Η Κρυστάλ κοιτούσε για αρκετή ώρα το μικρό κουτί που κρατούσε στα χέρια της. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να μάθει την αλήθεια, όμως φοβόταν παράλληλα αυτά που θα ανακάλυπτε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έπειτα με τρεμάμενα χέρια άνοιξε το μουσικό κουτί της. Μπορεί να είχε δώσει υπόσχεση πως δεν θα το άνοιγε ποτέ, όμως αυτό δεν ίσχυε τώρα, αφού το άτομο εκείνο που την έβαλε να υποσχεθεί είχε φύγει από την ζωή.
Για μια στιγμή κοκάλωσε. Δεν περίμενε να βρει ποτέ της κάτι τέτοιο σαν περιεχόμενο ενός απαγορευμένου κουτιού για εκείνην, απαγορευμένο έως τώρα. Πήρε στα χέρια της τα δύο μικρά εκείνα αντικείμενα, ένα ολόχρυσο περιδέραιο και ένα χρυσό κλειδί, εκείνα τα τόσο παλιά που πολλές φορές βλέπεις σε ταινίες να υπάρχουν μόνο. Άφησε το κλειδί επάνω στο τραπέζι και άρχισε να παρατηρεί καλύτερα εκείνο το κόσμημα για τον λαιμό.
Ήταν από εκείνα τα παλιά που έβρισκε κανείς πριν πολλά χρόνια. Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, μια χρυσή αλυσίδα και στην άκρη υπήρχε μια κάθετη οβάλ μαύρη πέτρα. Δεν ήταν κάτι το τόσο ιδιαίτερο ώστε να είναι απαγορευμένο, δεν ήταν ούτε καν επικίνδυνο. Το πρόσωπο της πήρε μια έκφραση απορίας, μα γιατί η γιαγιά της τής είχε πει πως ήταν απαγορευμένο; Γιατί ένα τόσο απλό και ακριβό κόσμημα να το θεωρούν ως κάτι που φέρνει μόνο ατυχία και να το κατατάσσουν στα απαγορευμένα;
Ήταν απορίες όπου μόνο η γιαγιά της μπορούσε να απαντήσει, όμως εκείνη τώρα δεν βρισκόταν ανάμεσα τους, είχε παραδώσει τα όπλα έναντι στο θηρίο που ονομαζόταν καρκίνος. Η γιαγιά της, εκείνη η όμορφη αλλά και αδύναμη ανέκαθεν γυναίκα. Ποτέ της δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει με σθένος την ζωή, ακόμα και όταν έπρεπε να παλέψει για αυτήν, δεν το έκανε. Σαν να ήθελε για κάποιον άγνωστο λόγο να φύγει και να τους αφήσει όλους, να την αφήσει εκείνη χωρίς κάποιο στήριγμα.
Γιατί μπορεί να της έμοιαζε σε όλα, όμως η Κρυστάλ ήταν παράλληλα και εντελώς διαφορετική από την Κρις, την γιαγιά της. Εκείνη είχε περισσότερο θάρρος, περισσότερες αντοχές. Ήταν δυνατή έναντι σε καθετί που βρισκόταν μπροστά της. Είχε περισσότερη τόλμη μέσα της, τόση ώστε να τολμά όλα εκείνα που η Κρις λαχταρούσε αλλά δεν μπορούσε να κάνει. Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί η γιαγιά της ήταν έτσι, είχε μήπως γεννηθεί με όλα αυτά; Με την δειλία, την έλλειψη θάρρους, την έλλειψη δύναμης. Ή μήπως είχε συμβεί κάτι που την έκανε αυτό που ήταν τώρα;
Έφερε την μαύρη αυτήν πέτρα πιο κοντά στα μάτια της, να την περιεργαστεί ακόμη περισσότερο. Ήταν τόσο περίεργο αυτό το κολιέ, μα και συνάμα τόσο υπέροχο. Της εξέπεμπε κάτι το άπιαστο, το αταίριαστο. Κάτι το σχεδόν ερωτικό με τον τρόπο που η πέτρα την κοιτούσε. Φάνταζε το πιο ακριβό κόσμημα μα και συνάμα το πιο φθηνό. Ήταν ντελικάτο και κομψό αλλά παράλληλα ήταν και απλό, καθημερινό.
Από τις σκέψεις της την έβγαλε ένα αναπάντεχο και ξαφνικό τηλεφώνημα. Τρόμαξε τόσο που το κόσμημα έπεσε από τα χέρια της στο πάτωμα και η μαύρη πέτρα άνοιξε στα δύο. Η Κρυστάλ αρχικά πανικοβλήθηκε, νόμισε πως είχε σπάσει. Όμως αντί για αυτό είδε πως δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κόσμημα που περιείχε μέσα δύο μικρογραφίες δυο ανθρώπων, ενός άντρα και μιας νέας γυναίκας. Το κοιτούσε εκστασιασμένη.
