«Η όρασή μου στερεύει καθώς κι όλες μου οι αισθήσεις γιατί εσύ με περιέχεις οπότε με απορροφάς και αντανακλάς το καλύτερο απ’ ότι έχω, βλέπεις βαθύτερα κι εγώ αρνούμαι να αφήσω το κορδόνι του μαγιώ να λυθεί».
Η Βερονίκη Αλεξοπούλου, 36 ετών, λογίστρια, είναι παντρεμένη οκτώ χρόνια κι έχει ένα παιδί 9 ετών. Στοίχισε γραμμές και οριοθέτησε ζωή, κι ήταν ευτυχισμένη, και ο Στέργιος Αλεξόπουλος, αρχιτέκτονας, 40 ετών, ήταν ο σύζυγος των ονείρων της.
«Παρατηρούσα, με όση δύναμη είχα το χώρο γύρω μου κι ορκιζόμουν πως τίποτα δεν ήταν πραγματικό, σαν σε όνειρο, σαν να μην ήμουν ποτέ εκεί, στον χώρο που χα επισκεφθεί χιλιάδες φορές.
Παραισθείομαι και φταις εσύ και το άρωμά σου. Ο τρόπος που έτριβες το σαγόνι σου στο ντεκολτέ της μπλούζας μου, ναι, αυτό φταίει. Φταίνε ξεκάθαρα τα δάχτυλά σου που χαράζουν την σπονδυλική μου στήλη, αφήνουν σημάδια που αργότερα θα ορκιστώ πως ήταν τυχαία, φταις ολοκληρωτικά, γιατί εσύ απέκτησες σειρές δέρματος πάχους 3 χιλιοστών, όσο το οβάλ των νυχιών σου. Κι είναι εκεί μέσα κρατημένο, χωμένο, κι έτσι μπορώ να πω, περήφανα, πως κι έτσι, μ έχεις».
H Βερονίκη δε διαμαρτυρήθηκε, ζούσε ότι της προσφερόταν δεν αγκομάχησε ποτέ, ούτε ακόμη τότε που ο Στέργιος αποφάσισε πως το κουμάντο θα το κατάφερνε με τα πιο σφιχτά αγκαλιάσματα, τόσο σφιχτά που να κόβουν την ανάσα. Δε διαμαρτυρήθηκε ούτε τότε που τα zanax της τα’ λιωνε στο τσάι, γιατί ο Στέργιος έλεγε πως τα χέρια της τρέμουν, πως εξ αιτίας της χύνεται ο καφές απ’ το φλυτζάνι.
«Και σαφώς η ματιά σου με στοιχειώνει ακόμη, μέρα νύχτα κι ανήμπορη πραγματικά να ανταπεξέλθω, πλένω και ξαναπλένω και ξαναφοράω τα ίδια εσώρουχα που φορούσα εκείνη την Τετάρτη,έστω κι αν είναι ακόμη νωπά, δεν πειράζει, δεν θα πάθω μεγαλύτερο κακό στην κάτω κοιλία, απ’ όσο έχω πάθει ήδη.
Η Βερονίκη είχε αρχίσει να μη διακρίνει καθαρά τις σκιές των πραγμάτων που ήξερε και τα μπέρδευε με τα πράγματα που πίστευε ότι ήξερε, ήταν πολύχρονη η χρήση των ηρεμιστικών, κι ο Στέργιος ήταν κάθετος, πως αυτή η γραμμή την ισορροπούσε και την έχριζε μητέρα, σύζυγο, ερωμένη, κι όλα ήταν εντάξει, αρκεί να μην τρέμει το χέρι της και να μη κόβει το αυγολέμονο. Ως που, Εκείνος, ο Ιάκωβος, αποφάσισε πως ήταν ώρα να δειχθεί. Στη Βερονίκη μας. Εκείνη, απλά του έδειχνε τη φούστα της, σχεδόν παιδικά, με μια υποψία διαστροφής. Καφέ φούστα. Χωρίς zanax.
«Η ασάφειά σου με τσαμπουκά καταστρέφει ότι δομικό και απόλυτο έχω δημιουργήσει».
Όμως Εκείνος, δεν επιθυμούσε μόνο τη Βερονίκη μας με την καφέ φούστα. Παντρεμένος, δώδεκα χρόνια, δύο παιδιά, 10 και 11 ετών. Άσπρη κρεβατοκάμαρα, έπιπλα δεκαετίας ’90, η Βερονίκη τα ‘χε εικόνα. Μ’ έναν κυρτό καθρέπτη στον τοίχο και τις φωτογραφίες των παιδιών στερεωμένες.
«Ασυντόνιστη πορεία του του τι θέλω και του τι πρέπει».
Η Βερονίκη μας είδε, αλλά δεν κατάλαβε, πως οι άσπροι λεκέδες σπέρματος δεν ήταν αγάπη αλλά εκτόνωση, δεν ήταν λατρεία, αλλά εκδίκηση, δεν ένιωσε ποτέ, πως τα λερώματά του ήταν τα όχι Εκείνης.
