Ξύπνησα ιδρωμένη. Ένιωθα τη γλώσσα μου στεγνή και ζαλιζόμουν. Η μουσική μέσα στο κλαμπ έπαιζε τόσο δυνατά που μετά βίας μπορούσα να ακούσω τους φίλους μου. Δύο κοπέλες στέκονταν από πάνω μου, έχοντας σχεδόν ενώσει τα πρόσωπα τους με το δικό μου.
« Είσαι καλά; » ρώτησε η ξανθιά, με την ανησυχία να διαγράφεται στο πρόσωπο της.
Κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουν ξαπλωμένη στον ίδιο καναπέ που καθόμουν και έπινα το αγαπημένο μου Λικέρ. Τίποτα δεν θα μπορούσε να μου χαλάσει αυτή την υπέροχη βραδιά, εκτός βέβαια από μία απρόσμενη λιποθυμία. Είχα χάσει τις αισθήσεις μου και μόνο η Άσλεϊ και η Έμα το αντιλήφθηκαν. Ο κόσμος γύρω μου χόρευε και κανένας τους δεν έδωσε σημασία στο κορίτσι που έπεσε κάτω.
« Χάνα » επανέλαβε με έντονο τόνο αυτή τη φορά η Άσλεϊ.
Ανασήκωσα το βλέμμα μου και τις κοίταξα.
« Καλά είμαι, απλώς έχω μια δυσφορία » τις καθησύχασα.
Η Έμα έπιασε το χέρι μου.
« Τι συνέβη εκεί έξω; » με ρώτησε καθώς τράβηξε το σκαμνί κοντά της, για να κάτσει δίπλα μου.
Παραξενεύτηκα. Οφείλω να παραδεχτώ ότι με έπιασε απροετοίμαστη.
« Τι εννοείς τι έγινε; » προσπάθησα να γελάσω αμήχανα.
Η Άσλεϊ έκατσε επίσης δίπλα μου, κοιτάζοντας με στα μάτια. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
« Σε βρήκαμε έξω » προσπάθησε να μου εξηγήσει.
Την κοίταξα τρομαγμένη, καθώς μπορούσα να διαισθανθώ πως ότι ακολουθούσε, δεν ήταν καθόλου καλό.
« Ναι. Ήσουν λιπόθυμη και τρομάξαμε. Σε φέραμε μέσα και καλέσαμε ασθενοφόρο. Έρχεται αυτή τη στιγμή » συνέχισε η Έμα.
Σηκώθηκα όρθια, ακόμα κι αν δεν ένιωθα εντελώς καλά.
« Ε, λοιπόν, πάρτε και ακυρώστε το » τους είπα και κινήθηκα προς την έξοδο.
Η Άσλεϊ σηκώθηκε και προσπάθησε να με σταματήσει.
« Είμαι καλά. Αλήθεια. Πάω να πάρω λίγο αέρα ».
« Μην ξεχνάς το ποτό σου » μου είπε.
Γύρισα και πήρα το λικέρ μου στο χέρι και βγήκα από το κλαμπ. Όλοι αυτοί που χαμουρεύονταν σε κάθε γωνιά του μαγαζιού μου έφερναν αηδία.
Επιτέλους ησυχία. Έβγαλα ένα τσιγάρο απο τη τσάντα μου και, αφού το άναψα, το έφερα στο στόμα μου. Η μουσική ακουγόταν ακόμη, μα έμοιαζε σα να παίζει από κάπου μακριά από εδώ. Δεν υπήρχε ψυχή στον δρόμο. Μόνο εγώ, το φεγγάρι και το τσιγάρο μου. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Άκουσα φωνές από το διπλανό στενό, μια κοπέλα στίγκλιζε από τρόμο. Κινήθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και έφτασα στο σκοτεινό δρομάκι, στην πίσω πλευρά του μαγαζιού.