Το κινητό της τηλέφωνο συνέχισε να χτυπά επίμονα, το πήρε στα χέρια της και κοίταξε την οθόνη. Ήταν ένας αριθμός και ένα όνομα που είχε τόσο πολύ καιρό να δει. Πόσος είχε περάσει, ένας χρόνος; Ναι, ήταν ένας χρόνος και δέκα μέρες από εκείνη την φρικτή μέρα. Η οθόνη έσβησε, αυτός που την έψαχνε τόσο πολύ τερμάτισε την προσπάθεια του. Μέσα της κούρνιασε ένας οξύς πόνος, μετάνιωσε που δεν είχε απαντήσει στην επίμονη αυτή κλήση. Όμως φοβόταν τον εαυτό της, φοβόταν πως εάν άκουγε εκείνη την φωνή θα γκρεμίζονταν όλοι οι τοίχοι που είχε χτίσει γύρω της.
Σε μια προσπάθεια να ξεχαστεί, έπιασε ξανά στα χέρια το πεσμένο περιδέραιο. Κοίταξε τις φωτογραφίες, στην μία μπορούσε να αναγνωρίσει το πρόσωπο. Ήταν η γιαγιά της, βέβαια πολύ νέα όμως ήταν εκείνη. Είχε δει δεκάδες φορές παρόμοιες φωτογραφίες από τα νιάτα της Κρις. Όμως εκείνον τον άντρα στην διπλανή φωτογραφία δεν τον γνώριζε. Ήταν κάποιος άγνωστος για εκείνη, μα για την γιαγιά της μάλλον ήταν κάποιος γνωστός. Και εάν λάμβανε υπόψιν αυτό το κόσμημα, τότε αυτός ήταν κάποιος άντρας που είχε παίξει τον σημαντικότερο ρόλο.
Άφησε το κολιέ κάτω και στα χέρια της πήρε το χρυσό κλειδί. Ήταν σίγουρη πως είχε να κάνει με αυτό ακριβώς το κόσμημα, μπορούσε να ξεκλειδώσει πολλές παρόμοιες φωτογραφίες από το μπαούλο της Κρις, ήταν σχεδόν σίγουρη για αυτό. Έτσι λοιπόν αποφασισμένη, έτρεξε στο δωμάτιο εκείνο όπου μέχρι πριν τέσσερες μέρες δεν μπορούσε να μπει. Τώρα πια η είσοδος ήταν ελεύθερη.
Άνοιξε εκείνη την πόρτα με το κλειδί που βρισκόταν κάτω από το χαλάκι, είχε δει την γιαγιά της πολλές φορές να το χρησιμοποιεί. Μόλις μπήκε μέσα ένα αίσθημα τύψεων την περικύκλωσε. Ένιωθε σαν να καταπατούσε ένα μέρος όπου δεν έπρεπε, όμως γρήγορα έδιωξε αυτή την σκέψη και το αίσθημα από πάνω της. Προχώρησε λίγο πιο μέσα και το είδε -εκεί- να στέκει αγέρωχο στον χρόνο. Το πλησίασε, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και σαν μαγεία, ξεκλείδωσε.
Μέσα υπήρχαν άπειρες φωτογραφίες, όμως την προσοχή της τράβηξε ένα ημερολόγιο, δεν ήξερε πως η τόσο παράξενη Κρις κρατούσε κάτι τέτοιο και μάλιστα κρυφά. Το έπιασε στα χέρια της και το μύρισε. Η μυρωδιά ήταν άγνωστη, θαρρείς σχεδόν παλιά, όμως γυναικεία δεν ήταν, όχι. Το άρωμα αυτό ήταν αντρικό. Το άνοιξε με προσοχή και ευλάβεια, η εισαγωγή της τράβηξε την προσοχή:
Ελλάδα, Αύγουστος, 1918
Ξημέρωσε και σήμερα, ναι ξημέρωσε. Όμως ο ήλιος δεν είναι όπως ο χθεσινός, ο ουρανός δεν είναι τόσο όμορφος, τα λουλούδια δεν μυρίζουν το ίδιο. Ξαφνικά, όλα άλλαξαν. Εάν μου το έλεγε κάποιος χθες το πρωί, πως η ζωή μου πια δεν θα είναι η ίδια δεν θα τον πίστευα. Μα να που στην ζωή όλα τελικά αλλάζουν, οι εποχές, οι καιροί, οι άνθρωποι. Ακόμη και τα συναισθήματα.
