Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας “παιδική σεξουαλική κακοποίηση είναι η συμμετοχή του παιδιού σε σεξουαλική δραστηριότητα, την οποία δεν κατανοεί πλήρως, δεν είναι σε θέση να δώσει συγκατάθεση ή για την οποία το παιδί δεν είναι αναπτυξιακά προετοιμασμένο ή αλλιώς παραβιάζει τους νόμους ή τα κοινωνικά ταμπού της κοινωνίας”. Για να θεωρηθεί μια σεξουαλική επαφή κακοποιητική πρέπει ο δράστης να είναι άνω των 16 ετών και να απέχει από το θύμα τουλάχιστον 5 χρόνια.
Ένας ιδιαίτερο κομμάτι της σεξουαλικής κακοποίησης είναι η αιμομιξία, η οποία αφορά συνουσία μεταξύ συγγενών εξ αίματος, ενώ για όλες τις άλλες σεξουαλικές παραβιάσεις των παιδιών υπάρχει η αναφορά ασέλγειας μεταξύ συγγενών. Η συνηθέστερη μορφή αιμομιξία εντοπίζεται μεταξύ πατέρα – είτε βιολογικού είτε θετού – και κόρης. Βέβαια, μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σε μητέρα και γιο, όπου στην προκειμένη περίπτωση το ανήλικο αγόρι βιώνοντας έντονα συναισθήματα αποχωρισμού, ενδέχεται να αντιλαμβάνεται την αιμομικτική διαδικασία ως έναν τρόπο επανάκτησης της σχέσης του με την μητέρα. Αυτό συμβαίνει κατά βάση σε μονογονεϊκές οικογένειες.
Συχνά, η σεξουαλική κακοποίηση έχει να κάνει με παιδοφιλία. Οι παιδόφιλοι ελκύονται κατά βάση από κορίτσια, ενώ πολλές φορές οι άνδρες που ελκύονται από αγόρια δεν ελκύονται από ενήλικους άνδρες και δεν είναι τυπικά ομοφυλόφιλοι. Έπειτα, η παιδοφιλία ενδέχεται να περιορίζεται σε αιμομιξία. Σε αυτήν την περίπτωση, το άτομο παρουσιάζει παιδοφιλική συμπεριφορά μόνο σε συγγενικά του παιδιά. Συχνά χαρακτηριστικά ενός παιδόφιλου είναι: η νομοταγής συμπεριφορά, η δυσκολία ανίχνευσης και το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι παντρεμένοι και με δικά τους παιδιά. Τις περισσότερες φορές τα θύματα είναι κάποιου μέλους ή φίλου της οικογένειας.
Υπάρχουν ορισμένες σωματικές ενδείξεις, καθώς και ψυχολογικές, οι οποίες πιθανόν οφείλονται σε σεξουαλική κακοποίηση. Μερικές σωματικές ενδείξεις είναι οι εξής:
-δυσκολίες στο περπάτημα/κάθισμα
-αϋπνίες, εφιάλτες, φόβος για το σκοτάδι
-διαταραχές στο φαγητό/ανορεξία
-μώλωπες, γρατζουνιές, δαγκώματα
-κατάθλιψη/απόπειρες αυτοκτονίας
-προβλήματα στο ουροποιητικό/νυχτερινή ενούρηση
-κολπικές/πρωκτικές μολύνσεις
-βλάβες στα γεννητικά όργανα
-απροσδιόριστοι πόνοι
-κνησμός/ερεθισμός των γεννητικών οργάνων
-εγκυμοσύνη
-αφροδίσια νοσήματα
Βέβαια, υπάρχουν και αλλαγές στη συμπεριφορά. Τέτοιες είναι οι παρακάτω:
-έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους μεγαλύτερους
-φόβος για κάποιον
-εσωστρέφεια και φυγή από το σπίτι
-το κορίτσι αναλαμβάνε το ρόλο της μητέρας
-εμφάνιση προβλημάτων στο σχολείο
-φυγοπονεία και μείωση της επίδοσης
-χαμηλή αυτεκτίμηση/μικρές προσδοκίες
-χρήση ουσιών και αλκοόλ
-κλοπές και πορνεία
-ζωγραφιές με σεξουαλικά θέματα
-μεταστροφή στη στάση απέναντι στο σεξ
-φόβος για ιατρικές εξετάσεις στο σχολείο
-ροπή προς τη σεξουαλική/συναισθηματική εκμετάλλευση
Έρευνες καταδεικνύουν ότι το 2% των παιδιών προσεγγίζεται από παιδόφιλους, ενώ το 10-20% των ανθρώπων έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά ή σωματικά τουλάχιστον μία φορά στην παιδική τους ηλικία. Μάλιστα, φαίνεται πως υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ του ιατρικού ιστορικού της σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική ηλικία και των ψυχολογικών συμπεριφορικών επιπτώσεων στην ενήλικη ζωή. Μερικές από τις επιπτώσεις είναι οι εξής:
-Διαταραχή μετατραυματικού στρες
-Κατάθλιψη
-Αυτοκτονικότητα
-Κατάχρηση ουσιών
-Σεξουαλικώς δυσλειτουργικές συμπεριφορές
-Παχυσαρκία
Σύμφωνα με το μοντέλο των Finkelhor & Browne, συμπεραίνει κανείς πως η τραυματική σεξουαλικοποίηση διαμορφώνει ακατάλληλα τη σεξουαλικότητα του παιδιού και δυσχεραίνει τις προσωπικές του σχέσεις. Μάλιστα, το παιδί λαμβάνει αυτό το γεγονός ως προδοσία, αφού ένα πρόσωπο που είχε τη φροντίδα του το έχει βλάψει. Παράλληλα, νιώθει αδυναμία, η οποία προκαλείται από το γεγονός ότι η βούληση, οι επιθυμίες και η πρωτοβουλία ενός παιδιού μπορεί να αντικρούονται, να υπονομεύονται και να αγνοούνται. Τέλος, ο στιγματισμός που βιώνει ένα παιδί προκαλεί σε αυτά κακία, ντροπή και ενοχή.
