«Αννα μου που εισαι?Σε παιρνω απο το πρωι, μόλις πάρεις το μήνυμά μου επικοινώνησε άμεσα μαζί μου. Ανησυχώ κοριτσάκι μου!»
«Καλή μου Σάρα, πάντα με σκέφτεσαι και ανησυχείς για μένα. Χρίστε μου τι θα κάνω?» και με αυτή την φράση το βλέμμα της Άννας έπεσε στο μικρό τραπεζάκι που πριν ένα μήνα είχε αγοράσει απο ενα μπαζάρ τόσο για το μεγεθός του, που εξυπηρετούσε άνετα τον μικρό της χώρο, όσο και για τα υπέροχα αναπαλαιωμένα ανάγλυφα σχέδια στην επιφανειά του, που τώρα απλά καλύπτονταν απο διάφορους φακέλους σε διάφορα μεγέθη. Απο τράπεζες κυρίως αλλα και φάκελοι με ληξιπρόθεσμους λογαριασμούς αυξάνονταν και πλήθεναν μέρα με την μέρα. Ο αγαπημένος της δε ήταν ο μεσαίος, απο την αγαπημένη της τράπεζα, με την επιστήθια αγαπημένη της πιστωτική κάρτα που κόντεψε να της πέσει απο τα χέρια όταν διάβασε πως το υπόλοιπο της ήταν μόλις 180 ευρώ.
«180 ευρώ!!!» σχεδόν ούρλιαξε καθώς την ίδια στιγμή ένιωσε ο αέρας του δωματιου να πιέζει τα πνευμόνια της και να αδυνατεί να αναπνεύσει . Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και με μια γεναία προσπάθεια να εισπνέυσει όλον τον αέρα του Θησείου, δυνατός βήχας την έπιασε και κατευθύνθηκε σχεδόν τρέχοντας στην κουζίνα για ενα ποτήρι νερό.
« Έξω…πρέπει να βγώ έξω να με χτυπήσει φρέσκος αέρας …να περπατήσω να ξεχαστώ…και να σκεφτώ τι θα κάνω» ..Με μια κίνηση αστραπή βούτηξε την μαύρη δερμάτινη τσάντα της απο τον καναπέ που ήταν πεταμένη άτσαλα και έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της.
« 180 ευρώ..180…Χριστέ μου..τι φανταστικό φουλάρι!!!»..αναφώνησε καθώς κόντεψε να σκοτώσει τον ψιλό κουστουμαρισμένο που ήταν πίσω της όταν φρέναρε απότομα μπροστά απο την βιτρίνα του πολυκαταστήματος. Στην βιτρίνα ένα εντυπωσιακό κόκκινο μεταξωτό φουλάρι μαγνήτισε το βλέμμα της αλλά κυρίως την επιθυμία της να το αποκτήσει και ενα τρελό παραλήρημα ξεκίνησε με τις σκέψεις της στο πόσο πιο όμορφη θα ήταν με αυτο το καταπληκτικό φουλάρι..και ναι..στην παρούσα στιγμή της ζωής της το είχε πραγματικά αναγκη να νιώσει έτσι.
«Θα το φορέσω αμέσως..σας ευχαριστώ καλή σας ημέρα»..και με το χαμόγελο joconda χαιρέτησε την υπάλληλο του καταστήματος αλλά και τα 90 ευρώ απο την κάρτα της. ‘Η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ όμορφη με το κόκκινο μεταξωτό φουλάρι και η αντίθεση με το τόταλ μπλακ κοστούμι της , το έντονο αλλα και αγαπημένο της κόκκινο κραγιον στα χείλη της και τα κατάμαυρα καρέ μαλιά της ,της έδιναν επάξια τον τίτλο της άριστα φινετσάτης γυναίκας. Το κόκκινο φουλάρι της, της έδινε εναν αέρα διαφορετικό. Από την στιγμή που το φόρεσε δεν την απασχολούσε σχεδόν πια τίποτα..τυλιγμένη σε αυτό ένιωθε ήρεμη, γεμάτη αυτοπεποίθηση αλλα και αισιόδοξη. Περπατούσε και χαμογελούσε και έμοιαζε άνθρωπος χωρίς προβλήματα, χωρίς στεναχώριες και γεμάτος ζωή! Φυσικά δε παρέλειψε ούτε μια φορά να μην βλέπει το είδωλο της κάθε φορά που περνούσε απο κάποια βιτρίνα. Ένιωθε τόσο διαφορετικά…σα να
έιχε αλλάξει ξαφνικά όλος ο κόσμος..άντρες και γυναίκες την κοιτούσαν με θαυμασμό..μάλιστα κάποιοι πιο τολμηροί δε δίστασαν καταμεσής του δρόμου να την φλερτάρουν έντονα !
