“Άνθρωποι” της Alex_Andre

Κοιτάω μέσα από το παράθυρο που βρίσκεται απέναντι μου. Έξω βρέχει. Έχω τις κουρτίνες μου σηκωμένες, όχι για να βλέπω τον κόσμο που πηγαινοέρχεται προσπαθώντας να προλάβει τα χριστουγεννιάτικα ψώνια, μιας και όπως κάθε άλλη χρονιά, έχουν όλοι αφήσει για την τελευταία στιγμή, αλλά για να δώσω μια ευκαιρία στις στάλες της βροχής, που τρέχουν σε μικρά ρυάκια πάνω στα θολά τζάμια, να ενωθούν με τα δικά μου δάκρυα και ίσως να τα κρύψουν. Ο φωτισμός χαμηλός, δεν αντέχεται το φως κάτι τέτοιες ώρες, λίγα κεριά αχνοφωτίζουν το δωμάτιο, δημιουργώντας σκιές, που παιχνιδίζουν σε κάθε κίνηση της φλόγας, πάνω στους τοίχους και το ταβάνι. Τις κοιτάζω μαγεμένη προσπαθώντας να καταλάβω τι έχουν να μου πουν. Η σιωπή, που έχω εγώ επιλέξει να μου κρατήσει συντροφιά, σπάει από την μελωδία της μουσικής. Απαλές νότες αιωρούνται γύρω μου, μπερδεύονται με τις σκιές, χορεύουν μαζί τους. Ερωτευμένες οπτασίες που λικνίζονται στους ήχους της μπαλάντας. Ο καπνός από το τσιγάρο μου φαίνεται σαν να θέλει να ενωθεί μαζί τους, να κλέψει αν μπορέσει κάποιον παρτενέρ, να πάρει μέρος στον χορό κι αυτός και εγώ τον βοηθάω φυσώντας τον προς τα κει. Η δική μου προσωπική πίστα και εγώ βρίσκομαι στο πρώτο τραπέζι, θαυμάζοντας τις κινήσεις, χειροκροτώντας νοητά σε κάθε φιγούρα. Όλα είναι στην εντέλεια κι όμως κάτι λείπει.

Η νύχτα αρχίζει να πέφτει, σκεπάζοντας την πλάση, κρύβοντας την. Θέλει να την αφήσει να ξεκουραστεί, να πάρει κι αυτή μια ανάσα για την επόμενη μέρα που θα έρθει. Φέρνει για παρέα μαζί της το φεγγάρι, ένα πυρωμένο κόκκινο μάτι, που ξεκινάει το καθημερινό του ταξίδι, για να καταλήξει στην κορυφή του ουρανού και να αλλάξει το χρώμα του, παίρνοντας ένα μυστηριακό σιωπηλό ασημί, απλώνοντάς το πάνω στα πάντα τριγύρω, κάνοντάς τα να μοιάζουν με φαντάσματα. Το αφήνω να μπει και στον χώρο μου, το χρησιμοποιώ για προβολέα στην πίστα του τοίχου δίπλα μου και τα χρώματα γίνονται ακόμα πιο μαγικά, ακόμα πιο φωτεινά. Τα ζευγάρια, σαν να παίρνουν νέα πνοή από το φως, κινούνται πιο γρήγορα, σαν να τα βλέπω να μου χαμογελάνε. Γέρνω πίσω , κλείνω τα μάτια και αφήνω την σκέψη μου να περιπλανηθεί.

Έρχονται στιγμές στην ζωή που αρχίζεις να αναρωτιέσαι, «πως καταντήσαμε έτσι, βρε αδερφέ;». Αναλώσιμα ζωτικά αντικείμενα που απλά υπάρχουν και ζουν. Έχουμε όντως χάσει το νόημα της ζωής ή απλά το αποφεύγουμε νιώθοντας κάποιο φόβο μπροστά στο μεγαλείο του; Ίσως απλά οι υποχρεώσεις να μας έχουν μετατρέψει σε άβουλα από ψυχή όντα, καθώς, στροβιλιζόμενοι μέσα στην δίνη των ασήμαντων, χάνουμε μέρα με την μέρα τον ίδιο μας τον εαυτό.  Μιλώντας ψεύτικα μπροστά σε ένα καθρέφτη, παραμυθιάζουμε το «είναι» μας, προσπαθώντας να μας κάνουμε να νιώσουμε καλύτερα, ότι όλα πάνε όπως τα θέλουμε, μιας και δεν είμαστε σε θέση να βγάλουμε τις παρωπίδες και να δούμε την αλήθεια κατάματα. Δύσκολο να το κάνεις αυτό, να λέμε και το σωστό. Θέλει τόλμη να μπορέσεις να ρίξεις το προσωπείο της ικανοποίησης και να αρχίσεις να βρίσκεις τα λάθη, το ένα μετά το άλλο, μέχρι να διαπιστώσεις ότι όλα όσα κάνεις έχοντας την πεποίθηση του «πρέπει», είναι απλά μια φούσκα, μια εικονική ευτυχία που μέσα της ζεις, βολεύοντας τον εαυτό σου μέσα στον χρόνο.