Ο Στέργιος, απ’ την άλλη, χειριζόταν το σπιτικό του, μια χαρά, ή έτσι νόμιζε. Οι μελανιές βαθύτερες, αγριότερες, ο γνωστός υπερθετικός βαθμός του Στέργιου. Η γνωστή τελειομανία των αρχιτεκτόνων για τις κάθετες και οριζόντιες γραμμές.
«Πέρασαν πολλά χρόνια παλεύοντας να ερμηνεύσω την απουσία σου, κι αποφάσισα να κρατήσω το ‘όπως ήθελα’ όχι το ‘όπως ήταν ‘.
Κι όμως. Δεν θα το πιστέψει κανείς, ναι, αλλά η Βερονίκη μας συνήλθε. Είναι που σταμάτησε να πίνει τον πρωινό καφέ της. Κι είδε τον Στέργιο με πυτζάμες και της φάνηκε άσχημος. Πολύ. Είδε τα παιδιά της. Κι ήταν τόσο κακομαθημένα κι αυθάδη.
Ίδρωνε, ξεΐδρωνε, καφέ δεν ήπιε. Ο Στέργιος δεν επέμενε. Είδε κι εκείνο το λευκό του επίπλου. Θυμήθηκε στη ζαλάδα της μέσα τα λόγια Εκείνου, Σ αγαπώ, Εσύ είσαι η αγάπη μου, Εσύ είσαι η γυναίκα μου.
«Με πλησίασες απειλητικά και μου έδειξες ξεκάθαρα ποιο ακριβώς είναι το πλάνο εργασίας σου. Όπως κάθε φορά. Με φίλησες γρήγορα και προχώρησες σε ότι είχες στο μυαλό σου. Βιαστικές και λεηλατικές κινήσεις. Γέννησες μια γυναίκα κι ας είσαι άντρας, μόνο με εκείνα τα δάχτυλα τα μαγεμένα. Που έτρεχαν μαζί με τις σταγόνες ιδρώτα στην πλάτη μου, αφήνοντας ένα πυρωμένο μονοπάτι στο διάβα τους .Η μυρωδιά σου με βασανίζει απόψε. Δεν την απόδιωξα ποτέ απ’ την μνήμη μου. Ένα ποτήρι κρασί ακόμη. Να νιώσω βαθύτερα»
Αποφάσισε η Βερονίκη να του προσφέρει ένα τελευταίο δείπνο. Απ’ αυτά τα ωραία, που τ’ άρεσαν με τα στρωμένα τραπεζομάντηλα και τα τριών ειδών πιάτων. Έβαλε να βράζει η μεγάλη η κατσαρόλα της οικογένειας, που χωράει 4 κιλά μακαρόνια. Αλάτι μπόλικο. Κι ένας κύβος knorr. Εκείνος ήρθε στην ώρα του. Όμορφος, πολύ όμορφος. Η Βερονίκη ταράχτηκε, πως να το κάνει αυτό; Πως να τον αποσυνθέσει; Τόση ομορφιά; Δεν ήταν στ’ αλήθεια, στο μυαλό της ήταν. Στο μυαλό της ήταν Θεός. Ταράχτηκε, αλλά έριξε λίγο αλάτι ακόμη.
«Πεθαίνω να μυρίσω τα κενά ανάμεσα στα δάχτυλά σου, χεριών και ποδιών, εκείνα τα κενά δείχνουν την αληθινή εκτός αφρόλουτρου μυρωδιά, οσμή δουλειάς και σουπερμάρκετ, καθαρίζοντας πρόχειρα τα γκρίζα εκείνα σκουπίδια που μαζεύονται απ’ τις κάλτσες, σα μακαρονάκια.: Εσύ πεντακάθαρος κι εγώ πιο βρώμικη από ποτέ.
Η Βερονίκη βέβαια ποτέ δεν του συζήτησε πόσο την ενοχλούσε η βέρα στο δάχτυλό του, την έβγαζε, αλλά εκείνη έβλεπε το σημάδι του ήλιο, φωτοστέφανο στον παράμεσο. Ούτε παραπονέθηκε που την έπαιρνε τηλέφωνο μια φορά τον μήνα, όταν πια το παντελόνι του δεν άντεχε το φούσκωμα. Η Βερονίκη μας δεν παραπονιόταν ποτέ.
Το βραστό νερό κόχλαζε από ώρα, αλλά η Βερονίκη χαμένη στο καφέ των ματιών του ξεχάστηκε, ο μόνος ήχος που χάραξε την ομίχλη του μυαλού της ήταν το σούρσιμο του φερμουάρ πάνω στις ράγες, που κατέβαινε.
Και είδε ένα κομμάτι μελανό ροζ κρέας να ορθώνεται απειλητικά, γυάλισε το μάτι της, το φερμουάρ κατέβαινε στριγκλίζοντας, ανατρίχιαζε στο σούρσιμό του, εκείνο το κρέας είχε ήδη ξεχυθεί. Υγρό.