«Λοιπόν…είναι μαγικό …δεν εξηγήτε αλλιώς το πόσο μου άλλαξε τη διάθεση… ναι είναι μαγικό…» και πρίν προλάβει να δώσει σαν καλή νονά το βάπτισμα την σκέψη της την διέκοψε ο χτύπος του κινητού της…
«Κύριε Ανδρέου, καλησπέρα»
«Άννα μου ενοχλώ?»
« Φυσικά και όχι Κύριε Ανδρέου..πείτε μου ..είναι κάτι που πρέπει να στέιλω απο το email ?»
«Ακου Άννα, αν και κανονικά δε θα έπρεπε να σε προετοιμάσω, αλλά γνωρίζοντας το πόσο το ήθελες και πάλεψες για αυτό τον τελευταίο χρόνο, θα ήθελα να σου πω, πως αύριο στο συμβούλιο θα ανακοινωθεί και επισημα η προαγωγή σου για το έργο της Θεσσαλονίκης και το νέο τμήμα εκεί. …Είναι δικό σου Άννα..το οποίο σημαίνει νέο σπίτι και αυτοκίνητο απο την εταιρία μας και φυσικά νέα σύμβαση με μια μεγάλη αύξηση για εσένα…»
Κόντεψε να της πέσει το τηλέφωνο απο το χερι..είχαν περάσει δέκα λεπτά που είχε κλείσει την γραμμή με τον προιστάμενό της και ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει οσα έιχε ακούσει… Αποσβολωμένη αλλά και τυλιγμένη στο νέο της φουλάρι το οποίο μέσα σε λίγη μόλις ώρα της άλλαξε στο πενήντα τις εκατό απο όλα όσα ήθελε στην ζωή της. Την ζωή της, που μόλις λίγες ώρες πρίν ήταν που επέστρεψε το δαχτυλίδι αρραβώνων στον Νίκο, ο οποίος μετά απο έξι χρόνια σχέσης αλλά και συγκατοίκησης αδυνατούσε να πάρει μια απόφαση για το επόμενο βήμα στην σχέση τους, μια σχέση που ειχε κολλήσει απο τα πρώτα δύο χρόνια με στόχο ένα καλύτερο κοινό μέλλον όμως που στην ουσία αφορούσε απλά μια συνήθεια στο να έιμαστε καλά τι μας λείπει !!Δυο μήνες η Άννα το πάλευε μέσα της… που σε συνδιασμό με τα εξαντληντικά ωράρια στο γραφείο την είχαν φέρει σε σημείο να έιναι συνεχώς υποτονική, ανασφαλής αλλα και γεμάτη θυμό για το κάθε τι. Όλα αυτά όμως μεχρι σήμερα..μεχρι πρίν λίγη ώρα που αποφάσισε να κάνει την τελευταια της αγορά πρίν η κάρτα χτυπήσει κόκκινο και πριν βυθιστεί στον καναπέ της συντροφιά με ενα μπουκάλι ουίσκι.
Σκέφτηκε πριν πάει σπίτι της να περάσει απο το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς και να πάρει κάποια καλούδια και ενα καλό κρασί, να φωνάξει την Σάρα και τον Μάκη και να γιορτάσουνε την προαγωγή της. « Μήπως το γρουσουζέψω? Μπά… ποτέ δε πίστευα σε δεισιδαιμονίες και δε πρόκειτε να το κάνω τώρα..Καλή παρέα, σπιτικό φαγητό και καλό κρασί θα είναι ένα υπέροχο τελείωμα της ανατρεπτικής ημέρας μου..Μαγικό κόκκινο μεταξωτο φουλάρι μου…σε λατρεύω !»