Συνήθως, οι δράστες εμφανίζουν κάποια αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας και κάνουν καταχρήσεις. Διακρίνονται για τα χαμηλά επίπεδα ενσυναίσθησης και για τις προβληματικές σχέσεις με τους γονείς τους. Όσο για τους νεαρούς σεξουαλικούς δράστες, έχουν ανεπαρκείς κοινωνικές δεξιότητες, μαθησιακά προβλήματα και ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης. Συνήθως, οι γυναίκες που προβαίνουν σε σεξουαλική κακοποίηση παιδιών υποφέρουν από ψυχιατρικές διαταραχές.
Υπάρχουν ορισμένα προγράμματα, τα οποία έχει αποδειχθεί πως βοηθούν σημαντικά στην αντιμετώπιση τέτοιων τραυμάτων:
-Πρόγραμμα Θεραπεία της Παιδικής Σεξουαλικής Κακοποίησης (απευθύνεται σε οικογένειες που το παιδί τους έχει κακοποιηθεί, αλλά και σε ενήλικες που έχουν βιώσει σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία)
-Πρόγραμμα Θεραπείας Σεξουαλικού Τραύματος (απευθύνεται σε οικογένειες που έχουν βιώσει την αιμομιξία)
-Γνωστική-συμπεριφορική Θεραπεία που εστιάζει στο Τραύμα
-Γνωστική-συμπεριφορική Θεραπεία μέσω Δυναμικού Παιχνιδιού
Τέλος, σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του δράστη, υπάρχουν κατά βάση τρεις τρόποι. Ο πρώτος είναι ο χειρουργικός και συνίσταται σε: α) αφαίρεση των κύριων κέντρων παραγωγής τεστοστερόνης, β) ορχεκτομή, γ) νευροχειρουργική καταστροφή των εγκεφαλικών περιοχών που επηρεάζουν τη σεξουαλική λειτουργία και δ) στερεοτακτικές υποθαλαμικές επεμβάσεις. Ωστόσο, οι επεμβάσεις αυτές σπάνια πραγματοποιούνται, διότι είναι μη αναστρέψιμες και θεωρούνται απάνθρωπες.
Έπειτα, υπάρχει η φαρμακευτική αντιμετώπιση, η οποία περιλαμβάνει είτε τη λήψη αντιανδρογόνων (χημικός ευνουχισμός) είτε αντικαταθλιπτικών, τα οποία αναστέλλουν την πρόσληψη σεροτονίνης και επηρεάζουν τη σεξουαλική λειτουργικότητα. Πλέον, στην Ευρώπη, τη Μολδαβία και τη Ρωσία, ο χημικός ευνουχισμός είναι υποχρεωτικός για δράστες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών μικρότερων από 14 ετών.
Σε συνδυασμό με τα φαρμακευτικά μέτρα εφαρμόζεται και η ψυχοθεραπεία, η οποία συμβάλλει στην κατανόηση εκ μέρους του δράστη της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς του, στην εξάλειψη ή έλεγχο των παραγόντων που οδηγούν σε αυτήν και στην πρόληψη της υποτροπής. Σκοπός της ψυχοθεραπείας είναι η απόκτηση ενσυναίσθησης προς το θύμα, η ανάληψη της ευθύνης, ο έλεγχος των συναισθημάτων και των παρορμήσεων και η ρύθμιση του συναισθηματικού άγχους. Μέσω αυτής, ο δράστης μπορεί να εντοπίσει την πηγή του προβλήματος ,έτσι ώστε να αλλάξει τις στάσεις του και να του δοθεί μια ακόμη ευκαιρία στην κοινωνία, της οποίας η αρχική έλλειψη βοήθειας τον οδήγησε στις απεχθείς πράξεις του.
Πηγές:
Applebaum, P., (2008). Sex offenders in the community: Are current approaches counterproductive? Law & Psychiatry, 59, 352-354.
Marx, B.P., Miranda, R., Meyerson, L.A., Cognitive behavioral treatment for rapists: Can we do better?, Clinical Psychology Review, 19 (1999), pp. 875-894.
Beitchman, J.H., Zucker, K.J., Hood, J.E., DaCosta, G.A., Akman, D., Cassavia, E., (1992). A review of the long-term effects of child sexual abuse. Child Abuse & Neglect, 16, 101-118.
Dimitrova, N., Pierrehumbert, B., Glatz, N., Torrisi, R., Heinrichs, M., Halfon, O., & Chouchena, O. (2009). Closeness in relationships as a mediator between sexual abuse in childhood or adolescence and psychopathological outcome in adulthood. Clinical Psychology and Psychotherapy
Lev-Wiesel, R. (2008). Child sexual abuse: A critical review of intervention and treatment modalities. Children and Youth Services Review, 30, 665-673.
Modelli, E.S.M., Galvao, M.F., Pratesi, R. (2012). Child sexual abuse. Forensic Science International, 217, 1-4
Putnal, F.W. (2003). Ten-year research update review: Child sexual abuse. Journal of the Americal Academy of Child & Adolescent Psychiatry, 42 (3), 269-278.