Σε δέκα κλεψύδρες ξεκινάει η δίκη.
Η ζωή στην άβυσσο του Ναυτίλου έχει από καιρό σταματήσει να κυλά με τους κανονικούς της ρυθμούς και όλοι ψιθυρίζουν, τις γνώμες τους και φήμες που κάπου άκουσαν από κάποιον. Θα εξοριστεί για πάντα στη δεξαμενή των Αλάτων ή θα αθωωθεί;
Ο Ερνέστο Ντελγάδο βρίσκεται σε ένα κελί, στα βάθη των νερών της Καραϊβικής, που η αρχαιότητα έχει μετατρέψει τα κάποτε ζωντανά κοράλλια, σε άθραυστο εμπόδιο εξόδου. Είναι απόλυτα εγκλωβισμένος και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μασουλήσει το ελεεινό γεύμα από μικροσκοπικές γαρίδες και να σκεφτεί. Να σκεφτεί πως έφτασε εδώ, το χρόνο που έζησε μακριά από μια πραγματικότητα που κάποτε φάνταζε ανιαρή, τα λάθη και τις επιτυχίες του. Το σημαντικότερο όμως ήταν βρει γρήγορα μια λύση. Στριφογυρνούσε τη μοναξιά του και η αδιέξοδη θέση του, του έκλεινε το μάτι. Ξαφνικά αναλογίστηκε ότι ίσως δεν είναι και τόσο μόνος όσο πίστευε.
“Αυτό είναι!” σκέφτηκε, είχε έρθει η ώρα να ζητήσει βοήθεια από την πατρίδα.
“Πατρίδα…;” σχημάτισαν βουβά τα χείλη του.
Αναρωτήθηκε πόσες παλίρροιες είχε να σκεφτεί και να προφέρει αυτή τη λέξη.
Ο Ερνέστο, ήταν ο πρώτος εγγονός του συνονόματου παππού από την Κούβα, τον οποίο η παράξενη μοίρα του ναυτικού έριξε στον έρωτα μιας μελαχρινής Ελληνίδας στη Μεθώνη. Εκεί έστησε την οικογένειά του, άλλαξε το επώνυμό του σε Δελγάκης και άφησε πίσω του ό,τι τον συνέδεε με το μακρινό εξωτικό νησί του Ατλαντικού. Τα παιδικά χρόνια του εγγονού και της μικρότερης αδερφής του Αλεξάνδρας, μπολιάστηκαν με τις μυστηριώδεις υποβρύχιες ιστορίες του παππού τους. Τους έμαθε να ξεχωρίζουν τα ονόματα ψαριών που έβγαζαν με τα βραδινά καλάμια τους, να θυμούνται τα ονόματα κάθε κοχυλιού που συναντούσαν στις ξυπόλυτες βόλτες τους στην παραλία, μα πάνω από όλα ήθελε να τους διδάξει το σεβασμό απέναντι στη θάλασσα.
Τα χρόνια πέρασαν και μεγάλωσαν τον Ερνέστο σε έναν έφηβο που ήθελε να οργώσει τις θάλασσες του κόσμου και την Αλεξάνδρα σε μια δεσποινίδα που είχε στόχο να γίνει ωκεανολόγος. Η μεταξύ τους σχέση από όταν ήταν παιδιά ήταν άριστη, αλλά η πρώτη ρήξη ήρθε με τη διαθήκη του παππού στα τέλη της δεκαετίας του ‘50. Στον εγγονό άφησε ένα μικρό σεντούκι και στην εγγονή κληροδότησε μια θυρίδα και ένα γράμμα. Το σεντούκι ήταν γεμάτο κιτρινισμένους χάρτες μυθικών υποθαλάσσιων πόλεων, ένα προσωπικό ημερολόγιο στα ισπανικά με το αληθινό του επίθετο και μια φιλντισένια κασετίνα με σκαλισμένα τα αρχικά του. Στο εσωτερικό της κρατούσε φυλαγμένο ένα χρυσό νόμισμα, που στο πάνω μέρος του είχε σκαλισμένη μια τρίαινα και στο κάτω, σε σπειροειδή γραφή, Pax Aeterna MCMII, Αιώνια Ειρήνη 1902. Η χειρόγραφη επιστολή έκανε απλή αναφορά στην ύπαρξη του σεντουκιού, απαριθμώντας τα περιεχόμενά του και εξηγούσε ότι υπάρχει μία θυρίδα στην τράπεζα της Ελλάδος της οποίας το άνοιγμα θα ήταν επιτρεπτό μόνο όταν θα ερχόταν η ώρα της ελευθερίας. Το κλειδί που της άφηνε ήταν σε ένα ξεχωριστό φάκελο, χωμένο σε ένα δερμάτινο πουγκί. Καμία περαιτέρω εξήγηση όμως για το ποια ήταν αυτή η ώρα ή από που ξεφύτρωσαν όλα αυτά τα ακαταλαβίστικα μυστικά του παππού.
