Το χτύπημα στην πόρτα ήταν βιαστικό και παρατεταμένο.
Ήξερε ποιος ηταν. Τον περιμένε λιγο αργότερα αλλα αυτός ο παλιόκαιρος τον έκανε μάλλον ανυπόμονο να χωθεί στην αγκαλιά της, οχι γιατι ήταν ερωτευμένος μαζί της, όχι. Να τυλίξει τα χέρια του γύρω απο ενα ζεστό γυναικείο κορμί ήθελε μόνο.
Εριξε άλλο ένα ξυλο στη φωτιά και έβαλε και το τσαγιερό να βράσει.
Ειχε μάθει τα χούγια του κάθε αρσενικού που περνούσε το κατώφλι της και ο σημερινός ήταν απο τους πιο ανοιχτοχέρηδες. Ολο το χωριό είχε να λέει για το γιο του Προέδρου που γυρισε απο την πόλη για να ασχοληθεί με τα κτήματα.
Άνοιξε και τον βοήθησε να βγάλει το βρεγμένο μπουφάν του.
“Τρίτη μέρα που βρέχει ασταματητα, αν συνεχίσει κι αλλο θα πάει ολη η παραγωγή στο βρόντο”
Δεν του απάντησε, τι νόημα θα είχε εξαλλου να ξεκινήσει μια τετοια κουβέντα μαζι του.
Γέμισε ενα μεγαλο φλυτζάνι με το τσαι του και τον αφησε να ζεσταθει όσο εκεινη εβγαζε τα ελάχιστα ρούχα που φορούσε κι έπαιρνε τη γνωστή θεση της στο κρεβατι.
Αυτός την προσεχε, δεν την πονούσε…
Αυτός την χαιδευε, δεν την χτυπούσε…
Αυτός τη φιλούσε και στο στόμα σα να ηταν το κορίτσι του..δεν εκάνε μόνο τη δουλειά του και δρόμο.
Οχι, δεν ηταν ερωτευμενη μαζι του. Πολλα χρόνια πριν αφησε τον ερωτα να την παιδεψει και να την παγιδεψει στα δίχτυα του και να τα αποτελεσματα.
Δεν ακουσε τη μανα της οταν της ελεγε να παρει τον ψαλτη απο το διπλανο χωριό που θα την ειχε στα πουπουλα, ηθελε να ζησει τον έρωτα με το Μιχαλη. Καλο παιδι και αξιο δούλευε οπου βρει μεροκαματο και την αγαπουσε τη δεκαεξαχρονη Μαγδα, περνουσαν καλα μαζι μέχρι που ενα μεροκαματο εγινε τρομου και την αφησε χηρα κι ορφανη στους πεντε δρόμους.
Μονο το σπιτι της εμεινε μαζι με δυο κατσίκες και πεντε, εξι κοτες να τριγυρνανε στην αυλη.
Επρεπε να ζησει.
Επρεπε. Κι εζησε …
Οπως της εμαθαν εζησε.
Ο προστάτης του χωριου ο πρόεδρος ανελαβε την κηδεμονία της, φροντίζοντας να εχει παντα φαγητο ενω την ίδια στιγμή βίαζε πρωτα την ψυχή της και μετα το κορμί της. Και δεν εμεινε εκει, μίλησε για τις χάρες της και στους υπόλοιπους χωριανούς κι η ζωή της εμοιαζε να γίνεται πιο εύκολη. Ειχε φαγητό, ρούχα, κρασί και πιο σπάνια τσιγάρα με γεύση μέντας.
Σηκώθηκε και τον αφησε να κοιμαται. Σε λιγότερο απο μισή ώρα θα ξυπνουσε και θα εφευγε οχι σαν τον κλεφτη οπως ολοι οι αλλοι. Εκείνοι έφευγαν στα σκοτεινά, μη τους δει η γειτονιά και τους κρεμάσει τα κουδούνια με τη χήρα. Ολο το χωριό ετσι εβγαινε απο το σπιτικό της. Με τραγιάσκα κατεβασμένη βαθιά και καλά τυλιγμένο το κασκόλ γύρω απο το λαιμό.
Το μόνο θηλυκό που έμπαινε σπίτι της ηταν η αλλοπρόσαλη κόρη του μπακάλη. Η Σοφούλα. Ποσο ξύλο είχε φαει αυτο το παιδάκι για να σταματησει να πηγαινει σπίτι της αλλα αδικα. Πάντα εκει γυρνούσε, στην φιλόξενη αγκαλια της που μυρισε γιασεμί κι ανθόνερο, σαν αυτο που βάζουν στους κουραμπιέδες τα Χριστουγεννα. Μετα απο καιρο συνηθισαν να βλεπουν το παραξενο αυτο ζευγαρι να παιζει στην αυλη της, να γελα, να τραγουδά και να ζωγραφιζει στο χαρτι ασυναρτησιες.
