Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ έχει μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας, αφενός ως ο δημιουργός του αρχετυπικού ιδιωτικού ντετέκτιβ, Φίλιπ Μάρλοου, που πρωταγωνιστεί σε επτά βιβλία του και αφετέρου ως ένας από τους πρωτεργάτες του είδους της «σκληροτράχηλης (hardboiled) νουάρ λογοτεχνίας», που αποτέλεσε τη βάση για τις νουάρ ταινίες, συνήθως με πρωταγωνιστές τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τη Λόρεν Μπακόλ, οι οποίες κατέκλυσαν το Χόλυγουντ από το 1940 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Με επιρροές από τον Ντάσιελ Χάμετ, που έγραψε το «Γεράκι της Μάλτας» (1929), αλλά και τον σχεδόν άγνωστο σήμερα συγγραφέα pulp διηγημάτων, Ερλ Στάνλεϊ Γκάρντνερ, ο Τσάντλερ δημιούργησε το δικό του ύφος και καθόρισε την εξέλιξη της λογοτεχνίας μυστηρίου, που είχε μέχρι τότε κάνει άλματα από τις απαρχές της με τον Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ και την Άγκαθα Κρίστι. Το πρώτο μυθιστόρημα του Τσάντλερ, με πρωταγωνιστή τον Φίλιπ Μάρλοου, ήταν η διάσημη σήμερα νουβέλα, «Ο Μεγάλος Ύπνος» (1939), η οποία μεταφέρθηκε πρώτη φορά το 1946 στη μεγάλη οθόνη από τον Χάουαρντ Χοκς, με ένα σενάριο που φέρει την υπογραφή του Γουίλιαμ Φώκνερ και το δίδυμο Μπόγκαρτ-Μπακόλ ως πρωταγωνιστές, και ύστερα το 1978, από τον Μάικλ Γουίνερ, με το Ρόμπερτ Μίτσαμ στο ρόλο του Μάρλοου.
Ο Τσάντλερ υπήρξε από την αρχή κυνικός απέναντι τόσο στην pulp λογοτεχνία μυστηρίου, ή «crime fiction» όπως ονομαζόταν πια, και ο λόγος ήταν ότι «εισέβαλε» στο χώρο σχετικά μεγάλος σε ηλικία. Γεννημένος στο Σικάγο το 1888, ο συγγραφέας μεγάλωσε σε ένα οικονομικά άνετο περιβάλλον και χάρη στις ρίζες του από τη Μεγάλη Βρετανία μετακόμισε εκεί σε νεαρή ηλικία, με αρχικό στόχο τις σπουδές, αλλά κατέληξε να καταταγεί στο Πολεμικό Ναυτικό για τις ανάγκες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και τελικά πήρε τη Βρετανική υπηκοότητα. Όπως ήταν φυσικό, ο πόλεμος στιγμάτισε τον Τσάντλερ και του άφησε μερικά κουσούρια, όπως τον αλκοολισμό και μια επίμονη κατάθλιψη, που τον έσπρωξε σε επανειλημμένες απόπειρες αυτοκτονίας. Τελικά, ο συγγραφέας γύρισε στις Ηνωμένες Πολιτείες και πριν το κραχ του 1929 έκανε μερικές επιτυχημένες επιχειρηματικές κινήσεις που τον έκαναν διευθυντή της «Dabney Oil Syndicate», σε ηλικία μόλις 43 ετών.
Ο αλκοολισμός και οι αυτοκτονικές του τάσεις, σε συνδυασμό με την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, που ακολούθησε το χρηματιστηριακό κραχ στη Γουόλ Στριτ, έκαναν τον Τσάντλερ να χάσει τελικά την ακριβοπληρωμένη διευθυντική του θέση στο πετρελαϊκό συνδικάτο και τον άφησαν άνεργο και ψυχικά καταρρακωμένο. Ήταν εκείνη την περίοδο που ο Τσάντλερ ανακάλυψε την pulp λογοτεχνία, την οποία συνήθιζε να διαβάζει στις μακρινές του βόλτες με το αυτοκίνητο κατά μήκος της Ακτής του Ειρηνικού. Ο νέος συγγραφέας, 45 χρονών πια, άρχισε να εκδίδει διηγήματα στο pulp περιοδικό Black Mask για να κερδίζει το ψωμί του και έτσι γνώρισε τη λογοτεχνία του Χάμετ και του Τζέιμς Μ. Κέιν, που τον επηρέασαν βαθιά στη δημιουργία του χαρακτήρα του, Μάρλοου.
