Η αρμονία της φύσης συμπληρώνεται από την τελειότητα της κτίσης στην αρχοντική συνοικία της Ερμούπολης, γύρω από τη μεγαλόπρεπη εκκλησία του Αγίου Νικόλα των πλουσίων. Τα σπίτια αγναντεύουν το Αιγαίο στο πέρασμα των χρόνων σαν αραγμένα βαπόρια ενώ οι ψυχές των πεθαμένων, κάποιες στιγμές στην αιωνιότητα, επιστρέφουν από κόσμους απροσπέλαστους για να στοιχειώσουν τις αναμνήσεις των ζωντανών. Όταν πέφτει το φώς της μέρας , απλώνεται ήρεμο το δειλινό με τις λιλά αποχρώσεις η θάλασσα στέλνει ασταμάτητα τα φιλιά της στα βράχια και στους πέτρινους τοίχους με γλύκα περισσή, με νοσταλγία για το φευγάτο χρόνο, με προσμονή για τα μυστικά της νύχτας που έρχεται.
Στο μαρμάρινο μπαλκόνι ενός αρχοντικού που έγινε ξενώνας πολυτελείας, ο νεαρός άνδρας φωτογραφίζει με το ακριβό κινητό του το ερειπωμένο μέγαρο με τα μισοβυθισμένα στη θάλασσα χορταριασμένα υπόγεια . Τα ψηλά παράθυρα είναι ορθάνοιχτα μάτια στραμμένα στο πέλαγο που περιμένουν σινιάλο επιστροφής αγαπημένου ταξιδευτή και τα αλλοτινά δωμάτια, πλέον χωρίς τοίχους και ταβάνια με περίτεχνους στολισμούς και αναγεννησιακές ζωγραφιές, βλέπουν τον ουρανό από το τεράστιο άνοιγμα της στέγης.
Με το που έπεσε η νύχτα ο άνδρας ετοιμάστηκε, βγήκε από το ξενοδοχείο στην οδό Απόλλωνος και κίνησε προς την πλατεία Μιαούλη. Το ραντεβού με τον δικηγόρο που ασχολείτο με την αγοραπωλησία ήταν στο καφέ Πάνθεον. Τον βρήκε εκεί να πίνει τον όγδοο καφέ της ημέρας κατά δήλωσή του, παρήγγειλε κι αυτός μεταλλικό νερό και άρχισαν να συζητούν για την αυριανή διαδικασία. Εκείνος εκπροσωπούσε ένα από τα μεγαλύτερα γραφεία της Αθήνας όπως και ο ίδιος ως μέτοχος και διευθύνων σύμβουλος μια ταξιδιωτική εταιρία ομογενών από το Σικάγο που θα αγόραζαν το ερειπωμένο μέγαρο .
Ο μεσήλικας δικηγόρος είχε ελέγξει τίτλους στο υποθηκοφυλακείο και τα λοιπά χαρτιά του συμβολαιογράφου, είχε μιλήσει και με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πωλήτριας , ήταν όλα έτοιμα για να υπογράψουν το επόμενο πρωί. Συζήτησαν μερικές ακόμα λεπτομέρειες, μίλησαν τυπικά για τον καιρό και τις ειδήσεις και χωρίστηκαν τραβώντας προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Ο υποψήφιος αγοραστής αδιάφορος για τη βραδινή ζωή του νησιού την οποία σκόπευε να γνωρίσει τις λίγες μέρες που θα έμενε μετά, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Περνώντας από το κτίσμα που από αύριο θα ήταν και αυτός ένας από τους ιδιοκτήτες, άκουσε θορύβους πίσω από τη σφαλισμένη με χοντρά λουκέτα, χιλιοφθαρμένη από το χρόνο, αλλά ακόμα ανθεκτική ξύλινη πόρτα. «Γάτες είναι», σκέφτηκε από τα νιαουρίσματα και το θόρυβο από ξερόκλαδα.. Ξαφνικά αναρωτήθηκε για τα χρόνια πριν την παρακμή, για τους ανθρώπους που έζησαν εκεί και τις ιστορίες τους. Άρχισε πάλι να βαδίζει προς το ξενοδοχείο του και σύντομα βρέθηκε να απολαμβάνει ένα ποτό στο μπαρ κάτω από τα αστέρια του κυκλαδίτικου ουρανού. Δεν υπήρχαν πολλοί θαμώνες μόνο δυο ζευγάρια απορροφημένα στη συζήτησή τους και ένας ηλικιωμένος κύριος στο διπλανό τραπέζι με το ποτό του και το πούρο του.
Το βλέμμα του τράβηξε η φωτισμένη εκκλησία του Αγίου Νικολάου με το γαλανό τρούλο τριγυρισμένη από νεοκλασικά.