Ένα τετράγωνο πρίν την στροφή για το σπίτι της αποφάφισε να πάρει την Σάρα και τον Μάκη στο τηλέφωνο για να τους καλέσει το βράδυ σπίτι της…Δεν θα τους έλεγε τίποτα..όλα τα νεα το βράδυ με τις προπόσεις και τα ανάλογα πειράγματα απο τους δύο αυτούς αδερφικούς της φίλους. Ωστόσο θα μπορούσε να κάνει ακόμη ενα δώρο στον εαυτό της για σήμερα..σκέφτηκε βέβαια για λίγο και τα σαράντα ευρώ που της είχαν απομείνει στην κάρτα της αλλα η επόμενη σκέψη πως ο τραπεζικος της λογαριασμός θα γεμίσει με πράσσινα,μπλέ και κίτρινα χαρτονομίσματα την έκαναν απλά να χαμογελάσει καθώς ο Κ.Ανδρέου στο τηλέφωνο της τόνισε πως μεγάλο μέρος της προκαταβολής θα έμπαινε αύριο ώστε να τακτοποιήσει εκκρεμότητες αλλά και την μετακομισή της για την νέα της θέση στην Θεσσαλονίκη. Χωρίς δέυκερη σκέψη άνοιξε την πόρτα του κομμωτηρίου και αφού χαιρέτησε εγκάρδια την κομψή κοπέλα στην ρεσεψιόν κάθησε χαρούμενη και ανάλαφρη απο κάθε είδους άσχημες σκέψεις και αφέθηκε στα ικανά χέρια της Στάσας. Κάτω απο τον άλλοτε εκνευριστικό ήχο του σεσουάρ που στέγνωνε τα μαλιά της σκοτείνιασε στην σκέψη της κοπέλας στην ρεσεψιόν. Πέντε χρόνια τώρα που σε εβομαδιαία βάση επισκέπτεται το συγκεκριμένο κομμωτήριο, η κοπέλα στην ρεσεψιόν παντα καλωςόριζε την Αννα με ενα εγκάρδιο χαμόγελο, κάτι που σήμερα η ίδια η Άννα δεν εισέσπραξε και την εντυπωσίασε το πόσο παγερή και αδιάφορη ήταν απεναντί της. Σκέφτηκε πως κάποιο σόβαρό πρόβλημα θα αντιμετώπιζε κάτι που και η ίδια η Άννα το βίωνε μέχρι και πρίν λίγες ώρες και η αλήθεια είναι οτι ναι…το μόνο που δεν έχεις όρεξη έιναι να μοιράζεις χαμόγελα δεξιά και αριστερά .
Ανανεωμένη και φρεσκοχτενισμένη σκέφτηκε πως είρθε η ώρα να πάρει την Σάρα και πρίν προλάβει να βγάλει το χέρι της απο την τσάντα με το κινητό της ενα αλόκοτο μούδιασμα την ακινητοποίησε και την έκανε να αναφωνήσει έκπληκτη σε αυτό που αντίκρυσε.
Άνδρες και γυναίκες περπατούσαν ολόγυρα και στο λαιμό τους φορούσαν ένα κόκκινο μεταξωτό φουλάρι… Άνθρωποι που οδηγούσαν καθώς και συνεπιβάτες, άνθρωποι μέσα σε μαγαζιά όλοι γύρω απο τον λαιμό τους φορούσαν το δικό της μαγικό κόκκινο μεταξωτό φουλάρι. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε και έβγαλε απο την τσάντα της με μηχανικές σχεδόν κινήσεις το τηλεφωνό της και σχημάτισε πρώτα το νούμερο της Σάρας αλλά μετά απο δύο λεπτά και εφόσον της απάντησε ο τηλεφωνητής το έκλεισε. Το ίδιο και με τον Μάκη..και με τους γονείς της, ακόμη και με τον προιστάμενό της το αποτέλεσμά το ίδιο… Δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με κανέναν πλέον. Το κεφάλι της γύριζε και η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Μα τι συμβαίνει ? Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά. ..ξαφνικά οι δρόμοι άδειασαν και η Αννα βρέθηκε χωρίς να το καταλάβει μπροστά απο το σπίτι της στο οποίο χοντρές κίτρινες κορδέλες σε σχήμα απαγορευτικού έφραζαν την εισοδό του σε αυτό.
Ζαλίστηκε και αμέσως μετά σωριάστηκε με μιας στο πάτωμα με τα χέρια να κρατούν το κεφάλι της. « Το κόκκινο μεταξωτό φουλάρι» ψέλλισε και τα λόγια έγιναν εικόνα και τα θυμίθηκε όλα… την απόλυσή της, τον άσχημο καβγά της με τον Νίκο και το κόκκινο φουλάρι, αυτό που ο Νίκος της αγόρασε σε ένα ταξίδι τους στο Μιλάνο και που η ίδια έιχε τόσο αγαπήσει..Το φουλάρι που στον άγριο καβγά τους και πριν ο Νικος κλείσει την πόρτα πίσω του της πέταξε με δύναμη στο μπαλκόνι και που η Αννα στην προσπάθεια της να το σώσει απο τους δυνατούς αέρηδες του Δεκεμβρίου έχασε την ισσοροπία της και έπεσε απο τον πέμπτο όροφο…
Την βρήκε πρώτος ο Νίκος.. εκεί στο πεζοδρόμιο κρατώντας στο χέρι της το κόκκινο μεταξωτό φουλάρι…