε να ξέρει και κάποιες πληροφορίες για την νέα του συνεργάτη, πέρα από το πόσο σωστά συντάσσει μια αναφορά. Η καρτέλα της παρουσίαζε ένα υποδειγματικό χαρακτήρα. Αποφοίτησε με επαίνους από την Ακαδημία Αξιωματικών. Παρουσίασε αξιοθαύμαστες ικανότητες στο σημάδι, αλλά και στα προφορικά της μαθήματα. Φέτος ολοκληρώνει και τις Μεταπτυχιακές Σπουδές της στην Εγκληματολογία.
Οι αξιωματικοί της στο Αστυνομικό Τμήμα Καλαμάτας με τις συστάσεις της τής άνοιξαν την πόρτα για το αρχηγείο. Σε συνδυασμό με το επίθετό της, σκέφτηκε ο Άρης. Αφού είναι γραμμένο στον φάκελο το ονοματεπώνυμο του πατέρα της. Αλέξανδρος Σωτηριάδης, βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος και Υφυπουργός Παιδείας. Ποσώς τον ενδιέφερε όμως τον ίδιο. Βάσει των ικανοτήτων της, ο προορισμός της θα ήταν ο ίδιος, η Γ.Α.Δ.Α.. Αν ο δρόμος έγινε πιο σύντομος δεν του λέει κάτι. Την αναφορά δεν την κοίταξε καν. Αφού θα κλείσει η υπόθεση δεν τον αφορά και είναι σίγουρος πως είναι καλογραμμένη με καλλιγραφικά γράμματα και γεμάτη με τις απαραίτητες λεπτομέρειες. Πέταξε τον φάκελο στο πρώτο συρτάρι του γραφείου του και αφού έβγαλε το παλτό του, έκατσε βαθιά στην καρέκλα και άπλωσε τα μακριά πόδια του στο άδειο γραφείο του και έμεινε να κοιτάζει την παιδική ζωγραφιά που είχε κολλήσει παλιότερα στον τοίχο αριστερά του κι ύστερα το βλέμμα του ανέβηκε στο ταβάνι. Έκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε στις μπερδεμένες σκέψεις του. Πάει καιρός που είχε να νιώσει φοβισμένος.
Η θλίψη και η οργή είχαν κατακλύσει τον ψυχισμό του Άρη και πίστευε πως δεν υπήρχε πια χώρος για τον φόβο. Άλλωστε, τι άλλο είχε να χάσει; Όμως, πάντα έχεις κάτι να χάσεις και ο Άρης το ήξερε βαθιά μέσα του. Οι λάμπες φθορισμού σε συνδυασμό με τα κλειστά βλέφαρα του έβαφαν τον κόσμο με ένα πορτοκαλί φως. Το φως αυτό έγινε κόκκινο, παρ’ όλα αυτά δεν σταμάτησε να οδηγεί. Τα βαμμένα με αίμα χέρια του έσφιγγαν το τιμόνι και με το κεφάλι τεντωμένο μπροστά συνέχισε να οδηγάει όλο και πιο γρήγορα. Η βελόνα στο κοντέρ ανέβαινε σαν αυτή του χρονομέτρου, όμως δεν τον ένοιαζε γιατί εκείνη ήταν νεκρή.
Από την άβυσσο του εφιάλτη του τον τράβηξε η φωνή της Αθηνάς. Η Ανθυπαστυνόμος Σωτηριάδη μπήκε στο γραφείο και το δυνατό της βήμα τρόμαξε τον Αστυνόμο, ο οποίος κόντεψε να πέσει από την καρέκλα του. Σηκώθηκε και την κοίταξε με τα κατακόκκινα μάτια του.
«Αστυνόμε, με συγχωρείτε». Τον κοιτούσε με βλέμμα σταθερό. Ο Φέρρης κατάλαβε ότι προσπαθούσε να εντοπίσει όλα αυτά τα οποία είχε ακούσει για εκείνον. Ήταν σίγουρος πως δεν της πήρε πολύ ώρα. Πριν της μιλήσει εντόπισε μια μυρωδιά που πλέον του ήταν γνώριμη. Άνθη και κίτρο.