-«Εικόνα Ευρωπαϊκής πόλης, αλλά πάντα αναρωτιέμαι τι μου θυμίζει, Βιέννη, Βερολίνο ή Ιταλικό Βορρά», του είπε ο κύριος που συστήθηκε ως Λέων Ρουγγέρης, συνταξιούχος γιατρός
-«Δεν έχω επισκεφθεί Ευρωπαϊκές χώρες εκτός από τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, βλέπετε ζω στην Αμερική. Χαίρω πολύ, Ανδρέας Λινός, οικονομολόγος» του απάντησε
-«Και από ότι ακούγεται ο καινούργιος ιδιοκτήτης του θρυλικού μεγάρου Πλωτώ » χαμογέλασε ο Λέων συνεχίζοντας «μην εκπλήσσεσθε, η Ερμούπολη είναι μικρή , άλλωστε είμαι σύμβουλος στην επιτροπή τουρισμού»
-«Τότε δεν θα ρωτήσω πως το μάθατε, αφού μιλήσατε όμως για θρύλο και αναφέρατε ένα όνομα , θέλετε να μου πείτε την ιστορία του» τον προσκάλεσε στο τραπέζι του ο Ανδρέας
-«Σε κάθε γωνιά της Σύρου υπάρχει μια ιστορία, οι Συριανοί φτιάχνουν θρύλους από τα μελετήματα των προγόνων τους. Αλλά στην απάνω Σύρα και στα Βαπόρια όλα συμβαίνουν ανάλογα με τη φορά του ανέμου και τα τερτίπια της θάλασσας. Το αρχοντικό αυτό, ρημαγμένο σήμερα από το χρόνο, χτίστηκε τον δέκατο ένατο αιώνα, όταν η πόλη απλωνόταν προς τη θάλασσα και μάζευε πλούσιους μετανάστες. Κάποιος νεαρός καραβοκύρης από τη Χίο που αργότερα απέκτησε και εργοστάσιο βυρσοδεψίας , η μητέρα του, η χήρα αδερφή του και ο νεογέννητος γιός του ήταν οι πρώτοι ιδιοκτήτες. Η σύζυγός ,αρχοντοπούλα από τη Σμύρνη, είχε πεθάνει στο ταξίδι τους.
Αυτός ο μοναχογιός λοιπόν, ήταν η χαρά της ζωής τους. Ταλαντούχος στα γράμματα, ο καλύτερος μαθητής στο Γυμνάσιο, συμμαθητής και στενός φίλος με τον Βενιζέλο. Καθώς μεγάλωνε και ανδρωνόταν τον προόριζαν για μεγάλα αξιώματα στην πολιτική σκηνή της χώρας.
Με το πέρασμα των χρόνων η γριά καπετάνισσα βάρυνε, δεν μετακινιόταν εύκολα, δεν έβλεπε καλά, έτσι ζήτησαν μια συνοδό να της διαβάζει και να της κάνει παρέα. Τότε τους σύστησαν τη Κλέλια, σπουδαγμένη στις καλόγριες της Τήνου, από οικογένεια εύπορων καθολικών, με άριστα γαλλικά σα μητρική γλώσσα, μεγάλο προσόν αφού και η ηλικιωμένη ήταν γαλλομαθής. Η Κλέλια μετά το θάνατο των γονιών της όταν αρρώστησαν από επιδημία στην Τήνο, ζούσε στην Απάνω Σύρα με το θείο της, ιερέα στην Παναγία του Καρμήλου. Εκείνα τα χρόνια καθολικοί και ορθόδοξοι ήταν δύο διαφορετικοί κόσμοι χωρίς πολλά συναπαντήματα. Ο πλούσιος Χιώτης όμως, είχε εμπορικές συναλλαγές και φιλίες με τους καθολικούς , έτσι η κοπέλα που ήταν βάρος για το θείο της κι ας μη το παραδεχόταν ο ίδιος , ήρθε να μείνει στο μεγάλο αρχοντικό στα βαπόρια.
Όταν καλοκαίριασε , γύρισε ο γιός που σπούδαζε Νομική στην Αθήνα και δεν άργησαν να ερωτευτούν, έτσι το φθινόπωρο πριν φύγει, στην οικογένεια έμαθαν αυτό που γινόταν μπροστά στα μάτια τους όλο το καλοκαίρι. Και ακόμα χειρότερα, και το μαντάτο του πελαργού που θα έφθανε την Άνοιξη, την επικείμενη εγκυμοσύνη»
Ο Λέων σταμάτησε τη διήγηση και τον κοίταξε χαμογελώντας
«Ο έρωτας φίλε μου είναι πίσω από τις πιο αληθινές ιστορίες , από τα μεγαλύτερα γεγονότα που ζουν οι άνθρωποι στη γη» Ο Ανδρέας διέκοψε τη συζήτηση που πήγαινε να γίνει φιλοσοφική και τον προέτρεψε να συνεχίσει. Ήταν παραπάνω από περίεργος πλέον.