Τα δύο αδέρφια μεγάλωσαν και δεν ασχολήθηκαν ξανά με την παράξενη κληρονομιά τους. Ο Ερνέστο, όπως όλοι περίμεναν, έγινε ναυτικός και γύριζε τον κόσμο. Κυνηγούσε με τόλμη στις θάλασσες που διέσχιζε, να ζήσει περιπέτειες όμοιες με τις ιστορίες του παππού του. Ένα από τα μακρινά του ταξίδια τελείωσε στη χώρα της Μπελίζ, όπου για πρώτη φορά ένιωσε πως ήθελε να κάνει ένα διάλειμμα και να ζήσει για λίγο πάλι στη στεριά. Η δουλειά του στην πετρελαϊκή τον πλήρωνε κάμποσα δολάρια την εβδομάδα, τα οποία ξόδευε με γέλια και τραγούδια έχοντας τακτική παρέα μπόλικο ρούμι και νυχτερινές χορεύτριες του Πράσινου Παπαγάλου. Ένα ξενύχτι όμως του άλλαξε τη ζωή.
Η ξύλινη πόρτα του Πράσινου Παπαγάλου άνοιξε και μια άγνωστη επισκέπτης με μαύρο φόρεμα κοίταξε ολόγυρα και κατευθύνθηκε στο τραπέζι του Ερνέστο.
“Μπορώ να καθίσω;” τον ρώτησε με ζεστή φωνή.
Γυρνώντας προς το μέρος της, αντίκρισε ομορφιά που όμοιά της δεν είχε συναντήσει μέχρι εκείνο το βράδυ. Ηλιοκαμένο μετάξι το δέρμα της, τα μαύρα μάτια της έμοιαζαν με πυρωμένα κάρβουνα και οι κόκκινες μπούκλες των μαλλιών έπεφταν στους θρόνους των ώμων της.
“Αγαπητή μου θα ήταν μεγάλη μου τιμή! Σήμερα έχω τα γενέθλιά μου και κερνάω όλο το μαγαζί!” της απάντησε χαμογελώντας ανάμεσα από τα γένια του.
Πέρασαν όλο το βράδυ ανταλλάσσοντας ιστορίες για τοπικούς θρύλους και τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους με το ποτό των πειρατών. Ο ουρανός ήταν έτοιμος για την αυγή και ο Ερνέστο ένιωθε ακόμη μαγεμένος από τη γυναίκα που έβλεπε απέναντί του. Σύντομα έφτασε η ώρα του αποχωρισμού τους και γέρνοντας προς το αυτί του, του ψιθυρίζει:
“Αν θες να ζήσεις πιο μακριά και από το όνειρο, πήγαινε μόνος σου στην πρώτη άκρη της Μεγάλης Κυανής Κοιλότητας στον ύφαλο του Φάρου. Όταν φτάσεις εκεί, ρίξε αυτό με δύναμη στη θάλασσα και φώναξε Yoltzin” και έχωσε ένα κομμάτι μέταλλο στην παλάμη του.
Ο Ερνέστο μόλις άνοιξε το χέρι του, δεν πίστευε στα μάτια του! Ένα χρυσό νόμισμα, με μια τρίαινα στη μια του πλευρά, ενώ από την άλλη υπήρχε η γνωστή του φράση Αιώνια Ειρήνη, με το έτος απόν. Χωρίς χάσιμο χρόνου, αποφασίζει να ακολουθήσει τις οδηγίες της σειρήνας του. Μέσα σε δύο ημέρες τακτοποιεί τις υποθέσεις του, παραιτείται από την δουλειά, πληρώνει το ενοίκιο στη σπιτονοικοκυρά του και ταχυδρομεί την τελευταία καρτ ποστάλ στην Αλεξάνδρα. Αυτή τη φορά ήταν ανοιχτοχέρης με τις λέξεις του και της έγραψε:
“Αγαπημένη μου αδερφή,
Ξέρω καλά ότι έχω χάσει πολλές στιγμές, αλλά η σκέψη μου όπου και εάν βρέθηκα ήταν πάντοτε μαζί σας. Ίσως με θεωρείς και κάθαρμα, αλλά είμαι σίγουρος πως κατά βάθος, εσύ, πάντοτε με καταλάβαινες. Αύριο αναχωρώ για το ταξίδι της ζωής μου και ίσως κάνετε καιρό να ακούσετε νέα μου. Στέλνω σε όλους σας την αλμυρή μου αγάπη.
Υ.Γ. Κράτα τη φαντασία σου ζωντανή, ίσως κάποτε κοιταχτείτε κατάματα!