Διαβάστε επίσης  “Διώνη” της Ουρανίας Κουσκάυ
Advertising

Advertisements
Ad 14

Όλοι μας ξεκινάμε την πορεία μας μέσα στον μακρύ δρόμο της ζωής με μόνα εφόδια την πίστη, την ελπίδα και ένα χαμόγελο στα χείλη, νιώθοντας σίγουροι ότι θα βάλουμε τα δυνατά μας για να εκπληρώσουμε κάθε μας επιθυμία, κάθε μας κρυφή ανάγκη. Βαδίζοντας τον δρόμο αυτό, κάποιοι από μας όντως θα καταφέρουν πολλά από αυτά που στόχευαν, άλλοι θα νιώσουν απογοητευμένοι από τα εμπόδια και θα τα παρατήσουν, ενώ άλλοι απλά θα χαθούν. Τι μπορεί όμως να σου προσφέρει μια επιτυχία στην ζωή αν εσύ έχεις χάσει την ψυχή σου στην προσπάθεια για να την αποκτήσεις; Θυμάμαι εποχές που ο καθένας ήξερε τους γείτονες  του με τα μικρά τους ονόματα και περνώντας μέσα από τα σοκάκια της πόλης, από παντού άκουγες να αντηχεί η λέξη «καλημέρα». Δες πως είμαστε τώρα. Απρόσωποι εντελώς, κλεισμένοι μέσα στην φυλακή μας. Βιασμένοι από τα «θέλω» της εποχής ή καλουπωμένοι μέσα σε αυτά από δική μας επιλογή;

Πολλές φορές το μόνο που έχει να κάνει κάποιος είναι να κάτσει και να δει τριγύρω του για να διαπιστώσει πόσο μόνοι είναι όλοι και ο ίδιος. Να παρατηρήσει τους ανθρώπους που έρχεται σε επαφή. Να θελήσει να τους δει στ’ αλήθεια και όχι απλώς να ρίξει μια φευγαλέα μισόκλειστη ματιά. Να νιώσει την ανάγκη της συντροφικότητας, να απλώσει ένα χέρι να τους αγγίξει. Κανένας δεν πρέπει να μένει μόνος. Συναισθήματα ιερά, όπως η αγάπη ή η φιλία, έχουν λασπωθεί και κατακερματιστεί στο βάθρο της υποκρισίας. Λέμε ότι τα νιώθουμε αλλά στην ουσία τα αποφεύγουμε. Όταν κάποιος μας χρειάζεται εμείς βάζουμε την ουρά στα σκέλια και τρέχουμε να κλειστούμε μέσα στο χρυσό μας κλουβί, βρίσκοντας κάθε είδους δικαιολογία για να αποφύγουμε την φρίκη που κανονικά θα έπρεπε να μας τυλίξει, πνίγοντάς μας και κάνοντάς μας να ξυπνήσουμε από τον λήθαργο που έχουμε βυθιστεί. Ότι δεν βλέπω δεν με αγγίζει, σωστά;

Διαβάστε επίσης  "Φυλακισμένη" της Γεωργίας Αγγελοπούλου

Έχουν έρθει αρκετές φορές που χρειαζόμουνα κάποιον δίπλα μου, όχι απλά για να υπάρχει, τέτοιους μπορώ να βρω παντού, αλλά μία παρουσία που να έχει την διάθεση να φτάσει ως τα βάθη της ψυχής και του μυαλού μου, να θελήσει να αλαφρύνει την απόγνωση μου, να με αφήσει να του δώσω λίγο από μένα γιατί απλά θα νοιάζεται. Πόσοι άραγε από μας δεν φοβούνται να ανοιχτούν γιατί πολύ απλά δεν έχουν τίποτα να ντρέπονται, τίποτα να κρύψουν; Που μπορούν χωρίς ενδοιασμούς, να βγουν μπροστά και να παραδεχτούν ότι «Ναι, δεν είμαι καλά!», αφήνοντας στην άκρη τον φόβο της απόρριψης, την αγωνία του εξευτελισμού του να δείξεις στον άλλον ότι είσαι ευάλωτος; Πόσοι κρατάνε τον εαυτό τους έξω από το γαϊτανάκι της παράλογης αδιαφορίας που διαδραματίζεται παντού, που κρατιούνται αλώβητοι από την σήψη του «δεν είναι δικό μου πρόβλημα, δεν με νοιάζει»; Προτιμώ να αρέσω σε μένα, όχι στους άλλους, η ψυχή μου έχει αξία, δεν θα την χαραμίσω για «τα μάτια του κόσμου». Δεν φοβάμαι να είμαι δίπλα σε κανέναν, όταν με χρειάζονται θα είμαι εκεί κι ας μην μου το ζητήσουν. Αυτό έχει σημασία.

Υπάρχουν άνθρωποι, που όταν η θλίψη τους τυλίγει, προτιμούν να χάνονται, να απομονώνονται από όλα και όλους. Μένουν μόνοι με τον εαυτό τους, προσπαθώντας να παλέψουν τα φαντάσματα του παρελθόντος που τους επισκέπτονται, μην θέλοντας να λερώσουν την χαρά κανενός με την δική τους δυστυχία. Έχω γνωρίσει, μέσα στην δική μου λεωφόρο της ζωής, ανθρώπους σαν και αυτούς. Όλοι τους ήταν μόνοι. Σαν τους λεπρούς που αποφεύγουμε μην τυχόν και μας κολλήσουν την αρρώστια. Συνήθως τους παραμυθιάζουμε ότι μας ενδιαφέρει τι τους συμβαίνει, ενώ στην ουσία θέλουμε κάπως να κόψουμε τους συνδέσμους που μας δένουν μαζί τους, αδιαφορώντας αν από την πληγή θα τρέξει αίμα, αν τους βυθίζουμε πιο πολύ στην θάλασσα της μελαγχολίας καταδικάζοντάς τους ίσως άθελα μας. Πόσο δύσκολο είναι άραγε να χαρίσεις ένα χαμόγελο; Πόσο δύσκολο είναι να φερθείς σαν άνθρωπος;

Διαβάστε επίσης  «ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΜΑΝΑ...» της Χάιδω Χρηστακίδου
Advertising

Αν  θα μπορούσα να χαρακτηρίσω την συμπεριφορά των γύρω μου με μια έννοια, αν θα μπορούσα να κλείσω μέσα σε μια φράση αυτό που πιστεύω, θα έλεγα ότι ζούμε τον «απόλυτο εξευτελισμό των ανθρωπίνων σχέσεων», την «κατάντια της εποχής μας», «τον βούρκο της ανυποστασίας του ανθρώπου». Οι περισσότεροι από μας έχουν χάσει ή , για να χρυσώσω το χάπι, έχουν ξεχάσει τις βασικές αξίες της ζωής. Κολυμπάμε στα βαθιά νερά του εγωισμού κινδυνεύοντας να πνιγούμε αλλά χωρίς ωστόσο να ανοίγουμε το στόμα μας για να φωνάξουμε βοήθεια. Καταδικασμένοι σε κινούμενη άμμο, εξαφανισμένοι μέσα στην ανυπαρξία με την οποία αντιμετωπίζουμε τους διπλανούς μας. Και να σκεφτεί κανείς, ότι είναι τόσο εύκολο να είσαι ανθρώπινος, τόσο απλό το να δίνεις χαρά και αγάπη. Υπάρχουν μέσα μας σε τεράστιες ποσότητες που ούτε καν θα νιώσουμε την απώλεια. Σκέψου να βρεθείς εσύ σε αυτήν την δυσμενή θέση. Ξέρω, τώρα θα μου πεις, «εγώ δεν χρειάζομαι κανέναν, είμαι οκ». Όταν θα έρθει αυτή η στιγμή και για σένα, γιατί όλοι μας έχουμε ανάγκη, εγώ θα σου κρατάω το χέρι, θα σου δίνω δύναμη από την δική μου, θα σε σπρώχνω προς το φως… αυτό το υπόσχομαι…

Πόσες ώρες είχαν περάσει; Το πικ-απ είχε σταματήσει να παίζει, φτάνοντας στο τέλος του δίσκου και διαμαρτυρόταν έντονα να πάει κάποιος και να σταματήσει την βελόνα από το αδιάκοπο χτύπημα της. Οι σκιές είχαν εξαφανιστεί, προσδίδοντας στον χώρο μια απουσία που την ένιωθα τόσο έντονα όσο και την καύτρα από το τσιγάρο, που άρχιζε να αγγίζει τα δάχτυλά μου. Έξω η βροχή είχε σταματήσει και από το αχνό φως του χαράματος που πλησίαζε μπορούσα να διακρίνω τις δροσοσταλίδες πάνω στα φύλλα από τα δέντρα, έτοιμες να κάνουν την βουτιά τους με το παραμικρό άγγιγμα,  το νοτισμένο γρασίδι που εξέπεμπε την μυρωδιά του απλόχερα παντού, μπουκώνοντας τον κόσμο με φυσικό άρωμα. Το ξύπνημα της πλάσης που αποκάλυπτε την ομορφιά της σε όλο της το μεγαλείο. Μένοντας σε εκείνη την θέση, συνέχισα να παρακολουθώ καθώς ο ήλιος έπαιρνε την θέση του, έτοιμος να ξεκινήσει μια καινούργια μέρα. Γέμισα με αισιοδοξία τον εαυτό μου και σκέφτηκα πως ναι, είμαι Άνθρωπος. Και ποτέ δεν θα σταματήσω να είμαι.

 

Πηγή εικόνας:

http://7-themes.com/collections/fantasy-wallpapers/4454819/

Advertising

 

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Eggers

Το σινεμά τρόμου του Robert Eggers

Ο Νεοϋορκέζος Robert Houston Eggers, φέτος συμπληρώνει την τέταρτη κατά

Βραδιές με δωρεάν προβολές στα Ιωάννινα!

Οι κινηματογραφικές προβολές συνεχίζονται με τις κινηματογραφικές αίθουσες να γεμίζουν!