«Τα γεγονότα λοιπόν, πήραν σύντομα το δρόμο τους .Ο Χιώτης ψύχραιμος, μετά από τις φουρτούνες στη θάλασσα, τώρα θα πέρναγε και αυτή τη στεριανή δοκιμασία. Έστειλε την Κλέλια στην Τήνο όπου γέννησε ένα κοριτσάκι και το νεαρό εραστή στην Αθήνα να τελειώσει τη σχολή του. Πάνω στη γέννα όμως η κοπέλα πέθανε αφήνοντας απαρηγόρητο τον πατέρα και ορφανό το μωρό. Οι καλόγριες ανέλαβαν το μεγάλωμα και τη μόρφωσή του, ο παππούς τα έξοδά του και όταν έγινε δέκα επτά χρόνων ήρθε στη Σύρο κοντά στον πατέρα της που στο μεταξύ την είχε υιοθετήσει.
Χωρίς άλλα παιδιά μετά το γάμο με μια πολύφερνη νύφη από τη Σμύρνη εκείνος πολιτευόταν στο νησί με το κόμμα του παιδικού του φίλου του Βενιζέλου. Η γιαγιά είχε αποδημήσει εις Κύριον πριν πολλά χρόνια και η θεία ήταν ανήμπορη στο κρεβάτι. Ο παππούς ο καπετάνιος, υπέργηρος και συμφιλιωμένος με τα καπρίτσια της ζωής, δέχτηκε με αγάπη το μοναδικό του εγγόνι.
Ο θείος της άτυχης μητέρας της δεν ζούσε πλέον και η μικρή δεν είχε ιδέα για την καταγωγή της, οι καλόγριες της είχαν πει τη μισή αλήθεια ότι η μητέρα της ήταν Τηνιακιά και πέθανε στη γέννα. Κανείς δε σκέφτηκε τη σοφή παροιμία «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον», έτσι περνούσαν τα χρόνια και η μικρή κυρία του σπιτιού άνθιζε . Είχε πολλά χαρίσματα η Μαρία, η αριστοκρατική ομορφιά της τράβαγε όλα τα βλέμματα όπου πήγαινε, ήταν πονόψυχη με τους αδύναμους και πάντα βοηθούσε τους πεινασμένους που ήταν πολλοί τότε στο νησί λόγω της προσφυγιάς. Διάβαζε πολύ και έπαιζε υπέροχα πιάνο, ο ίδιος ο Βενιζέλος όταν επισκέφθηκε τη Σύρο ως πολιτικός και δείπνησε μαζί τους την άκουσε να παίζει και της είπε ότι του φάνηκε ότι έπαιζαν οι ζωγραφισμένοι στις τοιχογραφίες του σαλονιού άγγελοι.
Της άρεσε πολύ να κολυμπά και όταν έπεφτε στα γαλανά νερά από τη σκαλίτσα μπροστά στο σπίτι ξεχνούσε να βγεί. Ο πατέρας της τη φώναζε Πλωτώ από τη Νηρηίδα κόρη του ωκεανού που επίσης λάτρευε το κολύμπι. Μια μέρα, μερικά παιδιά από την απάνω Σύρα έπαιζαν στα βράχια κοντά στο μέγαρο του Χιώτη. Η Μαρία κολυμπούσε όταν άκουσε φωνές, κάποιο έπεσε στο νερό και δεν ήξερε κολύμπι. Όταν το επόμενο πρωί ήρθε μια Φραγκοσυριανή να την ευχαριστήσει που έσωσε το παιδί της άκουσε έκπληκτη να της λέει πριν φύγει
«Η μητέρα μου εξομολογιόταν στο θείο σας στην Παναγία του Καρμήλου. Θα ήταν πολύ περήφανος για σας αν ζούσε»
Έτσι έμαθε την καλά κρυμμένη αλήθεια. Δεν τους συγχώρεσε ποτέ τα ψέματα και σύντομα έφυγε από κοντά τους πηγαίνοντας πίσω στις καλόγριες στην Τήνο. Αργότερα παντρεύτηκε και έφυγε μακριά. Κανείς δεν ξανάκουσε για αυτή. Ο πατέρας της έγινε υπουργός αλλά μετά τη μικρασιατική καταστροφή πούλησε την περιουσία και πήγε στη Γαλλία όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του. Το μέγαρο Πλωτώ όπως το λέγανε το αγόρασε ένας μεγάλος Συριανός ηθοποιός. Η σημερινή ιδιοκτήτρια είναι μακρινή απόγονός του»
Ο Λέων σταμάτησε, άναψε ένα πούρο και παρήγγειλε ένα ποτό ακόμη.
Ο Ανδρέας χαμογέλασε μόνος του ακούγοντας την ιστορία
«Πλωτώ λοιπόν γιαγιά, σκέφτηκε. Ποτέ δεν μας είπες ότι ήσουνα Νηρηίδα στα νιάτα σου. Πάντως το όνομα τώρα θα συνεχιστεί , μαζί με το σπίτι σου πάνω στη θάλασσα που τόσο αγάπησες»
Πηγή φωτογραφίας:
eleftherostypos,gr