Το σούρουπο της αναχώρησης είχε επιτέλους φτάσει. Κοντοστάθηκε στην προβλήτα και κοιτώντας την πόλη, έβγαλε από την τσέπη το σουγιά του και ξεφλούδισε ένα ζουμερό πορτοκάλι. Ξέπλυνε τα χέρια του στο νερό και πήδηξε στην ηλεκτροκίνητη βάρκα του. Καθώς πλησίαζε στο σημείο συνάντησης, η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά. Αναρωτήθηκε μήπως αυτό ήταν μια καλοστημένη φάρσα από τα ρεμάλια τους φίλους του ή μήπως μια επικίνδυνη παγίδα των συμμοριών του λιμανιού. Με τα πολλά, δροσίζει με μια χούφτα νυχτερινή θάλασσα το πρόσωπο του για να συνέλθει και σηκώνεται όρθιος. Στη συνέχεια αρπάζει το νόμισμα που είχε φυλαγμένο στο πουκάμισό του, το πετάει στο νερό και με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια του φωνάζει το όνομά της.
“Yoltziiin….! Yoltziiin…!
Το υγρό χαλί κάτω από τη βάρκα του άρχισε να αναταράσσεται. Σαν κάτι να του έδωσε ζωή και το νερό στρεφόταν αργά – αργά προς το μέρος του. Σκαρφάλωσε το ξύλινο σκαρί που τους χώριζε και τον πλησίαζε όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που αγκάλιασε όλο του το κορμί. Από τα αυλάκια στις άκρες των δαχτύλων του, μέχρι τις βλεφαρίδες των ματιών του. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, αλλά κοιτούσε το κενό σαν μαγεμένος. Τότε μπροστά στα σαστισμένα του μάτια, ξεπρόβαλε εκείνη.
“Χαίρομαι πολύ για την απόφασή σου” είπε κρατώντας στα χέρια το κάλεσμά της.
Στη συνέχεια του φίλησε την ανάσα της και αρπάζοντάς τον από το χέρι, βούτηξαν στο νερό. Όση ώρα βυθιζόντουσαν, ο Ερνέστο με μεγάλη έκπληξη συνειδητοποιούσε τη μετάλλαξή του. Μπορούσε πλέον να αναπνέει κάτω από το νερό σαν να ήταν αέρας, τα δάχτυλά του ενώθηκαν με εύκαμπτες μεμβράνες σαν να ήταν πτερύγια, ενώ η συνεχής πτώση της θερμοκρασίας άφηνε αδιάφορο το ψυχρόαιμο πλέον κορμί του. Μόλις έφτασαν μπροστά στην είσοδο μια μαργαριταρένιας της πόλης, η Yoltzin κοντοστάθηκε και ξεκίνησε να μιλά.
“Όλα όσα συμβαίνουν και βλέπεις είναι πέρα για πέρα αληθινά. Είσαι η ίδια ψυχή, αλλά, πέρασες το κατώφλι της ανθρώπινης φύσης σου. Η πόλη αυτή που βλέπεις είναι ζωντανή και για αιώνες καλά κρυμμένη από όλους τους στεριανούς”.
“Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω τίποτα”.
“Άκουσε καλέ μου Ερνέστο και θα σου πω την ιστορία μας. Όσοι έχασαν, χάνουν και πρόκειται να χάσουν τη ζωή τους στις θάλασσες του κόσμου, η Γαλάζια Μητέρα τους αγκαλιάζει σαν δικά της πλάσματα και τους προσφέρει καταφύγιο στα πιο μυστικά της βάθη.”
“Είμαι νεκρός;”
“Όχι, σε ξεχώρισα ανάμεσα από πολλούς για να γίνεις ο νέος προστάτης της πόλης μας. Έχεις δύο επιλογές. Μπορείς να ξεκινήσεις μια νέα ζωή, εδώ στην Άβυσσο του Ναυτίλου, αφού απαλλαχθείς από οτιδήποτε μπορεί να σου θυμίσει το παρελθόν. Θα αποκτήσεις περισσότερες ικανότητες και δύναμη, για να υπερασπίζεσαι την πόλης μας και μόλις τελειώσει η θητεία σου, θα έχεις το δικαίωμα για τη Δοκιμασία Εξόδου. Εάν την περάσεις και το επιθυμείς, θα είσαι αιώνια ελεύθερος να επιστρέψεις στη στεριά. Πρόσεξε όμως, εάν με τον οποιοδήποτε τρόπο κινδυνεύσει η μυστική ύπαρξη της πόλης μας εξαιτίας σου, τότε θα εύχεσαι να ήσουν νεκρός! Εναλλακτικά, μπορώ να σε στείλω μεμιάς στην ξηρά, να συνεχίζεις από εκεί που σταμάτησες, χωρίς να έχεις αναμνήσεις από όλα αυτά.”
Ο Ερνέστο έκλεισε για λίγα λεπτά τα μάτια του και ζύγιασε τα λόγια της.
“Θα μείνω!” της απάντησε και κολύμπησε μέσα από την μαργαριταρένια αψίδα της εισόδου.
Πηγή εικόνας:
https://awesomewallpaper.files.wordpress.com/2013/03/img104.jpg