Η έκδοση του «Μεγάλου Ύπνου», από τον εκδοτικό οίκο Alfred A. Knopf, ήταν το λογικό επόμενο βήμα, και ο Τσάντλερ, για να το συνθέσει, «κανιβάλισε» (όπως ο ίδιος περιέγραφε τη διαδικασία) δύο παλαιότερα διηγήματά του, ξαναγράφοντάς τα πιο αραιά και συνδυάζοντάς τα σε μία ενιαία ιστορία. Ο Μάρλοου δεν είναι εκκεντρικός, σαν τον Σέρλοκ Χολμς, ή αστείος στην εμφάνιση, αλλά εξαιρετικά μεθοδικός, όπως είναι ο Ηρακλής Πουαρό. Ο χαρακτήρας του είναι πιο συναφής με εκείνο του Σαμ Σπέιντ, τον ντετέκτιβ πρωταγωνιστή των βιβλίων του Χάμετ, αλλά οι ειρωνικές του «ατάκες» τον ξεχωρίζουν από οποιονδήποτε άλλο χαρακτήρα στη λογοτεχνία. Είναι πολύ πιθανό το παιχνιδιάρικο ύφος του Μάρλοου να επηρέασε και τον χαρακτήρα του Ίαν Φλέμινγκ, Τζέιμς Μποντ, ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε το 1953, στο βιβλίο «Casino Royale».
Στο «Μεγάλο Ύπνο», ο Μάρλοου προσλαμβάνεται από τον Στρατηγό Στέρνγουντ, έναν εύπορο, αλλά ηλικιωμένο και άρρωστο κάτοικο ενός πλούσιου προαστίου του Λος Άντζελες, που ζει εσώκλειστος στη βίλα του (και συγκεκριμένα στο θερμοκήπιό του, για να διατηρεί τη θερμοκρασία του σώματός του σε κανονικά επίπεδα), μαζί με τις δύο ατίθασες κόρες του, τη Βίβιαν και την Κάρμεν, και τον πιστό του μπάτλερ, για να βρει ποιος του στέλνει εκβιαστικά γράμματα σχετικά με παλιά απλήρωτα χρέη από τζόγο. Στην ιστορία εμπλέκονται ο πρώην σύζυγος της Βίβιαν, Ράστι Ρίγκαν, ένας Ιρλανδός λαθρέμπορος, ο οποίος παράτησε την οικογένεια μια νύχτα και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, ο Τζο Μπρόντι, ένας φτωχοδιάβολος που ψάχνει απεγνωσμένα τρόπους να βγάλει λεφτά και μοιάζει να ξεκίνησε την όλη ιστορία με τον εκβιασμό του Στρατηγού, ο Άρθουρ Γκάιγκερ, ένας έμπορος βιβλίων με μουστάκι σαν του Τσάρλι Τσαν και σκοτεινές συνήθειες, που δολοφονείται ξαφνικά μέσα στο σπίτι του σε ένα σκηνικό όπου εμπλέκεται η νεαρή Κάρμεν και ο ιδιοκτήτης καζίνο, Έντι Μαρς. Αν και οι χαρακτήρες είναι τρισδιάστατοι και ψυχολογικά πιστευτοί, ο Τσάντλερ ενδιαφέρεται καθαρά για το στυλ και την κάθε μία σκηνή δράσης ξεχωριστά, περισσότερο από όλες τις πτυχές της πλοκής και το πώς αυτές συνδέονται τελικά για να εξηγήσουν το μυστήριο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο φόνος του σοφέρ των Στέρνγουντ, που βρίσκεται δολοφονημένος στο αυτοκίνητο και πουθενά μέσα στο βιβλίο δεν εξηγείται πώς έγινε. Όταν ο Χοκς γύριζε την κινηματογραφική μεταφορά, ρώτησε μπερδεμένος τον Τσάντλερ ποιος διέπραξε το έγκλημα και εκείνος του απάντησε πως δεν είχε ιδέα.
Τα βιβλία του Τσάντλερ είναι οπωσδήποτε πιο τολμηρά από οποιαδήποτε κινηματογραφική τους μεταφορά (ίσως «Ο Μεγάλος Αποχαιρετισμός», 1973, του Ρόμπερτ Όλτμαν να πλησιάζει περισσότερο από κάθε άλλη) και σε καμία περίπτωση δεν είναι τέλεια, όσο αφορά την πλοκή ή τη γραφή τους. Ο συγγραφέας γνώριζε καλά τις αδυναμίες των βιβλίων με πρωταγωνιστή τον σκληροτράχηλο Μάρλοου, όμως παραδέχτηκε πως αν ήταν καλύτερα, ίσως και να μην είχαν εκδοθεί ποτέ. Η pulp λογοτεχνία είχε, άλλωστε, ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά σε ολόκληρη τη γκάμα της. Τα βιβλία του είδους ήταν ουσιαστικά περιπέτειες που διήγειραν τη φαντασία του αναγνώστη και τον μετέφεραν σε ένα άλλο σύμπαν, μακριά από την καταθλιπτική καθημερινότητα που όλοι βίωναν εκείνη την εποχή, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Ο Τσάντλερ μπορεί να έγραφε ό,τι έγραφε, πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό του, όμως το μυστικό της επιτυχίας του ήταν ότι η πλειοψηφία του κόσμου είχε παρόμοια βιώματα με εκείνον και έψαχνε εξίσου απεγνωσμένα μια διέξοδο, έστω και προσωρινή.
Δείτε το trailer της κινηματογραφικής μεταφοράς του 1946, στο YouTube: