«Μαύρη η ώρα κι η στιγμή που σε γέννησε αυτή η σκύλα η μάνα σου, που κακό χρόνο να ‘χει, και σε φορτώθηκα εγώ στην καμπούρα μου… Τι αμαρτίες πληρώνω, Θέ μου; Τι κακό έκανα η δόλια και με τιμωρείς έτσι; Μπρος, χάσου από μπροστά μου να μη σε βλέπω. Εξαφανίσου!»
Κατάρες, βρισιές και βαρυγκώμιες ήταν οι μόνες λέξεις που έφτυνε ολημερίς το στόμα της σα δηλητήριο. Το αλφάβητο της κακορίζικης ζωής της αυτό ήταν. Αναθεμάτιζε τη μοίρα της τη μαύρη που την έριξε να παντρευτεί έναν αχαΐρευτο που κοπροσκύλιαζε όλη μέρα μπεκροπίνοντας στο καφενείο, να γεννήσει τρείς κόρες ακαμάτρες, που δεν σήκωναν το μικρό τους δαχτυλάκι να βοηθήσουν τη μάνα τους στις δουλειές, κι έναν γιο τεμπελχανά, που καμωνόταν και τον ωραίο τρομάρα του, κι έτρεχε διαρκώς πίσω από τον ποδόγυρο. Και σαν να μην της έφταναν τα βάσανά της, φορτώθηκε και το νιάνιαρο του αδερφού της, με το κενό βλέμμα και την ασθενική την όψη, σαν πληγή του Φαραώ και να σου τώρα να κοπιάζει για να θρέψει εφτά στόματα.
«Βρε κακό που με ήβρε την έρμη», φώναζε και χτυπούσε τα χέρια της στην ποδιά της, «Τι το ‘θελα να σε μάζεψα εδώ χάμω; Ας όψεται ο αδερφός μου, αυτός ο Άγιος άνθρωπος κι εκείνη η κακιά η ώρα. Αχ! Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα του».
Με έστειλαν ψυχοπαίδι στη θεια μου την Ελένη, όταν πέθανε ο πατέρας μου, γιατί η μάνα μου έπρεπε να δουλεύει νυχθημερόν για να τα βγάλει πέρα και δεν μπορούσε να ‘χει κι εμένα στο νου της. Έτσι τουλάχιστον, μου ‘πε η θεια μου μια φορά που τόλμησα να ρωτήσω, γιατί εμένα οι αναμνήσεις από τους γονείς μου ήταν κάτι παράξενα σπαράγματα κι ας ήμουν δώδεκα χρονών παλικαράκι όταν πήγα να μείνω μαζί της. Μπορεί το μπόι και το σουλούπι μου να μην το φανέρωναν αμέσως, αλλά ήταν εκείνο το απαλό χνούδι που σκίαζε το επάνω χείλος μου αδιάψευστος μάρτυρας των χρόνων μου.
Δεν μου ‘λειψε τίποτα από την θεια μου. Θα ‘μουν αχάριστος αν έλεγα το αντίθετο και την αχαριστία την είχα για κακό. Ό, τι δίνεις πρέπει και να παίρνεις σε τούτη τη ζωή, έτσι έμαθα. Αυτό ήταν για μένα δικαιοσύνη. Κι εγώ λοιπόν, για να τις ξεπληρώσω το ψωμί που έτρωγα στο σπίτι της, έκανα αγόγγυστα κάθε λογής δουλειά. Πότε στα χωράφια, πότε στο σπίτι κάποιο μερεμέτι, πότε στα ζωντανά. Τα χέρια μου έβγαζαν κάλους από την τσάπα κι εκείνος ο αναθεματισμένος ήλιος μου τσουρούφλιζε αλύπητα το σβέρκο, μα παράπονο από το στόμα μου δεν έβγαινε. Μόνο τα βράδια που άφηνα το κορμί μου να ξεκουραστεί επάνω στο σκληρό στρώμα, λίγο πριν παραδοθώ αμαχητί στον ύπνο, μονάχα τότε επέτρεπα στον εαυτό μου να βαρυγκωμήσει για την τύχη μου.
