5 Τζoν
Το νήμα της μνήμης χάθηκε κάτω από τα πέλματα του καθώς τα ξερά χόρτα και κλαδιά συνθλίβονταν από το βάρος του σώματός του. Ένιωθε ότι κάτι περίεργο γινόταν και τα πάντα είχαν αλλάξει γύρω του.
Το μυαλό πολλές φορές χάνει τη σύνδεσή του με την πραγματικότητα, καθώς προσπαθεί να βρει αναφορά για να προσδιορίσει σε ποια πραγματικότητα βρίσκεται. Έπειτα το συναίσθημα που κυριαρχεί είναι η αγωνία για το αν είναι γνώριμα τα νέα δεδομένα τα οποία καθορίζονται από τα αντικείμενα της εποχής που τα αντιπροσωπεύει. Τη διαδικασία αυτή ολοκληρώνουν οι άνθρωποι που έχουν την τάση να γίνονται υποκείμενα των αντικειμένων και προσδιορίζουν τις εποχές όπου ζουν.
Οι άνθρωποι γίνονταν σκιές καθώς έτρεχα. Με βάση το ένστικτό μου κατευθυνόμουν εκεί που άρχισαν όλα. Έτρεχα σε ένα μέρος της μνήμης που φάνταζε πραγματικό. Πρέπει να είχα περπατήσει περίπου μισή ώρα και είχα βγει από την πόλη καθώς η φύση έκανε την παρουσία της με πλούσιες μυρωδιές και ήχους κλαδιών των δέντρων που έπεφταν στο έδαφος.
«Πρέπει να βρω το σημείο που ήρθα», σκέφτηκα και με μία αποφασιστική κίνηση άφησα το δρόμο πίσω μου μπαίνοντας μέσα στο δάσος. Σαν πυξίδα, το μυαλό μου με οδήγησε στο άγνωστο σκοτάδι, με οδηγό το φεγγάρι μέσα από τις φυλλωσιές και τον κόσμο των δέντρων μέχρι που η υπομονή μου εξαντλήθηκε, καθώς μια σκέψη τριγυρνούσε στο μυαλό.
«Τι στο διάολο συμβαίνει; Που βρίσκομαι;»
Κάθισα κάτω στα ξερά φύλλα του δάσους και έκλαιγα με λυγμούς εκεί που κανείς δε μπορούσε να με ακούσει. Κατά κάποιο τρόπο το δάσος είχε ανοίξει την αγκαλιά του καθώς το συναίσθημά μου σιγοχάθηκε μέσα στην ομορφιά του για να κρυφτεί και πάλι. Κανείς δε βρισκόταν για να μου δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά μου και τότε, εκεί ήταν που ένιωθα μια αγωνιώδη τρέλα να με καταβάλλει. Όμως σύντομα μετατράπηκε σε ηρεμία.
«Δεν υπάρχουν απαντήσεις τελικά σε όλα τα πράγματα», σκέφτηκα καθώς άρχιζα να αποδέχομαι ότι τρελαινόμουν. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή σαν κάποιος να με άκουσε, ένας θόρυβος ήχησε από πίσω μου. Ένας μεταλλικός ήχος ακουγόταν να χτυπά σχεδόν ρυθμικά, συνεχόμενα, σαν να με καλεί, λέγοντάς μου ότι είναι εκεί.
«Τι είδους κατασκευή να βρίσκεται χωμένη μέσα στο δάσος, μακριά από την πόλη;»
«Μεταλλική» θα απαντούσε κάποιος που θα μύριζε μπόλικη βενζίνη, καθώς αυτό που ξεπρόβαλε από το πυκνό δάσος ήταν ένα βενζινάδικο. Μάλιστα, ήταν το βενζινάδικο που ήξερα. Εκείνο από όπου είχα έρθει. Από εκεί που είχαν αρχίσει όλα. «Ίσως να βρω κάποιο στοιχείο που θα με βοηθήσει».
Συγκίνηση με κατέκλυσε και δάκρυα χαράς έτρεξαν από τα μάτια μου. Σαν η ύπαρξή μου να μου χαμογελούσε κατάματα, με ανοιχτά τα χέρια να με προσμένει με απαντήσεις για το χαμό της πραγματικότητάς μου. Καθώς έτρεχα να την αγκαλιάσω παραμερίζοντας τις φυλλωσιές χτύπησα πάνω σε έναν μεταλλικό στύλο κάνοντας ένα θόρυβο που ταλαντευόταν στο μυαλό μου για αρκετή ώρα. Φώναξα, νιώθοντας τον πόνο σαν αποτέλεσμα της δόνησης στο κεφάλι μου και αναφώνησα.
«Δεν είμαι τρελός».
Ο ήχος συνέχισε απαλά και ρυθμικά να πάλλεται και να χτυπάει ένα σχοινί πάνω σε ένα μεταλλικό στύλο από τον άνεμο. Δύο αντλίες φανερώθηκαν από το σκοτάδι καθώς το φως από το στύλο του δρόμου τρεμόπαιξε. Λίγο πιο πίσω από τις αντλίες μια κατασκευή έκανε αισθητή την παρουσία της επιβλητικά καθώς όλα τα φώτα της εγκατάστασης άναψαν μεμιάς.
Εκείνη τη στιγμή κάποιος με σκούντηξε στον ώμο και με προσπέρασε. Είδα τον εαυτό μου να πηγαίνει να βάζει βενζίνη, να μπαίνει στο βενζινάδικο να πληρώσει, ύστερα να γίνεται ένας καυγάς και τα φώτα να τρεμοπαίζουν. Έπειτα βγήκαν κάποιοι ντόπιοι από το εσωτερικό χλευάζοντας για κάποιο ξύλο που έριξαν σε κάποιον, (εμένα).
Μια κοπέλα με έναν άλλο τύπο έτρεξε μέσα και βγήκαν με τον «σωσία» μου υποβασταζόμενο. Πέρασαν από δίπλα μου και ο τύπος με τη μελανιά στο πρόσωπο που τον κράταγαν, με κοίταξε και μου είπε: «Γιατί δε κάνεις κάτι; Δεν βρίσκεσαι και στο 1960».
Μία λάμψη στο μυαλό, μια σκέψη ότι τελικά δεν ήμουν τρελός και ότι κάτι είχε γίνει στην πραγματικότητα. Ποια από όλες όμως; Σκέφτηκα ότι με κάποιο τρόπο κάτι είχε συμβεί που ήταν εκτός λογικής. Συνειδητοποίησα ότι η εποχή μου δεν ήταν αυτή που ζούσα εκείνη τη στιγμή το 1959 όπως μου είχαν πει, αλλά το 1999, κάτι που είχα ξεχάσει. Μα αυτό με μπέρδευε καθώς η εποχή μου εκείνη, αυτή ήταν δηλαδή το 1999, το σήμερα. Μα τι είχε γίνει τελικά;
Άρχισα να πιστεύω ότι το ταξίδι στο χρόνο υπάρχει και κάπως είχα βρει τον τρόπο να ταξιδεύω. Έμεινα για λίγο ακόμα παρατηρητής στο μοναχικό σκηνικό καθώς τα φώτα έσβησαν και με κατέκλυσε το σκοτάδι της άγνοιας και της απεραντοσύνης. Άνεμος σηκώθηκε ξαφνικά και φανερώθηκε ένας δρόμος μέσα από τα δέντρα. Παρακάλεσα να με πάρει πίσω εκεί που άρχισαν όλα. Ήθελα να βρω τι έχει συμβεί.
6 Μαίρυ
Έπρεπε να μάθω τι συνέβαινε, επιτέλους. Ερωτήματα που με γέμιζαν και δε μπορούσαν να απαντηθούν. Να θυμηθώ ποια ήμουν αλλά και ποιοι ήταν αυτοί που μου μιλούσαν. Όταν αντίκρισα τα βλέμματά τους παρατήρησα ότι μου ήταν πολύ οικείοι και οι δυο και αυτό με έκανε να τους εμπιστευθώ αρχικά. Σαν φίλοι από τα παλιά με προσκάλεσαν με μια φιλική φωνή να καθίσω ξανά δίπλα τους, και έτσι έκανα.
Φοβισμένη σαν μικρό ζωάκι κάθισα για μια ακόμα φορά και άκουσα τι μου έλεγαν. Κατά κάποιον τρόπο είχα χαθεί, για πολλά χρόνια με νόμιζαν πεθαμένη η τουλάχιστον εξαφανισμένη. Για περίπου τριάντα χρόνια μου είπαν ότι δεν υπήρχα ότι είχα εξαφανιστεί.
Όμως εγώ κοιμήθηκα ένα βράδυ μόλις. Μα πως είναι δυνατόν ;
Η αλήθεια που δυσκολεύομαι να πιστέψω είναι οι δυο άνθρωποι μπροστά μου. Ο ένας νεότερος, μοιάζει ολόιδιος με τον φίλο μου που με πήγε το προηγούμενο βράδυ σπίτι. Ο μεγαλύτερος μου συστήθηκε και ήταν πράγματι ο κολλητός μου, που τον ήξερα τόσα χρόνια, αλλά πιο γερασμένος.