Το μόνο που μπορούσα να δω ήταν φιγούρες, ένας άνδρας και μια γυναίκα. Εκείνη κολλημένη στον τοίχο και εκείνος κολλημένος πάνω της. Στο χέρι του κρατούσε μαχαίρι και ήταν έτοιμος να τη σκοτώσει. Τα πόδια μου μούδιασαν και ένιωσα ανίκανη να κουνηθώ. Η κοπέλα αδυνατούσε να μιλήσει, αφού ο ίδιος είχε τυλίξει τα δάχτυλα του γύρω από τον λαιμό της. Έφερε το μαχαίρι κάτω από το σαγόνι της και με μια απότομη κίνηση, έσχισε τη καρωτίδα της. Το αίμα ξεχύθηκε και αφού την άφησε να πέσει κάτω, έκανε πίσω. Η δυσφορία που αισθανόμουν τόση ώρα επιδεινώθηκε. Ένιωσα λες και το στομάχι μου γύρισε ανάποδα. Εμετός. Όσο είχα πιει το έβγαλα σε μερικά δευτερόλεπτα. Ο τύπος γύρισε και με κοίταξε και εγώ προσπάθησα να τρέξω. Δεν είχα δυνάμεις όμως. Έκανα λίγα βήματα και έπεσα κάτω. Τα πόδια μου δεν μπορούσαν πλέον να με κρατήσουν όρθια. Καθώς τα μάτια μου έκλειναν και εγώ έχανα τις αισθήσεις μου, μπορούσα να δω καθαρά τα πόδια του να με πλησιάζουν, χωρίς να έχω τη δύναμη να φωνάξω. Σκοτάδι.
Ξύπνησα. Ήμουν εξουθενωμένη και, μόλις συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν ξανά μέσα στο κλαμπ, σηκώθηκα. Η Άσλεϊ και η Έμα βρίσκονταν ξανά από πάνω μου. Πλησιάζοντας με, ξεκίνησαν τις ερωτήσεις.
« Τι συνέβη εκεί έξω; » έκανε η Έμα.
Και τότε ξέσπασα σε κλάματα. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον πόνο και τη σύγχυση που αισθανόμουν, με αποτέλεσμα να ξεχυθούν μαζί με τα δάκρυα μου. Τους τα είπα όλα. Πώς εκείνος την έπνιγε και εκείνη δεν μπορούσε να κουνηθεί. Πώς την σκότωσε, λες και ήταν κάποιο ζώο. Με κοίταξαν απορημένες.
« Δεν υπήρχε κανείς εκεί όταν σε βρήκαμε. Εγώ προσωπικά έλεγξα τον χώρο, για να βεβαιωθώ πως δεν βρισκόταν κάποιος τριγύρω » είπε η Έμα.
Δηλαδή τι; Όλα αυτά ήταν απλώς ένα όνειρο λόγω της επίδρασης του ποτού; Έπρεπε να το δω από μόνη μου. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο.
« Πάω να πάρω λίγο αέρα » έγνεψα.
Η Έμα σηκώθηκε ανήσυχη.
« Και το ασθενοφόρο που έρχεται; »
Την κοίταξα ενοχλημένη.
« Πάλι καλέσατε; » παραπονέθηκα.
Η Άσλεϊ ανασήκωσε το φρύδι της.
« Γιατί, πότε καλέσαμε; »
« Ξεχάστε το, απλώς ακυρώστε το » τους είπα κοφτά.
Δεν είχα χρόνο για τα παιχνίδια τους. Έπρεπε να φύγω. Να δω τι ακριβώς συνέβη σε εκείνη την κοπέλα.
« Μην ξεχνάς το ποτό σου » μου έκλεισε το μάτι η Άσλεϊ.
Ήξερα πως κάνω λάθος, αλλά δεν μπορούσα να αντισταθώ στη γεύση. Άρπαξα το ποτήρι μου και βγήκα έξω. Πίνοντας τη τελευταία μου γουλιά, όντας μεθυσμένη πλέον, το πέταξα κάτω, όταν άκουσα για άλλη μια φορά αυτή τη χαρακτηριστική στριγκλιά. Η κοπέλα. Βρισκόταν ξανά στο ίδιο στενό. Θυμήθηκα το λόγο που βγήκα εξ αρχής έξω και περπάτησα ζαλισμένη προς το δρομάκι.
Δεν γινόταν να συνέβαινε ξανά. Την είδα πριν. Πέθανε. Το είδα καθαρά. Το αίμα έρεε από την πληγή της. Δεν γινόταν να είναι ακόμη ζωντανή. Έφτασα μπροστά στο σκηνικό. Ο άνδρας κρατούσε την κοπέλα από τον λαιμό και για άλλη μια φορά την απειλούσε με το μαχαίρι. Ήταν τα ίδια άτομα. Τους αναγνώρισα. Τα ρούχα τους, οι κινήσεις τους. Μπορεί να μην είχα προσέξει πρόσωπα, αλλά ήταν όλα ίδια. Ντέζα βου. Μούδιασα. Απελπίστηκα. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που την ένιωθα έτοιμη να ξεκολλήσει από το στήθος μου. Την σκότωσε. Ξανά. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Και εγώ έκανα εμετό. Ξανά.
Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Όσο πιο γρήγορα άντεχαν τα πόδια μου. Λίγο πριν φτάσω στην είσοδο του μαγαζιού το πόδι μου μπλέχτηκε σε συρματόπλεγμα και έπεσα κάτω. Ο αστράγαλος μου γύρισε και τον άκουσα να σπάει. Τον ένιωσα να σπάει. Πριν προλάβω να ξεσπάσω σε κλάματα, ένιωσα τον κρύο ιδρώτα πάνω στο μέτωπο μου. Λιποθυμούσα και, για άλλη μια φορά, τον έβλεπα να πλησιάζει. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν την ανύμπορη κοπέλα, ήμουν όμως εξαντλημένη. Σκοτάδι.
Άνοιξα τα μάτια μου και ανακουφίστηκα αντικρίζοντας τα φώτα του μαγαζιού, τα μπουκάλια και τους νέους που χόρευαν στη δυνατή μουσική. Και φυσικά, η Άσλεϊ και η Έμα, στέκονταν από πάνω μου, με την ανησυχία να διαγράφεται στο πρόσωπο τους. Τα ανάμιχτα συναισθήματα μέσα μου βρίσκονταν σε διαρκή πόλεμο και το μόνο που ήθελα ήταν να βγω εκεί έξω και να βοηθήσω αυτή την κοπέλα.
« Χάνα, είσαι καλά; » με ρώτησε η Έμα.
Έστρεψα το βλέμμα μου στο πόδι μου. Ο αστράγαλος μου ήταν στη θέση του και δεν υπήρχε κάποιο σημάδι. Σα να μην έσπασε ποτέ. Σηκώθηκα όρθια και κοίταξα το λικέρ στο τραπέζι μου. Όχι. Δεν υπήρχε περίπτωση. Γύρισα από την άλλη και έτρεξα έξω, χωρίς να δώσω σημασία στις φίλες μου, οι οποίες ήταν φανερά αναστατωμένες. Βγήκα έξω και κατευθύνθηκα προς το δρομάκι. Καθώς προχωρούσα άκουσα την κραυγή της αβοήθητης κοπέλας και ήξερα πως έπρεπε να τον σταματήσω. Δεν ήξερα τι συνέβαινε και γιατί τα ζούσα όλα από την αρχή. Ήξερα όμως πως έπρεπε να την σώσω. Απομόνωσα τον φόβο σε μια σκοτεινή γωνία του μυαλού μου και προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.
Έπιασα κοτσίδα τα μαλλιά μου και έφτασα στη σκηνή του εγκλήματος. Αυτή τη φορά δεν σταμάτησα. Μπορούσα να δω στο βάθος τον άνδρα να σέρνει τη κοπέλα από το μαλλί και να την κολλάει στον τοίχο. Εκείνη απεγνωσμένα προσπαθούσε να ξεφύγει, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Ο φόβος με κυρίευσε ξανά και δεν μπορούσα να τον ελέγξω.
Ήμουν πολύ κοντά πια.
« Τι κάνεις εκεί; Βοήθεια » φώναξα τρομαγμένη.
Η κοπέλα γύρισε να με κοιτάξει, αποκαλύπτοντας το πρόσωπο της. Σάστισα. Ένιωσα το κορμί μου να τυλίγεται στις φλόγες και άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου. Την ήξερα. Το πρόσωπο της τόσο όμορφο, αγνό και γνώριμο. Έκλαιγε ασταμάτητα και τα μαλλιά της είχαν ανακατωθεί από τη πάλη.
Ήταν εγώ. Ήμασταν ίδιες. Φορούσε τη μπλε μπλούζα και το τζιν σορτσάκι μου. Τι διάολο συνέβαινε; Ο τύπος κρατούσε το μαχαίρι απερίσπαστος και ήταν έτοιμος να σκοτώσει τον εαυτό μου.
« Τρέξε » κατάφερε να πει η όμοια μου, μέσα στα δάκρυα της.
Και τότε τη σκότωσε, σχίζοντας απότομα τον λαιμό της. Και εκείνη έπεσε κάτω. Και μαζί της έπεσα και εγώ. Μόνο που τότε ήταν διαφορετικό. Δεν ζαλιζόμουν. Δεν λιποθυμούσα. Ήταν λες και ήμασταν συνδεδεμένες. Ήταν εγώ. Και ήμουν εκείνη. Και για άλλη μια φορά τον είδα να με κοιτάζει. Οι μαύρες μπότες του πλησίαζαν απειλιτικά προς το μέρος μου. Τα μάτια μου όμως έκλεισαν, και εγώ ένιωσα απελευθερομένη. Σκοτάδι.
Πηγή φωτογραφίας:
https://freewill.gr/2015/06/29/το-πιο-πυκνό-σκοτάδι-λίγο-πριν-ξημερώσ/