Έπειτα από αρκετό καιρό επιστρέφω στον τόπο εκείνο που μεγάλωσα.. Στον τόπο που ήρθα με την οικογένειά μου ως ξένος και τώρα, είκοσι χρόνια μετά, τον νιώθω δικό μου σα να φύτρωσα από αυτόν.. Και όλα αυτά χάρη σε εκείνη.. Εκείνη που με δίδαξε να αγαπώ τον κόσμο παρ’ όλα του τα αμαρτήματα.. Όμως τώρα πια ξέρω δε θα τη βρω εκεί, δεν θα μας περιμένει πλέον στο απογευματινό μας ραντεβού, ούτε εμένα, ούτε τους άλλους εννιά…
Στην αρχή για όλους ήμουν το παιδί από την Αλβανία και κανένας δε με πλησίαζε. Κανένα παιδάκι δεν έκανε παρέα μαζί μου και ήμουν τόσο μόνος σε ένα τόπο άγνωστο.. Δειλά δειλά στο σχολείο άρχιζαν κάπως να με αποδέχονται όμως και πάλι ήμουν το παιδάκι που ήρθε ξαφνικά στο χωριό τους από ξένη χώρα. Καθώς περνούσαν οι μέρες και άρχισα να μπαίνω για τα καλά στη νοοτροπία της νέας μου πατρίδας παρατηρούσα ότι τα παιδιά της τάξης μου τα μεσημέρια ανυπομονούσαν να φύγουν για να πάνε στο σπίτι εκείνο, το μικρό που βρισκόταν στην άκρη του χωριού. Έτσι με έτρωγε η περιέργεια κι εμένα για το τι μπορεί να έκαναν εκεί.. Ώσπου μια μέρα τους ακολούθησα κι εγώ.. Καθώς έφτασα στο σπίτι με τον όμορφο κήπο αυτό που μου τράβηξε την προσοχή ήταν τα εννέα πήλινα γλαστράκια βαμμένα με διαφορετικά χρώματα και φυτεμένα μέσα τους ξεχωριστά λουλούδια που ήταν ακουμπισμένα πάνω σε ένα ξύλινο τραπεζάκι μέσα στην αυλή.. Αφού για λίγα λεπτά με συνεπήρε η ομορφιά των λουλουδιών αποφάσισα να κρυφοκοιτάξω από το παράθυρο για να δω τι έκαναν μέσα στο σπίτι οι συμμαθητές μου όμως παραπάτησα κι έπεσα άτσαλα στο πάτωμα με αποτέλεσμα να με ακούσουν και να βγουν όλοι έξω..
Τότε αντίκρισα για πρώτη φορά εκείνη. .Ήταν τόσο όμορφη, τόσο απρόσμενα ξεχωριστή σα νεράιδα.. Δύο από τα κορίτσια την κρατούσαν και την οδήγησαν στην αυλή.. Τότε ανακάλυψα ότι δε μπορούσε να δει. Ήξερε όμως για εμένα γιατί της είχαν μιλήσει τα παιδιά.. Έτσι με κάλεσε μέσα στο σπίτι.. Ένα σπίτι πολύχρωμο σαν και τη ψυχή της. Γεμάτο βιβλία. Στο τραπέζι επάνω έβλεπες το Ανθολόγιο, τη Γραμματική και τα μαθηματικά μας. Στους τοίχους υπήρχαν κολλημένες σαν αφίσες ζωγραφιές . Ένα σπίτι που ένιωθες γαλήνη και ζεστασιά από το πρώτο λεπτό. Καθίσαμε όλοι μαζί στο σαλόνι.. Εννιά μικρές καρεκλίτσες γέμιζαν το χώρο και οι εννιά συμμαθητές μου να κάθονται πάνω.. Εμένα με έβαλε να καθίσω στην δική της καρέκλα. Ήθελε να με κάνει να αισθανθώ όμορφα και έπειτα με ρώτησε πως νιώθω.. Παιδί ήμουν τότε και δεν ήξερα τι να απαντήσω.. Το μόνο που είπα ήταν ότι δεν είχα κανένα φίλο και αυτό με στεναχωρούσε.. Τότε έβγαλε από το συρτάρι δέκα μαντήλια και μας έκλεισε τα μάτια.. ”Είχα προετοιμαστεί καιρό γι’ αυτήν τη συνάντηση” μου είπε..
”Θέλω όλοι μαζί να αγκαλιαστούμε τώρα για λίγα λεπτά και να μου πείτε τι νιώθετε..” Καθώς όλα τα παιδάκια ήμασταν αγκαλιά αρχίσαμε τα γέλια και το συναίσθημα που επικρατούσε ήταν εκτός της λίγης ντροπής, η χαρά.. Βγάλαμε τα μαντήλια και όλοι μαζί απαντήσαμε πως ήταν πολύ όμορφα.. Τότε εκείνη μας είπε, ” Βλέπετε παιδιά μου, αν κλείσετε τα μάτια σας και ενωθείτε τότε θα είστε όλοι ένα.. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις εδώ..