Είχε βγάλει από τότε λίγα άσπρα μαλλιά στο πλάι της κεφαλής του αλλά τώρα όλα τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα και είχε πολλές ρυτίδες στο πρόσωπο του. Σίγουρα ήταν γιός και πατέρας αλλά όλο αυτό έμοιαζε με ένα περίεργο αστείο.
Με κατέκλυσαν με ερωτήσεις όπως: Πού ήμουν τόσα χρόνια, τί έγινε και πώς είχα βρεθεί σε εκείνο το εγκαταλελειμμένο σπίτι.
«Εγκαταλελειμμένο; Ρε θα με τρελάνετε; Ποιά χρονιά; Τελείωσα τη βάρδιά μου στο βενζινάδικο και ήρθα και κοιμήθηκα σπίτι μου. Όλα αυτά έγιναν χθες το βράδυ. Τώρα θα μου εξηγήσετε τι κακόγουστο αστείο είναι αυτό και όλα τα μαλλιά μου τα κάνατε να φαίνονται άσπρα; Και το σπίτι μου, πως γίνεται να είναι σε τέτοια χάλια; Μέσα στη σκόνη και με σανίδες αμπαρωμένο σαν να είναι ετοιμόρροπο και εγκαταλελειμμένο; Το καλό που σας θέλω, να έχετε μια καλή δικαιολογία».
Ο θυμός μου εξαφανίστηκε για λίγο, αφού τα είπα και ξεθύμανα αλλά ακόμα περισσότερο έφυγε όταν τους άκουσα να μιλάνε και ειδικότερα όταν εκείνη η φράση που άκουσα δεν μπορούσε να τη δεχτεί το μυαλό μου.
«Έχουν περάσει τριάντα χρόνια από τότε Μαίρη».
Εκείνη η φράση, ηχούσε σαν καμπάνα που πέφτει στο σκοτάδι αφήνοντας εκείνο τον υπόκωφο ήχο που χάνεται στο κενό. Ομολογώ ότι δε με εξέπληξε τόσο το άκουσμα του ονόματός μου και ότι με φώναζε σαν να με ήξερε από παλιά, αλλά και αυτό που είπε τελευταία με το πόσα χρόνια πέρασαν δημιούργησε μέσα μου μια σκέψη ρεαλιστική, ότι έκανα εγώ κάποιο λάθος και πως εκείνοι ίσως είχαν δίκιο.
Κούνησα το κεφάλι δεξιά και αριστερά καθώς δεν μπορούσα ακόμα να δεχτώ όσα μου έλεγαν. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου κυριαρχούσε η σκέψη ότι μου είχαν στήσει μια πολύ καλή φάρσα και πως κάποια στιγμή θα έβγαιναν από τη γωνία και θα γελάγαμε μαζί. Μα δεν έγινε κάτι τέτοιο. Ζήτησα να πάω στην τουαλέτα καθώς ήταν μια πολύ καλή δικαιολογία για να σκεφτώ.
Αφού μου έδειξαν που ήταν, έκλεισα την πόρτα και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κοιταχτώ στον καθρέφτη. Πίστευα ακόμα πως μου κάνουν κάποιο κακόγουστο αστείο και προσπάθησα να βγάλω το μακιγιάζ και τις ψεύτικες ρυτίδες από το πρόσωπό μου που είχαν σχηματιστεί αλλά μάταια.
Ο χρόνος είχε περάσει από πάνω μου πολύ γρήγορα, εξαφανίζοντας τα τελευταία χρόνια σαν παραμύθι που χάθηκε. Είχα μάθει το μάθημά μου και το έλεγα απέξω, τα χρόνια είχαν περάσει, είχα γεράσει, τα μαύρα μου μαλλιά είχαν γίνει κάτασπρα και οι ρυτίδες μου είχαν κυριαρχήσει στο πρόσωπό μου χωρίς να έχω καμία ανάμνηση παρά μόνο ένα μεγάλο κενό.
Γύρισα πίσω στην κουζίνα και κάθισα στη θέση μου προσπαθώντας να χωνέψω που είμαι τι κάνω και πως βρέθηκα εδώ. Απαντήσεις που για την ώρα δεν έδινε το μυαλό μου. Ένιωθε μόνο απογοήτευση και πόνο από το δυνατό τράβηγμα των μαλλιών προσπαθώντας να αποδείξει ότι όλα είναι ψέματα. Και η μόνη απάντηση που έδινε ήταν πόνος.
Και δάκρυα, στην προσπάθεια να αποδεχτεί την αλήθεια.