Όσο κι αν πάσχιζα να θυμηθώ, στα χρόνια που ακολούθησαν, λίγα πράγματα έρχονταν ξεκάθαρα στο νου μου. Τα υπόλοιπα τα σκέπαζε ένας παγερός αχνός, σα δροσιά των πρώτων ημερών της Άνοιξης. Χαραγμένο στις θυμίσεις μου βαθιά υπήρχε το σπίτι μας, ένα επιβλητικό πέτρινο κτίσμα, με δυο μεγάλα δέντρα να το πλαισιώνουν κι ένα κήπο όλο λουλούδια κι ευωδιές. Κάπου κάπου αναπολούσα και τη μάνα. Δεν ξεχώριζα αν ήταν μνήμες ή ονείρατα αυτές οι εικόνες της πρότερης ζωής μου από εκείνη. Φινετσάτη γυναίκα, με γλυκά χαρακτηριστικά και δέρμα κατάλευκο όμοιο με απάτητο χιόνι. Είχε έναν καλό λόγο στο στόμα κι ένα γλυκό του κουταλιού να με περιμένει, δίπλα σε ένα ποτήρι δροσερό νερό, κάθε φορά που επέστρεφα κατάκοπος απ’ το παιχνίδι. Καθόμουν στην πολυθρόνα χαζεύοντάς την να δουλεύει, μέχρι που νύχτωνε και γύριζε ο πατέρας. Εκείνος υπήρχε μόνο σαν σκοτεινή -ψηλή ίσα με το ταβάνι- φιγούρα, αξεδιάλυτη σα να μας χώριζε μία αόρατη κουρτίνα. Δύο ετερόκλητες υπάρξεις κάτω απ’ την ίδια στέγη. Εκείνη αιθέρια και γάργαρη σα κρυστάλλινα νερά ποταμού κι εκείνος ογκώδης κι ακατέργαστος, αναδίδοντας πάντα μία έντονη μυρωδιά κρασιού κι ένα φόβο ίδιο με θάνατο.
Στο εσωτερικό του σπιτιού, επάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι πλάι στο τζάκι, υπήρχε μια ραπτομηχανή, κι απέναντι ακριβώς στον τοίχο ένα θεόρατο ρολόι. Με τους δυο δείκτες του να κινούνται κυκλικά περνώντας από τον έναν αριθμό στον άλλον, ενώ μια μεταλλική στρόγγυλη ράβδος κουνιόταν ρυθμικά πέρα δώθε, με ένα απαλό, σχεδόν υπνωτικό τικ – τακ.
Απ’ όλα τα αντικείμενα του σπιτιού, αυτό το ρολόι θυμάμαι πιο έντονα. Σαν άκουγα τ’ άρβυλα του πατέρα μου να τσαλαπατούν το πάτωμα –η πιο δυνατή ανάμνησή μου από εκείνον ο ήχος ετούτος ήταν- βουτούσα κάτω απ’ το τραπέζι και κάρφωνα τα μάτια στο ρολόι. Βούλωνα τ’ αυτιά μου και στύλωνα τα μάτια στη βαριά παλλόμενη ράβδο του, μετρώντας χτύπους. Αυτόν τον επαναλαμβανόμενο ρυθμικό ήχο του ρολογιού άκουγα στον ύπνο μου τα βράδια κι έπειτα έβλεπα τη μάνα μου πεσμένη στο πάτωμα, πνιγμένη στο αίμα και πεταγόμουν κάθιδρος δαγκώνοντας το μαξιλάρι μην ουρλιάξω.
Κάτι κακό είχε συμβεί, ήμουν βέβαιος για αυτό. Γιατί δεν είχα νέα της τόσο καιρό; Γιατί δεν μου έγραφε; Γιατί δεν ήρθε έστω και μια φορά να με δει; Εγώ δεν ήξερα ούτε που βρισκόταν, ούτε τι έκανε, ούτε και μου επιτρεπόταν να ρωτήσω. Οι γονείς μου δεν αναφέρονταν σχεδόν ποτέ σ’ αυτό το σπίτι. Αν δεν υπήρχε και η φωτογραφία του γάμου τους επάνω στο γείσο του τζακιού, θα ‘λεγε κανείς πως ήταν αποκύημα της φαντασίας μου. Αλλά τα χρόνια περνούσαν κι εγώ μεγάλωνα με την αόριστη αίσθηση της εγκατάλειψης και της αποξένωσης, ενώ εντός μου θέριευε ολοένα και περισσότερο η ιδέα της φυγής. Κάποια στιγμή έπρεπε να αναζητήσω την αλήθεια που μου απέκρυπταν εντέχνως. Σύντομα, όμως, θα ανακάλυπτα, με μεγάλο κόστος, πως η αλήθεια φωλιάζει μέσα μας καιρό, περιμένοντας τις ιδανικές συνθήκες για να ελευθερωθεί. Γιατί οι απαντήσεις προϋπάρχουν πάντοτε των ερωτήσεων.
Ένα βράδυ η θεία μου ήταν ασυνήθιστα λιγομίλητη. Έριχνε διαρκώς κλεφτές ματιές προς το μέρος του θείου μου και προς το δικό μου. Μόλις τελειώσαμε το φαγητό μας πρόσταξε όλους να πάμε στα κρεβάτια μας, μα για πρώτη φορά εγώ την παράκουσα και κρύφτηκα στη σκάλα.
«Πότε πέθανε;»
«Την προηγούμενη βδομάδα. Στο νοσοκομείο των φυλακών».
«Η βρώμα!», σύριξε με φωνή γεμάτη μίσος. «Πες μου! Βασανίστηκε αρκετά στο τέλος, όπως της άξιζε; Βόγκηξε μέχρι να ξεψυχήσει;»
«Ντροπή, Λένα! Τι λόγια είναι αυτά; Μπορεί να σ’ ακούσει και…»
«Δεν με νοιάζει, να μ’ ακούσει», τον έκοψε εκείνη. «Να μάθει επιτέλους τι κουμάσι ήταν η μάνα του. Που να μη λιώνουνε τα κόκαλά της, Παναγία μου. Αν είχε λίγο τσίπα, θα ‘χε πάει από τότε να δέσει μια πέτρα στο λαιμό της, να μην την ξαναβλέπαμε. Που σκότωσε τον αδερφό μου, σα τραγί». Έπεσε ξεψυχισμένα στη πολυθρόνα και βάλθηκε να τραβάει τα μαλλιά της μοιρολογώντας.