Δεν υπάρχει άσπρο, ούτε μαύρο. Δεν υπάρχει ασχήμια.. Είμαστε όλοι ένα όταν μας οδηγεί η καρδιά και αυτό θέλω να το θυμάστε πάντα..” Από εκείνη τη στιγμή δεν χωρίσαμε ποτέ μέχρι πριν λίγα χρόνια.. Δεχτήκαμε ο ένας τον άλλο με τη διαφορετικότητά του.. Έτσι στην αυλή πλέον πάνω σε εκείνο το ξύλινο τραπέζι πήρε τη θέση του και το δέκατο πήλινο γλαστράκι.. Το δικό μου.
Μεγαλώνοντας έμαθα όλη την ιστορία της. Γεννήθηκε με πρόβλημα στην όραση όμως δεν τα παράτησε ποτέ.. Ήθελε από μικρή να γίνει δασκάλα, να τελειώσει τις σπουδές της και να γυρίσει στο χωριό της έτοιμη να διδάξει στο μικρό τους σχολείο, τα παιδιά που τόσο αγαπούσε.. Δυστυχώς όμως λίγο πριν τελειώσει τις σπουδές της έχασε τελείως την όρασή της κι έτσι δεν τα κατάφερε.. Αυτό όμως δεν την επηρέασε. Γύρισε πίσω στο χωριό, στο πατρικό της αλλά δεν είχε κανέναν αφού οι γονείς της δε ζούσαν. Οι χωριανοί της στάθηκαν πολύ και την βοηθούσαν.. Ήταν ξεχωριστή γυναίκα, ευγενική.. Σιγά σιγά τα παιδιά έμαθαν πως παραλίγο να γίνει δασκάλα και λόγω του ότι την αγαπούσαν τόσο πολύ πήγαιναν σπίτι της καθημερινά για να της προσφέρουν βοήθεια.. Έτσι άρχισαν όλα.. Δεν ήταν η κανονική μας δασκάλα αλλά για εμάς ήταν πραγματικά η προσωποποίηση της έννοιας της δασκάλας. Η μαμά μας,η φίλη μας και η αδερφή μας. Ήταν όλα αυτά μαζί.. Παίζαμε, ζωγραφίζαμε, λύναμε μαζί τις ασκήσεις που μας έβαζαν στο σχολείο. Εμείς απλά τις αναφωνούσαμε και εκείνη μας έδινε με μιας τις απαντήσεις.. Φυτεύαμε μαζί λουλούδια, δεντράκια και έτσι είχαμε το δικό μας περιβόλι.. Δε μπορούσε να δει τα χρώματα αλλά της αρκούσενα μυρίζει την ευωδία από τα λουλούδια, τα φρούτα και τα λαχανικά που ο καθένας από εμάς είχε φυτέψει.. Πηγαίναμε βόλτες όλοι μαζί στο χωριό και συνεχώς ”μαλώναμε” για το ποιοι θα την κρατάνε από το χέρι για να την οδηγούν..
Πολλές φορές σαν παιδιά κι εμείς και χωρίς καμία διακριτικότητα τη ρωτούσαμε πωςένιωθε αφού δε μπορούσε να δει..
” Παιδιά μου, μας έλεγε, δε μπορώ να δω όμως έχω αναπτύξει άλλες αισθήσεις και άλλα συναισθήματα μέσα μου. Για παράδειγμα μπορώ και ακούω καλύτερα, έλεγε γελώντας. Μπορώ να αισθάνομαι περισσότερο.. Όταν είμαι μόνη μου εξυπηρετώ τον εαυτό μου άνετα γιατί ξέρω το σπίτι μου και που είναι το κάθε τι.. Αυτό που θέλω να σας δώσω να καταλάβετε είναι πως μέσα από το σκοτάδι μπορείτε να ανακαλύψετε τα φώτα όλου του κόσμου.. Ότι και να συμβεί στη ζωή μας πρέπει να το δεχόμαστε και να πορευόμαστε με αυτό δίχως να το βάζουμε κάτω.. Έτσι έμαθα να αγαπώ κυρίως τον εαυτό μου και μετά τον υπόλοιπο κόσμο γιατί η αγάπη πρέπει να μοιράζεται απλόχερα ακόμα και όταν είναι αναγκασμένη να ζει στο σκοτάδι.. Δεν πρέπει και δε μπορεί να την εμποδίζει Τίποτα να βγει από μέσα μας. Τότε μόνο η ψυχή μας θα γίνει λαμπερή σαν τον ήλιο..”