Ποιος να δει πιο μεσα; Ποιος προσπαθησε να δει τι κρυβει στην ψυχουλα της η Σοφουλα; Για την ίδια ούτε λόγος, ήταν το μίασμα και η ντροπή του χωριού.
Η δέ Σοφούλα ηταν το χαζο του χωριού, ενα βαρος που μεγαλωνε σχεδον μονο του. Εσερνε τα ελαττωματικα ποδαρακια του και με βαρια γλωσσα λογω της αρρωστιας της ελεγε για το κακο ονειρο που ειδε ψες βραδυ.
“Σώπα ματια μου, σωπα. Ονειρο ηταν και παει” ελεγε χαιδευοντας τα κατακοκκινα μαγουλα της.
Το αγαπούσε αυτο το πλάσμα, μεσα στα αθωα του μάτια νόμιζε πως εξάγνιζε την δική της αμαρτωλή ύπαρξη, ειχε πιστεψει πως την έστειλε ο ίδιος ο Θεός για να της δείξει οτι τη συγχωρεί για τις αμαρτίες της.
Τη βολευε να το πιστευει, απο κάπου επρεπε να πιαστει κι εκείνη για να μη δώσει τέλος σε αυτη τη μάταιη ζωή της.
Ο Αργύρης σηκώθηκε και την πήρε αγκαλιά. Δεν το εκανε συχνά αλλα όταν συνέβαινε έκλεινε τα ματια της κι απολαμβανε με ολη της την υπαρξη αυτο το στερημένο συναισθημα.
“Το άλλο Σαββατο θα πάω στην Αθήνα να βάλω υπογραφές σε κάτι παλιόχαρτα, θες να ερθεις μαζί μου;”
“Ναι θελω, θα αγοράσω και ενα βιβλίο αν εχουμε χρόνο μπροστά μας”
“Θα έχουμε χρόνο, αν θες μπορούμε να πάμε και στην Πλακα να τσιμπήσουμε κατι, να δεις και τον Παρθενώνα απο πανω μας”
Δε ρωτησε πως, δε ρωτησε ουτε γιατι την καλεσε να παει μαζι του. Ειχε μαθει στα ελάχιστα και κάθε τι παραπάνω το δεχόταν με μεγάλη χαρα.
Την κοιταξε βαθιά στα μάτια.
“Δεν θελω να κάνεις ονειρα για εμας. Ειμαι εδω γιατι θέλω να ειμαι κι όχι γιατι σε εκμεταλλευομαι ομως ..δε θελω να κανεις ονειρα για εμας…”
Του χάιδεψε τα μαλλιά και τον βοήθησε να ντυθει. Η βροχή ειχε σταματησει εδω και ώρα και το μπουφαν ηταν σχεδον στεγνο.
Ανοιξε τη σακούλα που της εφερε κι εβγαλε ενα κιλό τυρι, λουκάνικα χωριάτικα, δυο μπριζόλες, μισό κοτόπουλο χωριάτικο, 50 ευρώ και δυο σοκολατες..Αμυγδάλου..Να της θυμιζουν τη χαμένη της αθωοτητα.
Την επομενη το πρωι σκάλισε το μπαξεδάκι που ειχε στήσει με τα χέρια της, αμρεξε τις κατσικες που εγιναν πια τέσσερις χάρη στις δωρεές των “καλών της φιλων”, κι ανοιξε φύλλο για να φτιάξει πίτα. Μέρες τώρα την ζηταγε η Σοφούλα αλλα δεν ειχε αλεύρι, τωρα που βρέθηκε κι αυτο θα την τάιζε με αγάπη κι εκείνη θα ανοιγε τα χεράκια της και θα γεμιζε την αγκαλιά της. Αρχισε να σιγομουρμουριζει “χέρια μου αδειανά ..Χριστέ..άδεια μου αγκαλιά..” Σαν προσευχη κοίταξε ψηλά στον ουρανό κι ευχηθηκε ” μια ανθρώπινη κουβέρτα Χριστέ μου, μια ζεστή αγκαλιά.?…εναν ανθρωπο που δε θα μου πει γδύσου αλλα ¨ντύσου πιο ζεστα, θα κρυωσεις¨”
Όμορφη ηταν οταν ηρθε ο Αργύρης να την πάρει.Ηξερε ποια ήταν και δεν προκαλούσε με τη συμπεριφορά της, ηταν περηφανη κι ας μην το ειδε ποτε κανεις τους εκτος απο τους αντρες που ζεσταιναν περιστασιακα το κρεβατι της. Μόνο τον Αργυρη θα αφηνε αν…
Οχι, οχι ουτε κι αυτον…ιδιος με ολους ηταν. Κακως παρασυροταν. Κλειδωσε στην καρδιά της αναγκες και θέλω και έπαψε να περιφερει τη δυστυχια της στο “παζαρι τους”.