Η Βερονίκη σταμάτησε το χρόνο. Αρνήθηκε. Το βλέμμα της μια στο δάχτυλο με το σημάδι της βέρας, μια στο κόκκινο κομμάτι κρέατος, μια στην κατσαρόλα που έβραζε. Και για μια φορά, μόνο για μια φορά, τον κοίταξε στα μάτια. Και τρόμαξε μ αυτό που είδε. Πόθο. Είδε, πόθο. Πληρωμένο πόθο. Ανέκφραστο πόθο. Πόθο βρώμικο. Είδε κενά και λύπες, είδε τσακωμούς και σπασμένα πρόσωπα, είδε μελανιές και πρησμένα μάγουλα, είδε το κρέας να κείτεται νεκρό για χρόνια. Είδε γάμους και βαφτίσεις και τούρτες που μοιράζονται στα δύο, φορέματα λερωμένα στο στρίφωμα απ’ τα τακούνια και τους χορούς μα πάνω απ όλα, πάνω απ όλα, είδε τα λιγωμένα μάτια του.
Εύκολο ήταν. Και δεν ένοιωθε καθόλου τύψεις καμία στενοχώρια. Το μόνο που την προβλημάτιζε ήταν ότι έπρεπε να τον τοποθετήσει σε δόσεις. Το νερό είχε σωθεί και μύριζε, έπρεπε να ξαναγεμίσει την κατσαρόλα μέχρι πάνω και να ρίξει μπόλικο ξύδι, ν αφρίσει.
Την παίδεψε που δε χωρούσε σωστά. Και κάθε κομμάτι που έκοβε, η Βερονίκη μας το πενθούσε κρυφά, ήταν το δικό του κομμάτι, αγαπημένο, ήξερε πόντο πόντο τους θύλακες της τρίχας του και την απόσταση μεταξύ τους. Ήταν δικό της. Όλα ήταν δικά της. Μόνο εκείνη μπορούσε να του κόψει τόσο ψιλοκομμένο το μαρούλι, και ξέρεις, το έκοβε στο χέρι, όχι στο ξύλο, ή κάνουμε σωστά τη δουλειά είτε όχι.
Στη ζαλάδα της πάνω δε σκέφτηκε να τον ξεντύσει πρώτα και ο ατμός γινόταν μαύρος απ’ τα χρώματα των ρούχων. Αλλά, και πάλι, κι αυτά δικά της δεν ήταν; Ήξερε άλλη ποιο χρώμα του ταιριάζει στο γκρι του, στο καφέ του, στην ώχρα του;
«Θα ανάψω ένα τσιγάρο ακόμη , όσο βαστάει η ανάσα, είναι κοφτή και γρήγορη, είσαι η έμπνευσή μου, απέχοντας ή συμμετέχοντας, είσαι τα εκατοστά που τρίβονται πάνω μου, μέσα μου, δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω, και καταλήγουν στη ζέστη των χειλιών μου, ακόμη κι αν δε θες, εγώ στο εκβιάζω και ζω μέσα απ’ αυτό, «εκβιά-ζω». Και καμία μυρωδιά η γεύση δεν είναι ανταγωνιστικότερη απ όσο προσφέρεις, και να, πάλι, μόλις….οι σπασμοί…δυσκολεύομαι να γράψω».
Άναψε ένα τσιγάρο η Βερονίκη μας καθώς ανακάτευε.
Το ζουμί του ήταν η ανάσα της. Ήταν το γέννημα και το θρέμμα της. Βούτηξε την κουτάλα τη βαθιά της κοτόσουπας, να δοκιμάσει λίγο. Άλλωστε, τόσα χρόνια τα ζουμιά του γευόταν. Τώρα είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει το μυαλό και την καρδιά του, βρασμένα καλά, αλλά και πάλι, μια μυρωδιά δική του θα την είχαν. Κι ήταν όλα εκεί, δικά της, απλωμένα, χωρίς αντιπάλους ή σημάδια βέρας ή κλεισμένα τηλέφωνα ή εγκαταλελειμμένα Σάββατα.
Χαμήλωσε τη φωτιά η Βερονίκη, γιατί το κρέας άφριζε πολύ, ήταν βλέπεις και τα υφάσματα μέσα, κι αυτά κάναν ζημιά στην κουζίνα, ξερνάγανε μπογιά.
Βρώμισε το σπίτι, πάνε κι οι κουρτίνες, που τις είχε πλύνει μόνο με μαλακτικό για να τις μυρίζει εκείνος.
Ρίγη πυρετού ένιωσε η Βερονίκη, καθώς έσερνε προς το στόμα της τη βαθιά κουτάλα, με ένα κομματάκι μυαλού. Αυτό το μυαλό που τόσο ονειρεύτηκε να έχει.
Έσβησε τη φωτιά, ώρες μετά, όταν πια τα είχε δοκιμάσει όλα.
«Ποια, πες μου, ποια, θυσίασε τα γαστρικά της υγρά προκειμένου να υποδεχθεί τα δικά σου, τα ζεστά, πίνοντάς τα, αγνοώντας τον πνιγμό, τα μεγέθη που της έφραζαν τη δίοδο ανάμεσα στις αμυγδαλές, πες μου, ποια;»
Πηγή εικόνας:
http://flix.gr/news/o-martin-skorseze-pshfizei-tis-11-agaphmenes-toy-t.html