Αυτά τα λόγια και άλλα πολλά που ειπώθηκαν και δεν ειπώθηκαν ποτέ, ζουν μέσα μας μέχρι σήμερα.. Σήμερα που επιστρέφουμε και οι δέκα πίσω σε αυτό το χωριό γιατί εκείνη το θέλησε.. Λίγο πριν φύγει μάθαμε οτι αυτό το σπίτι περνάει στην κυριαρχία μας και τα συναισθήματα έχουν πάρει φωτιά. Πρώτη φορά μετά από χρόνια συναντιόμαστε όλοι μαζί ξανά για να μπούμε μέσα σε εκείνο το σπίτι που μαςδίδαξε πως να έχουμε δύναμη μέσα μας για να αντιμετωπίσουμε τη ζωή.. Και καθώς η πόρτα της αυλής ανοίγει τα δέκα γλαστράκια υπάρχουν ακόμα επάνω στο τραπέζι.. Δεν έχουν όμως μέσα τους τα λουλούδια και το χρώμα τους έχει πια ξεθωριάσει. Κρατάω το κλειδί και ανοίγω την πόρτα ακούγονταςπίσω μου τις βαριές ανάσες και των εννέα φίλων μου. Μπαίνοντας στο εσωτερικό βλέπουμε ότι όλα είναι όπως ήταν και όμως τόσο μα τόσο διαφορετικά.. Πως γίνεται τα πάντα να έχουν αλλάξει και παράλληλα να είναι τόσο ίδια; Τι παράξενο συναίσθημα πνιγμένο μέσα στην λύπη και τη νοσταλγία βγαίνει από μέσα μας; Και όμως να, οι ζωγραφιές μας ακόμα στον τοίχο κολλημένες και τα χρώματα ίδια σα να τις έβαψε κάποιος εχθές.. Στο μικρό κουτί επάνω στο τραπέζι του σαλονιού υπάρχουνακόμα τα μαντήλια που δέναμε τα μάτια μας για να νιώσουμε όπως εκείνη για λίγο.. Τα μαντήλια που φορούσαμε και αγκαλιαστήκαμε για πρώτη φορά όλοι μαζί τότε που πρωτοήρθα. Στο τραπέζι της κουζίνας υπάρχει ένα βάζο με ξερά τριαντάφυλλα και πάνω του στηρίζεται ένα γράμμα από εκείνη..
” Παιδιά μου αυτή τη στιγμή που διαβάζεται αυτό το γράμμα ξέρω ακριβώς πως αισθάνεστε γιατί μπορεί να μην σας είδα ποτέ, να μην αντίκρισα τη μορφή σας όμως σας αγάπησα αληθινά γιατί ένιωσα ότι αυτά που σας έδωσα μου τα ανταποδώσατε μετον καλύτερο τρόπο. Χαίρομαι που συναντηθήκατε ξανά μετά από τόσο καιρό και αυτό χάρη σε εμένα και ας μην είμαι εδώ.. Στην ουσία όμως πάντα θα είμαι.. Θέλω όσο το δυνατό περισσότερο να συνεχίσετε να είστε μαζί από εδώ και πέρα.. Αυτό το σπίτι σας ανήκει. Το ξέρετε και σας ξέρει και θα ήθελα να συνεχίζεται να δίνετε φως μέσα από αυτό.. Σας έχω απόλυτη εμπιστοσύνη..”
Το σπίτι εκείνο λοιπόν μετά από χρόνια συνέχισε να δίνει φως σε όλο το χωριό.. Μέσα του υπήρχαν ακόμα περισσότερα βιβλία και πολλά, πάρα πολλά χρώματα.. Τα γλαστράκια έγιναν περισσότερα αλλά τα δέκα που ξεχώριζαν ήταν πάνω σε εκείνοτομικρό ξύλινο τραπέζι.. Και εμείς οι δέκα όλο φεύγαμε και όλο γυρνούσαμε σε αυτό το σπίτι.. Μια φωτογραφία μας μαζί με τη δασκάλα μας υπήρχε σε ένα μεγάλο κάδρομέσα στο σαλόνι και με σπρέι γραμμένη στον τοίχο μια φράση ” Σ’ αγαπώ κι ας μη σεβλέπω” και μόνο όσοι ήξεραν καταλάβαιναν το νόημά της.. Έτσι το σπίτι εκείνο, το μικρό και τόσο όμορφο στην άκρη του χωριού ήταν πλέον μια πολύχρωμη παγίδα γεμάτη γνώσεις και εμπειρίες για όλους.. Μια βιβλιοθήκη στη μνήμη της που είχε τ’ όνομά της..