«Μη ζητάς συγγνώμη. Απλά μην πεις στο Αφεντικό ότι με πήρε ο ύπνος πρώτη μέρα στη δουλειά». Το αστείο του την χαλάρωσε και την έκανε να χαμογελάσει. Το χαμόγελο της ήταν από αυτά που σου φτιάχνει τη διάθεση στη στιγμή. Αφού βρήκε τα λόγια της συστήθηκε όπως έπρεπε. «Ανθυπαστυνόμος Σωτηριάδη Αθηνά. Με ανέθεσαν σε εσάς, Αστυνόμε». Το άγχος ήταν έκδηλο όμως όχι παραπανίσιο. Όπως θα έπρεπε όταν συναντάς έναν ανώτερό σου για πρώτη φορά. Ο Άρης το προτιμούσε από το θράσος που παρουσιάζουν οι νέοι πλέον και σου μιλάνε στον ενικό χωρίς να τους δώσεις την άδεια, ακόμα και αν τους περνάς για πάνω από δέκα χρόνια.
«Εγώ είμαι ο Άρης, Αθηνά και είμαστε συνεργάτες», της απάντησε χαμογελώντας. «Άσχετα αν όπως καταλαβαίνεις θα κάνεις ότι σου λέω και αυτός που θα αποφασίζει για την εξέλιξη της έρευνας είμαι εγώ», της έδωσε λίγο χρόνο και αφού δεν είδε αντίδραση πρόσθεσε. «Όμως θέλω να υπάρχει απόλυτη εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια μεταξύ μας ώστε να δουλέψει όλο αυτό, συνεννοηθήκαμε;» Η ταχύτητα από την οποία ο Αστυνόμος περνούσε από τον αστείο στον επαγγελματικό τόνο τη ζάλισε, όμως κατάφερε να συμφωνήσει και έκατσε στο γραφείο της.
Η μέρα πέρασε. Ο Άρης μπήκε στο μπαρ «Wheel» στο Γκύζη. Είχε μήνες να πατήσει στο «στέκι των μπάτσων», όπως ήταν γνωστό στη γειτονιά. Ο Νικολάου και τρεις ακόμα αστυνομικοί είχαν ήδη παραγγείλει τον πρώτο γύρο μπύρες. Ο Άρης κάθισε δίπλα στον παλιό του συνεργάτη και παρήγγειλε ένα Jack Daniel’s. «Κάντο διπλό», είπε στον μπάρμαν πριν προλάβει εκείνος να αφήσει το μπουκάλι στο ράφι. Ο αστυνόμος δίπλα του τον κοίταξε στραβά, αποδοκιμάζοντας τον.
«Από αύριο το κόβω, οπότε ας υπερβάλλω απόψε», είπε και άδειασε με μια γουλιά σχεδόν το μισό από το κεχριμπαρένιο υγρό.
Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και το έργο του ήταν πιο εύκολο. Κρυμμένος πίσω από τα δέντρα της οδού Ηρώων Πολυτεχνείου έβλεπε το θήραμα του να επιστρέφει σπίτι. Πρώτη μέρα στη δουλειά και μας πήρε η νύχτα, σκέφτηκε. Αυτό δεν τον ενοχλούσε. Σε αντίθεση με το ότι για να παρακολουθεί τις κινήσεις του Αστυνόμου Φέρρη έπρεπε να συναναστρέφεται με κόσμο, να κυκλοφορεί σε πολυσύχναστα μέρη. Αυτό τον ενοχλούσε ιδιαίτερα. Όμως κι αυτό δεν ήταν παρά μια μικρή θυσία, η οποία δεν μπορεί να συγκριθεί με την ικανοποίηση που θα απολαύσει όταν το σχέδιο του θα πάρει επιτέλους μορφή. Όλο αυτό τον καιρό είχε γίνει ένα με τον Φέρρη. Ήξερε την κάθε του κίνηση. Τώρα που επιτέλους εκείνος επέστρεψε στη δουλειά ήταν ώρα να βάλει μπροστά το σχέδιό του.