Ναι, τα αισθήματα. Μπορεί να μην το πίστευα και αυτό, όμως να που συνέβη. Ο Διονύσης είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ζωή μου, είναι ο άντρας μου, ο μόνος και πρώτος που με άγγιξε. Είναι; Όχι, όχι είναι. Ήταν! Ο Διονύσης, ήταν! Παρελθοντικός χρόνος. Τώρα είναι μαζί με την καλύτερη μου φίλη, τους έπιασα χθες να κάνουν έρωτα. Μάλιστα, αρραβωνιάζονται σε δέκα μέρες.
Χθες που ξύπνησα ήμουν η Κρυσταλλία, σήμερα είμαι η Κρις και φεύγω για Λονδίνο.
Αυτά έγραφε η πρώτη σελίδα, και ήταν αρκετό ώστε να καταλάβει σχεδόν τα πάντα. Η γιαγιά της είχε πληγωθεί με τον τρόπο που πληγώθηκε και εκείνη από τον Μπράιαν. Ακριβώς τα ίδια γεγονότα, η ίδια εξελισσόμενη ιστορία. Ναι, τώρα κατάλαβε. Κατάλαβε όλη της την συμπεριφορά.
Η ματιά της έπεσε πάνω σε μια υποσημείωση στο τέλος της σελίδας, η γιαγιά της με τα υπέροχα καλλιγραφικά της γράμματα έγραφε: Μην μπεις στον κόπο να διαβάσεις τα πάντα, απλά γύρνα στην τελευταία σελίδα. Και αυτό ακριβώς έκανε και η Κρυστάλ, πήγε αμέσως στην τελευταία σελίδα.
Λονδίνο, Απρίλης, 1935
Η αλήθεια, ναι πάντα υπάρχει μια αλήθεια. Τα λόγια εκείνα που δεν ήθελες να ακούσεις, την συζήτηση που δεν ήθελες να κάνεις, η ευκαιρία που έχασες. Όλα αυτά σου προσφέρουν αλήθειες, και εγώ χρειάστηκα δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια για να την μάθω.
Φάρσα, όλα ήταν απλά μια γελοία φάρσα της φίλης μου και εκείνου. Μια παρεξήγηση που οδήγησε απλά στην καταστροφή, την δική μου κυρίως. Και όσο και να θέλω να γυρίσω πίσω στον Διονύση δεν μπορώ, είμαι παντρεμένη με τον Μαξ και έχω μια κόρη δεκαπέντε χρόνων.
Όλα γκρεμίστηκαν από εμένα την ίδια. Όλα! Και όσο και να το μετανιώνω δεν μπορώ να κάνω κάτι τώρα, απλά θα υποστώ τις συνέπειες. Πόσος λάθος ήμουν! Μακάρι να είχα δώσει την ευκαιρία να μου εξηγήσουν τότε, ίσως όλα να ήταν τελείως διαφορετικά τώρα.
Αλήθεια. Η λέξη αυτή είχε κολλήσει στο μυαλό της Κρυστάλ. Ναι, είχε δίκιο η γιαγιά της, πάντα υπάρχει μια αλήθεια, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αφήσεις τον άλλον να σου μιλήσει. Να μην κλείσεις όλες τις πόρτες, να κάτσεις και να ακούσεις έως το τέλος και την πλευρά του άλλου.
Ήταν αλήθεια πως η Κρις είχε κάνει τις λάθος επιλογές. Και πλήρωσε ακριβά τα λάθη της. Είχε κλείσει μόνη της τον δρόμο προς την ευτυχία της. Και ίσως να έβαλε αυτή την υποσημείωση για την εγγονή της εκεί, λες και γνώριζε πως θα το διάβαζε αυτό, σαν να ήξερε το μέλλον. Ευκαιρία, αυτό ήταν το δικό της κλειδί. Να δώσει μια απλή ευκαιρία.
Έτρεξε γρήγορα προς την κουζίνα. Πήρε στα χέρια της το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε εκείνον τον γνωστό αριθμό, τον θυμόταν. Ήλπιζε μόνο να μην είναι αργά για εκείνη.
«Ναι;» ακούστηκε από την άλλη μεριά.
«Μπράιαν…»
«Κρυστάλ;» είπε εκείνος με απορία.
«Πες μου πως δεν είναι πολύ αργά πια, πες μου πως … »
«Δεν είναι αργά καρδιά μου»
«Μπράιαν… συγγνώμη…εγώ…»
«Σςς, έχουμε άπειρο χρόνο μπροστά μας, πάμε για καφέ;»
Να το! Αυτό ήταν, ένα μικρό παραθυράκι με προορισμό την ευτυχία. Δυο χρυσά δώρα της Κρις. Και η μαγική λέξη, ευκαιρία. Τότε, ποτέ δεν είναι αργά…
Πηγή εικόνας:
http://www.wallmaya.com/vintage-books-wallpaper/