Τον περιμενε στο αυτοκινητο να τελειώσει και μετά απολαυσε τη βόλτα τους στο Μοναστηρακι και τα στενά της Πλακας. Τελικά αγόρασε 4 βιβλία απο τα μεταχειρισμένα κι ενα μπλοκ ζωγραφικής με τεμπερες. Περπάτησαν αργα, εφαγαν και ηπιαν κρασι απο βαρελι, γελασαν με ενα πιτσιρικα που πουλουσε λουλουδια, της κρατησε το χερι και εφαγαν παγωτο χωνακι. Ειδαν και μια λατερνα που δυστυχως δεν επαιζε.Φορτωμενη στην πλατη του την ειχε ο οργανοπαιχτης την Μαρικα του γιατι η λατερνα ειχε και ονομα, αλλα δεν τους εκανε τη χαρη. Η κουραση του ηταν μαγαλυτερη απο τις 100 δραχμες που θα επαιρνε μπαξίσι.
Μεσα στο αυτοκινητο εσκυψε και τη φιλησε. Οχι αγρια, οχι ερωτικα.. μαλλον πικρο ηταν το φιλι του κι εκεινη ανταποδωσε. Χαιδεψε με τα χερια της τις γωνιες του προσωπου του, αγγιξε τα βλεφαρα του, τις ακρες των χειλιων του.
“Πες μου” του ειπε…
“Φευγω την Τριτη….δεν ξερω ποτε θα γυρισω, ουτε κι αν θα γυρισω. Με καλεσαν στην Αμερικη και σημερα πηρα το διαβατηριο μου.Σκεφτομαι αν τα πραγματα πανε καλα να σε καλεσω να…..”
“Σσσσσσσσσς, μη μιλας…δε θελω να ακουσω τιποτα”
Γύρισαν στο χωριό κι ενιωθε γεμάτη, είχε αλλαξει εικόνες. Θα μπορούσε να ξαναπάει στην Πλάκα όποτε ηθελε, απλως κλείνοντας τα ματια της.Θα μπορουσε να τον σκεφτεται οπως ηθελε, αντρα της, πατερα των παιδιων της, στηριγμα της.. του ζητησε να μην πουν αντιο κι εκεινος τη φιλησε στο μετωπο. Δε θα ξεχνουσε ποτε αυτο το φιλι, ο χρονος θα εβαζε τη σφραγιδα του σε εκεινο το σημειο κι οταν θα καθοταν γριά μπροστα στο τζακι της θα νοσταλγουσε τη στιγμη που ενιωσε αγνη κι αμολυντη και θα τον ευχαριστουσε νοερα για το δωρο του…
Δεν αναψε το φως, εβγαλε τα ρουχα της κι εμεινε μονο με το κομπινεζον.Κοιταξε το πικάπ, δώρο του προέδρου..Εβαλε τον Σογιού και η φωνή της Δανάη Στρατηγοπουλου πλήμμυρισε το μικρό δωμάτιο ”ας ερχοσουν για λιγο μοναχα για ενα βραδυ”… Καποτε φοβοταν τα σκοταδια και τωρα χορευε μαζι τους..ετρεχε σε καθε λωριδα φεγγαριού χορευοντας.Μορφωμενη δεν ηταν, ενα δημοτικο ειχε τελειωσει ολο κι ολο ομως δεν εμεινε εκει. Χρονια τωρα διαβαζε, γεμιζε το κεφαλι της με πολλες αχρηστες και λιγοτερες χρησιμες πληροφοριες ομως ηθελε να μαθει τι γινεται στον υπολοιπο πλανητη, για τον εαυτο της, για να εχει να λεει ιστορίες και παραξενα πράγματα που συμβαινουν στον κοσμο στη Σοφουλα της καρδιας της..
Γελασε με την καρδια της.
Σκεφτηκε το χωριο να τη βλεπει και να επιβεβαιωνει την αποψη του οτι καλως την εβαλε στο περιθωριο. Ποσο θα ηθελε να τους πει οτι ακομα και οι δήθεν ηθικοί του χωριου είχαν περασει την πορτα της γιατι σταθηκε αδυνατον να παλεψουν με το θεριο της ηδονης, ειδικα της απαγορευμενης..
Εβγαλε το μισο κοτόπουλο να ξεπαγώσει.
Ο τελευταίος επισκέπτης, ειχε φέρει , μελιτζάνες και χυλοπιτες..Ηξερε τι θα μαγειρεψει αυριο.