Μια αστραπή διέσχισε τον ορίζοντα κι όλα άρχισαν να φωτίζονται. Έκλεισα τα μάτια και το μυαλό μου κατακλύστηκε από μυριάδες απωθημένες για καιρό εικόνες. Άξαφνα το δωμάτιο γέμισε φωνές και παρουσίες. Γύρισα το κεφάλι μου τόσο απότομα, που τα κόκαλά μου έτριξαν, σαν σκουριασμένα σίδερα. Τα πάντα εκτυλίσσονταν εμπρός μου, εν είδει κινηματογραφικής ταινίας. Ο πατέρας μου είχε αρπάξει την μάνα μου απ’ τα μαλλιά. Με μια σπρωξιά την έστειλε μπρούμυτα στο πάτωμα. Εγώ βρισκόμουν κάτω από το τραπέζι, ανήμπορος να αντιδράσω, με το βλέμμα πάντα καρφωμένο στο εκκρεμές. Φωνές, βρισιές, πνιχτοί γδούποι. Αίματα, κραυγές ικεσίας…
Η συνειδητοποίηση με χτύπησε σαν ωστικό κύμα. Επιτέλους ήξερα.
«Φεύγω». Πετάχτηκα στο σαλόνι και στάθηκα ενώπιών τους.
«Για πού το ‘βαλες, νυχτιάτικα; Γύρνα στο κρεβάτι σου».
«Φεύγω οριστικά. Δεν υπάρχει τίποτα να με κρατάει πια εδώ».
«Και που θα πας, μωρέ; Υπάρχουν ένα σωρό πράγματα που πρέπει πρώτα να μάθεις και…»
«Ξέρω». Την έκοψα. Κοιταχτήκαμε για μια παρατεταμένη στιγμή κατάματα. Κατάλαβε.
«Αμ, τότε, μπρος. Τι περιμένεις; Φύγε! Δρόμο! Αλλά άπαξ και πέρασες αυτήν την πόρτα, μη λογαριάζεις να γυρίσεις εδώ ξανά». Δε θα γύριζα. Το ξέραμε κι οι δύο. Ο δρόμος που διάλεγα δεν είχε επιστροφή. Οδηγούσε σε κάτι αδιάλειπτο, άτοπο και άχρονο.
Βγήκα στη βροχή κι άρχισα να τρέχω κατά το βουνό. Κι άλλη αστραπή φώτισε περισσότερο τα γεγονότα. Ο αέρας φυσούσε σαν παλαβός, έφερνε στ’ αυτιά μου απόκοσμες φωνές.
«Βρώμα, σκύλα». Γδούποι, τριξίματα επίπλων. Σε μια παρόρμηση της στιγμής βγήκα από την κρυψώνα μου γραπώνοντάς τον απ’ τον λαιμό ουρλιάζοντας.
«Θες κι εσύ ένα γερό χέρι ξύλο για να στρώσεις, κωλόπαιδο…» με άρπαξε από το γιακά και με πέταξε πίσω. Έσκασα με δύναμη δίπλα στο τζάκι και το χέρι μου, χωρίς να καταλάβω πως, βρέθηκε στη λαβή της μασιάς. Όρμησα καταπάνω του. Ένα χτύπημα, δύο, τρία… έπαψα να μετράω. Έβλεπα μόνο το πρόσωπό του να μετατρέπεται σε μια άμορφη κατακόκκινη μάζα. Αίματα παντού, κραυγές. Η μάνα μου πεσμένη δίπλα κι εγώ συνέχιζα να χτυπάω. Μέχρι που κυριάρχησε η σιωπή.
Έφτασα στον αχυρώνα. Δεν άργησα να βρω αυτό που γύρευα. Στην απέναντι γωνία βρισκόταν προσεκτικά τυλιγμένο ένα τεράστιο σχοινί. Το πήρα βιαστικά, πέρασα τη μία του πλευρά επάνω από ένα δοκάρι, την έσφιξα γερά κι έδεσα γύρω από το λαιμό μου την άλλη. Πήρα μια βαθιά ανάσα, την τελευταία μου, και δίνοντας αποφασιστικά μία γερή κλοτσιά στο ξύλινο καφάσι, βρέθηκα να αιωρούμαι. Το σώμα μου ταλαντεύτηκε ρυθμικά στο κενό για κάμποσες στιγμές, σαν τη μεταλλική ράβδο στο παλιό μας ρολόι, άηχα όμως πια, χωρίς εκείνο το τόσο γνώριμο τικ-τακ του.
Πηγή φωτογραφίας:
http://cdn.wonderfulengineering.com/wp-content/uploads/2014/10/time-wallpaper-1.jpg